Η φωτιά, ο αναπτήρας.
- Δώσ' μου φόκο να ανάψω το τσιγάρο...
Η φωτιά, ο αναπτήρας.
- Δώσ' μου φόκο να ανάψω το τσιγάρο...
Got a better definition? Add it!
Το ρευστό χρήμα, από το αγγλικό cash.
-Κάτσε να πάω στο ΑΤΜ γιατί ξέμεινα από κασέρι...
Got a better definition? Add it!
Το προφυλακτικό.
Ρε Γρηγόρη, σου βρίσκονται τίποτα καπότες ή πάλι με την κάλτσα θα την βγάλω;
(www.bourdela.com) Χώρια που η Βέσυ έχει και κάποιο αφροδίσιο που ελπίζω να μη κόλλησα απο πίπα χωρίς καπότα.
(«Επώνυμη») Όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται απο τον ιδιοκτήτη του fast food Gantas στο Βόλο.
Hamburger κομπλέ στο οποίο περιέχονται τα εξής υλικά: μπιφτέκι με νωπό κιμά δικό μου που τον φτιάχνω εγώ εδω, κασέρι, μπέικον, πατάτούλες χειροποίητες και σαλατούλα τις αρεσκεία σας. Τραχανάς κομπλέ χειροποίητος με κρητικές μπουκιές, φέτα και λουκάνικο.
Got a better definition? Add it!
Το όπλο, πολύ μάγκικα. Από το αγγλικό gun.
Σταμάτα ρε, σταμάτα γιατί θα βγάλω το γκάνι και θα στην ανάψω μες τα μούτρα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το σύνολο των ηλεκτρικών εργαλείων της Black&Decker, και κάθε άλλου κατασκευαστή παρόμοιων συσκευών, στα ελληνέζικα.
Λέγεται και μπλακεντέκερ απ' όσους Έλληνες έχουν στην κατοχή τους τουλάχιστον First Certificate in English, University of Cambridge.
- Δεν πρόκειται να περάσει με σπρώξιμο. Πρέπει να του ανοίξουμε τρύπα. Έχεις μπλακεντέκε;
Got a better definition? Add it!
Το πολύ δυνατό κλιματιστικό, αυτό που δημιουργεί πολικό κλίμα. Προέρχεται απο την αρκούδα και το air-condition, σε σύμπτυξη.
- Είχε βάλει στο αμάξι το αρκουδίσιον στο φουλ, ο μπαγλαμάς, και το δαγκώσαμε μέχρι να φτάσουμε.
Got a better definition? Add it!
Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του '80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.
-Ωραίο το σύνθετο που αγόρασε η Κούλα.
-Έλα μωρέ... ένα γυφτομπαρόκ ήτανε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τεφαρίκι πράμα, τούμπανο, τζιτζί, γενικά πολύ καλής ποιότητας και αξίας. Προέρχεται απο το «made in england», παραφρασμένο στα ελληνικά.
Άσε μαλάκα, είδες τζάμικο που φόραγε ο Τάκης; Μέγκλα!!!
Got a better definition? Add it!
Φουσκωτή κούκλα με τα ανατομικά και γεννητικά χαρακτηριστικά της γυναίκας, που εξυπηρετεί παθολογικούς αυνανιστές και περιστασιακούς αυνανιζόμενους.
Προτιμάται και από φανατικούς εργένηδες.
Προφανώς, ο όρος προέκυψε απ' το προτέρημα της φουσκωτής έναντι της αληθινής, ν' αναδιπλώνεται και να περιορίζεται, χωρίς πολλά-πολλά, σε μια βαλίτσα μετά τη χρήση.
- Τι μούτρα είναι αυτά ρε Ευγένιε; Μη μου πεις... Τσακώθηκες πάλι με την Τασούλα;
- Άσε ρε Γιωργάκη... ΓΥΝΑΙΚΕΣ... δεν τις ξέρεις ρε; Μ' άρχισε πάλι τα τρελά της, και την έστειλα σούμπιτη... Έτσι όπως πάει, θα ψωνίσω και γω μια απ' αυτές τις μαντάμ ντε σακ ντε βουαγιάζ να βρω επιτέλους την υγεία μου...
Got a better definition? Add it!