Ένας αμερικλάνικος τρόπος να πεις «σούπερ», «γουστάρω», «τέλεια», «άψογα», «καύλα». Ακούγεται όλο και περισσότερο στην Ελλάδα.
Είδα την τελευταία ταινία του Κλούνι και ήταν σούπερ ντούπερ!
Ένας αμερικλάνικος τρόπος να πεις «σούπερ», «γουστάρω», «τέλεια», «άψογα», «καύλα». Ακούγεται όλο και περισσότερο στην Ελλάδα.
Είδα την τελευταία ταινία του Κλούνι και ήταν σούπερ ντούπερ!
Got a better definition? Add it!
Η μακαρονάδα (μίσκο, αβέζ, τετοια πράματα, όχι Μπαρίλλα είμαι πλούσια και αηδίες) με κέτσαπ (άντε το πολύ κανά πουμαρό) και έτοιμο τριμμένο κεφαλοτύρι.
Καλύτερα στα Goody´s για mama´s!
Λεξιπλασία εκ των Pasta Asciutta και σ/πάτα κιούτα.
Συναντάται συχνάκις την περίοδο της εξεταστικής.
- Μαλάκα, πείνασα!
- Κάτσε να πετάξουμε μια πάστα κιούτα και συνεχίζουμε με μηχανική ρευστών 4!
Got a better definition? Add it!
(Άκλιτο ουσιαστικό) Το λαχείο που κερδίζει στον λήγοντα.
Από το Γαλλικό ρήμα amortir που σημαίνει να ξεπληρώνεις μια αγορά με τα έσοδα που σου αποφέρει η ίδια η αγορά.
Ένα λαχείο είναι η ζωή, ας είναι κι αμορτί.
(από τραγούδι)
Got a better definition? Add it!
Με τον όρο μουτσούνα περιγράφουμε την αποκριάτικη μάσκα, αλλά και τη μάσκα γενικότερα. Η κλασική μουτσούνα αναπαριστά πρόσωπο με έντονα χαρακτηριστικά, συνήθως μεγάλη μύτη και μεγάλα μάτια, υιοθετώντας στυλ grotesque. Η λέξη είναι ιταλικής προελεύσεως [ιταλ. musone], σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη μεταφράζεται ως «που κάνει γκριμάτσες για να δείξει δυσαρέσκεια».
Χρησιμοποιείται και ως β' συνθετικό σε επίθετα, π.χ. «κακομούτσουνος».
Κατά περίπτωση χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη μουσούδα ζώων.
Ποσο μπορεις να κρατήσεις τη μουτσούνα κολλημένη στη μούρη σου; Οχι πολύ, εκτος πια αν εχει ερθει κι εχει γινει ενα με τη μουρη σου, θα αρχισεις να ιδρώνεις, να σκας, θα χαλαρώσεις, και κάποια στιγμή θα τη βγάλεις... Κι ο σοβαρός θα γινει χαβαλεδιάρης, κι ο χαβαλεδιάρης θα βγει σοβαρός, κι ο μουτζούφλης θανεβει να χορεψει στα τραπέζια...
Δε φοράω καμιά μουτσούνα. Δεν έχω ανάγκη να κρύβομαι. Δεν έχω καμιά ανάγκη. Νομίζω πως είμαι λεύτερος. Ναι ΛΕΥΤΕΡΟΣ!! αυτό νομίζω πως είμαι. Λεύτερος!
Αλλά τι σημασία έχει; Ελάχιστα πράγματα πια μοιάζουν να έχουν σημασία. Κάποια πρακτικά ίσως. Για τα υπόλοιπα δε νοιάζομαι. Τα παίρνω όπως έρθουν. Αυτά που λες Μαρία!
Got a better definition? Add it!
Ταμπονιέρα είναι ένα σύστημα που θυμίζει έντονα καβαλέτο, έχει 2 ταμπόνια και τοποθετείται στο τέλος μιας γραμμής ώστε να σταματήσει το τραίνο αν λυθούν τα φρένα, ώστε να μην εκτροχιαστεί ή προσκρούσει σε τοίχο.
Στον Πειραιά είναι ο τελικός σταθμός του ΗΣΑΠ, γι'αυτό κι έχει και ταμπονιέρες.
Got a better definition? Add it!
Τζιεμπικός (GMP-ικός): Από το GMP (Good Manufacturing Practice).
Έτσι χαρακτηρίζεται οτιδήποτε καλύπτει με ασφάλεια τα συγκεκριμένα κριτήρια που έχουμε δώσει.
Με λίγα λόγια είναι GMP compliant.
- Είδες την νέα αναλύτρια;
- Tζιεμπικό μωρό μεγάλε μου.
- Απόψε παίζει παρτάκι στου Αποστόλη του engineer, θα έρθεις;
- Πάντα κάνει τζιεμπικές καταστάσεις ο Τόλης. Μέσα είμαι.
Got a better definition? Add it!
Έτσι χαϊδευτικά το αιρκοντίσιον. Αιρκοντίσιον > αρκουδίσιον > αρκούδι. Ταιριάζει σε μικρά κλιματιστικά αυτοκινήτου. Όχι τίποτα θηρία επαγγελματικά.
- Κορίτσια μήπως ενοχλεί το αρκούδι πίσω που κάθεστε, να το κλείσω;
- Όχι, απλά θα πληρώνεις τους γιατρούς μετά που θα αρρωστήσουμε.
Got a better definition? Add it!
Το άφρακτο παραπλήσιο ασύρματο δίκτυο, εις ο συνδεόμεθα λάθρα. Από εδώ.
Να τους έχει καλά ο Θεός τους απανταχού γείτονετ (ας κάνουμε όλοι όμως συνετή χρήση).
— Τι έγινε τελικά έβαλες ιντερνέτ στο σπίτι;
— Για την ώρα βολεύομαι με ένα γείτονετ. Ξέρεις, κάνα μαίηλ, στοίχημα και χρηματιστήριο. Άμα το κλειδώσει θα δω.
Βλέπε και γειτόνεξ.
Got a better definition? Add it!
Τούρκικη λέξη που σημαίνει: παλιοσίδερα, scrap, και μεταφορικά: παλιόπραμα, ψευτόπραμα, σαραβαλάκι, σακαράκα κλπ
- Να σε ρωτήσω, το καινούργιο μηχάνημα που μας φέρανε αξίζει τα λεφτά του, για είναι κάνας χουρντάς;
Got a better definition? Add it!
Εκτός από την προφανή σημασία του κλασικού χορού, προφερόμενο λανθασμένα κυρίως από μεταφορείς, αποθηκάριους αλλά και λαζογερμανούς, αναφέρεται στην κατασκευή όπου στοιβάζονται και μεταφέρονται εμπορεύματα, γνωστή ανά τον κόσμο ως παλέτα, από το γαλλικό palette.
Επίσης το συναντούμε ως παλέτο ή και μπαλέτα.
- Αρχηγέ, πού να αφήσω το μπαλέτο με τα κεραμίδια;
Got a better definition? Add it!