Δοκίμως είναι (μεταξύ άλλων) είδος λαμπτήρα. Σλανγκικώς είναι ο παθητικός γκέι συναφώς και προς την έκφραση τον βιδώνει το γλόμπο. Δηλαδή η τοποθέτηση λάμπας μπαγιονέτ αποτελεί μεταφορά για την πρωκτική διείσδυση. Τώρα, με λίγη σλανγκική φαντασία, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το πρωκτικό σεχ- μπαγιονέτ είναι πιο βίαιο, δίκην στάσης κεμπάπ από το σεξ βιδωτού λαμπτήρα, που πάει πιο σταδιακά- περιστροφικά. Ο όρος μπαγιονέτ μπορεί να σημάνει και την διείσδυση του πέους εν γένει (ιδίως την πρωκτική), πάντως συνήθως αποτελεί χαρακτηρισμό παθητικού ομοφυλόφιλου, όπως περιγράψαμε.

  1. Σου φάνηκε και σένα ότι είναι μπαγιονέτ ο σερβιτόρος; Αυτό το σπάσιμο του καρπού του ήταν κάπως.

  2. Και βιδωτή και μπαγιονέτ (κάπου εδώ).

(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως υποτιμητικός χαρακτηρισμός αποκλειστικά παθητικού ομοφυλόφιλου από άλλους ομοφυλόφιλους οι οποίοι είναι ή μόνο ενεργητικοί ή, το πολύ πολύ, βερς.

Η λέξη προκύπτει από το αγγλικό bottom = ο από κάτω, με την προσθήκη της κατάληξης -ιέρα. Ωσεκτουτού κλίνεται όπως π.χ. τα ψωμιέρα, σιφονιέρα και μπετονιέρα.

  1. (Από http://the-wrong-guy.blogspot.com)
    Σιχαινόμαστε στους άλλους πράγματα που ενδόμυχα γνωρίζουμε πως βρίσκονται μέσα μας. Εκνευρίζομαι πολύ με τους ψυχαναγκαστικούς γιατί και εγώ σε μερικά πράγματα θέλω να υπάρχει μια σειρά. Πάρε για παράδειγμα αυτές τις σιχαμένες τις ομοφοβικιές. Γιατί ταράζονται τόσο όταν αντιλαμβάνονται ένα γκέι; Διότι κατά βάθος αντί για αντρουά μάγκες όπως αυτοχαρακτηρίζονται είναι μποτομιέρες του ελέους.

  2. (Από http://raptusr.blogspot.com)
    Με τους κοιλιακούς μου και το παραμύθιασμα μου τους έχω γαμήσει όλους. Κώλο για κώλο δεν άφησα. Μπορώ να πω, είμαι ο γαμιάς της Θεσσαλονίκης. Όπως επίσης και ο καλύτερος στο να αποφεύγω τις σχέσεις. Όλες οι μποτομιέρες θέλουν σχέση τόσο απεγνωσμένα, που με το παραμικρό χάδι και με λίγα γλυκόλογα σου κάθονται ασυζητητί. Η Θεσσαλονίκη είναι ο παράδεισος μου. Άσε που έχει περισσότερους bottoms από tops, το αντίθετο με την Αθήνα δηλαδή, σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός φίλου μου, που σημαίνει πως θα έχω να γαμάω εις τον αιώνα τον άπαντα.

(από Khan, 03/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος περιγραφής ανατολικών κυριών (εξ ου και η χαρακτηριστική κατάληξη -οβα), οι οποίες έχουν προφανώς εντρυφήσει επί μακρόν στο άθλημα, σε βαθμό που να έχει μεταβληθεί η γεωμετρία του κόλπου και να προσομοιάζει σε πηγάδι.

- Ρε συ, δε μου 'πες τελικά τι έγινε με το γκομενάκι εκείνο που έφυγες προχθές από το μπαρ.
- Τι να γίνει ρε μαλάκα; Πίκρα. Τατιάνα Πηγαδομούνοβα η τύπισσα. - Όχι εσύ που φοβόσουν να της την πέσεις μη σε παρεξηγήσει η παρθενόπη.

(από pavleas, 22/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O ομοφυλόφιλος, αλλά και η γυναίκα που δεν έχει άντρα, η νυμφομανής.

- Αχ δεν είναι πολύ άντρας ο Μπάμπης;
- Ο Μπάμπης; Ας γελάσω! Ρε αυτός είναι γνωστός poutsless.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified