Further tags

Χαμηλοτάτου επιπέδου, της εσχάτης υποστάθμης. Απαντάται στη φράση «λούμπεν προλεταριάτο».

Παράγωγο: λουμπεναριό.

Πάλι με το Βρασίδα και την Κούλα βγήκαμε και καταλήξαμε σε μια παρακμιακή ταβέρνα στις Κουκουβάουνες, που τραγούδαγε ένα σκυλί και η πελατεία ήτανε λες κι είχε βγει από τον Κορυδαλλό. Εντελώς λούμπεν κατάσταση μιλάμε.

Επιστροφή στις κλασικές αξίες "Λούμπεν" των Χατζηφραγκέτα. (από Khan, 19/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mode αγγλιστί είναι ο τρόπος, η μορφή συμπεριφοράς (<λατ. modus, βλ. modus vivendi, μόδα). Συναντάται συχνότατα στα προγράμματα των υπολογιστών και υποδηλώνει ότι μια εφαρμογή δουλεύει με έναν συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας από τους πολλούς με τους οποίους έχει εφοδιαστεί από τον σχεδιαστή της, με σκοπό να προσαρμοστεί καλύτερα στις συγκεκριμένες περιστάσεις και τις απαιτήσεις του χρήστη και να αποφέρει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα (βλ. safe mode των windows, edit mode στις βιντεοκάμερες κοκ).

Σλανγκικώς, την έκφραση χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε πως έχουμε εισέλθει σε έναν τρόπο συμπεριφοράς και επιλογών διαφορετικό από τον συνηθισμένο μας διότι, είτε οδηγηθήκαμε από εξωτερικά ερεθίσματα, είτε παρακινηθήκαμε από μια εσωτερική παρόρμηση που μας άλλαξε την ψυχολογία. Η καινοφανής αυτή συμπεριφορά μας μάλλον πρέπει να θεωρηθεί προσωρινή και λογικά τερματίζεται όταν οι καταστάσεις ομαλοποιηθούν, όταν μας περάσει το σκάλωμα που φάγαμε ή, αλίμονο, όταν μας κόψουν όλοι από φίλο.

  1. - Καφεδάκι, τσιγαράκι, μάτι τα περαστικά παστάκια... Αυτή είναι ζωή ρε φίλε...
    - Ξέρεις ότι απαγορεύεται γενικώς το κάπνισμα από το καλοκαίρι ε;
    - Τι μου σπας τ' αρχίδια τώρα; Δε βλέπεις που μόλις ρούφηξα την πρώτη γουλιά μπήκα σε μοντ χαλαρουά;
    - Νταξ ρε φιλαράκι, με συγχωρείς...

  2. - Πού είσαι ρε κολλητέ, πού σε βρίσκω;
    - Στο δρόμο, τρέχω, λέγε!
    - Εεε, τίποτα μωρέ, είμαι κέντρο κι έλεγα να βρεθούμε για καφεδάκι...
    - Αποκλείεται, ήρθε η τελική παραγγελία και τρέχω σαν πούστης...
    - Πότε θα σε δούμε επιχειρηματία μου;
    - Όταν τελειώσω. Τώρα είμαι σε μοντ παλαβομάρας, ούτε σπίτι μου πάω, στο εργοστάσιο κοιμάμαι, γάμησέ τα...
    - Καλά ρε συ, θα πάω να βρω τα παιδιά από το προηγούμενο παράδειγμα...

  3. - Ρε συ, τι σλανγκοσπέκουλα παίζει με τα λήμματα στο slang.gr;
    - Δηλαδή;
    - Από 9967 το πρωί έχουν φτάσει 9992 το απόγευμα και έχουν κολλήσει εκεί!
    - Σλανγκοΐντρικα! Νομίζουν ότι ο ρουμάνος θα δώσει κανένα βραβείο στον 10000ό κι έχουν μπει όλοι σε μοντ αναμονής με έτοιμο λήμμα...
    - Εγώ πιστεύω ότι οι σέρνερ του σάιτ δεν είναι έτοιμοι για τόση λημματολάσπη. Θα γίνει Y2K! Ο ουρανός θα πέσει στα κεφάλια μας! Μετανοείτε!
    - Α ρε Αφελίμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To «κανένα πρόβλημα», το no problem στα σλαβικά. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα από ανθρώπους που έχουν έρθει σε επαφή με σλαβική κουλτούρα, ας πούμε Βορειοελλαδίτες, το Πονηρόσκυλο και τον Χανκ.

Μόδιστρος σε πιμί: Σου άλλαξα λίγο τον τίτλο, για να ταιριάζει καλύτερα με τα ειωθότα του σάιτ.
Σλάνγκος: Οκ, νέμα προμπλέμα!

Got a better definition? Add it!

Published

Η λέξη σέικερ, προκύπτει εκ της αγγλικής λέξης shaker (αναδευτήρας).

Ο σλανγκισμός αφορά το δοχείο στο οποίο γίνεται παλινδρομική κίνηση του περιεχομένου του που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφορά νερό, καφέ και ζάχαρη, με στόχο τη δημιουργία φραπέ.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για το πέος (που σχηματικά θυμίζει κλασσικό σέικερ), το οποίο τίθεται σε παλινδρομική διαδικασία με στόχο τη δημιουργία σπερμικού υγρού.

Πρωί, πρωί σε συνεργείο. Ο μάστορας (Κώστας) βλέπει τι μαλακίαέχει πάλι κάνει ο νεαρός βοηθός του, ο Βασίλης. Τον πλησιάζει και του λέει.
Κώστας: - Αχ ρε Βασιλάκη... Πάλι μαλακία έκανες. Μην το κουνάς τόσο πολύ το σέικερ. Βασίλης: - Δεν χρησιμοποιώ σέικερ, ελληνικό πίνω.
Κώστας: Κόψε την πρωινή ρε Βασίληηηη. Αφού σε πειράζει που σε πειράζει. Κόφ' την που να πάρει.
Βασίλης: - Ποιαν πρωινή να κόψω;
Κώστας: - Γκρρρρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η RAM (Random Access Memory) είναι η προσωρινή μνήμη ενός Η/Υ, μέρος ζωτικότατο όσο και απολύτως απαραίτητο για την άρτια λειτουργία του. Όταν χρησιμοποιούμε μεταφορικά την έκφραση «ο τάδε έχει κάψει RAM», θέλουμε να δείξουμε ότι έχει πολύ αδύνατη μνήμη, δεν θυμάται Χριστό, βρίσκεται σε αρχή Αλτσχάιμερ.

- Ρε Μητσάρα, σου έδωκε τελικά ο Ιεροκλής εκείνα τα εκατό που σου χρώσταγε;
- Ποια εκατό ρε Τεό, είκοσι μου χρώσταγε...
- Καλά, έχεις κάψει RAM μου φαίνεται...

(από GATZMAN, 28/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό très comme il faut, που σημαίνει «πολύ καθώς πρέπει», είναι η επιτομή του ιδανικού των καλοβλαμμένων μικροαστών.

Χρησιμοποιείται για σλανγκοπλάκα από μαγκίτες που έχουν αναθραφεί με γαλλικά και πιάνο, ιδίως (πολύ) παλιότερα, που η γαλλική ήταν η γλώσσα της αστικής τάξης.

Στην εποχή μας σλανγκίζεται επίσης για να δηλώσει το πολύ καθώς πρέπει milf.

Βγήκε η Μενεγάκη στον αέρα μ' ένα αβυσσαλέο ντεκολτέ τρε κομιλφό!

(από Khan, 19/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφόσον το ετυμολογήσουμε από το μπάτσος = χαστούκι, μπάτσα, σκαμπίλι (απ' τα αρωμούνικα), είναι ο οικογενειόρχης, που θέλει να ζήσει ζωή μπάτσελορ (=εργένη) και τελικά τα καταφέρνει να ζήσει ζωή μπάτσελορ με την έννοια ότι τον περιμένει η γυναίκα του με μπάτσους, παντόφλα και τον πλάστη. Ενίοτε και η πεθερά.

Υπερθετικός: μπάτσελορ πάρτι.

- Βγήκε χτες ο Αρίστος με τα μπουζουκομούνια και τελικά έκανε μπάτσελορ πάρτι!
- Πού; Στον Πλούταρχο;
- Όχι, στο σπίτι του, όταν γύρισε τα χαράματα και τον περίμενε η γυναίκα του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς τo έχει πήξει το μουνί μας. Χρησιμοποιείται ιδίως στην φανταρική διάλεκτο. Επειδή είναι γαλλοπρεπές και τα γαλλικά, ως γνωστόν, τα αγαπάνε οι σλανγκιστές, όπως και το πιάνο. Ίσως και κατ' επίδραση του πυξ λαξ, που δεν έχει νοηματικά καμία σχέση.

Ασίστ: Πονηρόσκυλο.

- Έτσι, κωλόψαρο, πηξ λα μουν! Θα πήξει η μούνα σου, στραβάδι.

Από φοριαμό στη Λήμνο... (από Cunning Linguist, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε κοινότοπο και συνηθισμένο ή πολυχρησιμοποιημένο από τον απλό λαό, σε σημείο που να θεωρείται ξεπεσμένο ή ακόμη και παρακατιανό (ή αλλιώς ... σκέτη λαϊκούρα).

- Ρε παιδί μου, αυτή η Μαίρη, πώς το έκαψε έτσι το μαλλί της για να γίνει ξανθιά; Απαπα! πολύ μπανάλ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σερβική παραλλαγή της ρώσικης ρουλέτας είναι η εξής:

Περνάς με το αυτοκίνητό σου όσα πιο πολλά κόκκινα φανάρια μπορείς τρέχοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα, κι άμα δεν σκοτωθείς και δεν σκοτώσεις, είσαι τυχερός.

Είναι ένα παιχνίδι που άρχισε στην Σερβία μόλις τελείωσαν οι πόλεμοι και οι βομβαρδισμοί και οι άνθρωποι είχαν συνηθίσει στα υψηλά επίπεδα αδρεναλίνης, οπότε έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν.

Συνώνυμο: κόκκινο κύμα, κατά το πράσινο κύμα.

Μας σταμάτησε το κόκκινο, γαμώτο! Πάμε μια σερβική ρουλέτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified