For the festivals κοινώς σε ελληνική μετάφραση ισούται για τα πανηγύρια.

Τις προάλλες ήμουν στο πάρτυ μασκέ και είδα τον Στρούμφ.
Ο τύπος είναι πανηγύρι for the festivas το άτομο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

GFE = Girl Friend Experience.

Λέξη από τη διάλεκτος των μπουρδελιάρηδων, που χαρακτηρίζει τις πουτάνες που συμπεριφέρονται ως κοπέλες σου (με κουβεντούλα, ρομαντισμό) και έτσι.

- Φίλε, πήρα τη Μόνικα χθες σπίτι, πολύ special call girl.
- Έλα ρε! Σε αποτελείωσε;
- Όχι τόσο, ήταν πολύ gfe κατάσταση. Μου θύμισε την πρώην μου, τη Λίτσα.
- Θέλω και εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση ακραίου ναρκισσισμού κατά την οποία ψωνισμένοι ντραμάκουιν κάνουν ο,τιδήποτε (καλό ή κακό, δεν έχει σημασία) προκειμένου να στραφούν όλα τα λέιζερ επάνω τους. Αν τα καταφέρουν την αυτοβρίσκουν, σε αντίθετη περίπτωση έχουν νευράκια ή κλαψομουνιάζουν. Εκ του αγγλικάνικου attention whore.

Άλλο ένα παράδειγμα του γλωσσολογικού φαινομένου να σλανγκεξελληνίζονται αγγλικές λέξεις εις -έισιον με την αφαίρεση του τελικού n (βλ. πιχί απλικέησιο, ινσέψιο, κ.ά.).

1.
Δε θέλω να γίνω κακός αλλά αυτό το ατενσιοχοριλίκι του να κάνετε ρητουήτ τον εαυτό σας απ το φάβσταρ είναι χειρότερο κι απ το σηκωμένο γιακά

2.
Δε με πειθεις, κοπελια. Ατενσιοχοριλικι μου κανει, σαν τα πολλα στα οποια μας εχεις συνηθισει. Lady Gaga vomits live on stage in Barcelona.

3.
Αυτοθυματοποίηση, ατενσιοχοριλίκι και ντραμακουινισμός, αυτό ειναι το νέο ΠΑΣΟΚ

4.
ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ. ΕΝΟΠΛΗ ΠΑΛΗ. ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΤΕΝΣΙΟΧΟΡΙΛΙΚΙ ΤΟΥ ΝΑ ΘΕΣ ΝΑ ΣΩΣΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βικτίμια ή βικτιμάδες αποκαλούνται τα εκούσια θύματα των τάσεων της μοδός, της ποπ κουλτούρας, της τρέντι πολιτικής, γουατέβα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ορδές σούργελων με Juicy Cuture γιομάτα τρουκς και γελοίες μπότες Ugg (το ένα χέρι στο iPhone και το άλλο στις «50 αποχρώσεις του γκρι») που παρελαύνουν έφιππες σε επινοημένα αλόγατα με υπόκρουση το ώπα γκάγκναμ στάιλ (φωτογραφία από τις αρχές του´13).

Οι γιαλόμες θεωρούν ότι κραδαίνοντας επώνυμα αγαθά (ή μαϊμούδες αυτών), το βικτίμι ελπίζει ότι θα αποσπάσει θαυμασμό και ρισπέκ ανάλογο προς τη πραγματική (ή φαινομενική) αξία τους, και καταντά έτσι θύμα της κενόδοξης ανασφάλειας του. Αλλά ποιος τις χέζει τις γιαλόμες, είναι οι χειρότερες βικτιμούδες όλων.

Εκ του fashion victim (λεξιπλασία του Oscar de la Renta).

1. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούριο, το καλόγουστο με το κιτς, οι αντίκες με τα παλιατζίδικα, οι πλανόδιοι πωλητές (κερασι τραγανοοοοοοοοοοοοό) με τα επώνυμα καταστήματα, οι φλώροι με τους ντιζαϊνάτους, οι ψαγμένοι με τα βικτίμια

2. Εκεί όλοι ανήκαν σε κάποια φυλή, υπήρχαν χίπιδες, βικτίμια, ροκαμπιλάδες, μέταλα, αναρχικοί και φυσικά γότθοι, οι οποίοι ήταν πιο κομψοί απ’ όλους

3. Το γαλλικο νυχακι κι εγω για ασπρο το'χω, αλλα μπορει να εχει προχωρησει η επιστημη, δεν ξερω. Μια βικτιμού στη δουλειά, μου ειχε στειλει μαιλ για το νεο μανικιούρ Loubouten (δεν ξερω αν γραφεται ετσι, χεστηκα). Απεξω κοκκινο και απο μεσα μαυρο. Αστα, μην ρωτησεις καν......

4. επισκέφτηκα το γνωστό «σκακιστικό» βιβλιοπωλείο στα Εξάρχεια, πέφτω πάνω σε κάτι πιτσιρικάδες και «να’σου το Γκρέιχοκ» και «έτσι ο Γκρέιχοκ» και μόνο τη λέξη Γκρέιχοκ άκουγα. Ααα, λέω (σαν κλασικός μάρκετινγκ βικτιμάς) νά λοιπόν το νέο μου φαρμακερό βέλος που θα προστεθεί στην ποικιλώνυμη σκακιστική μου φαρέτρα… πάω σε μια κοπέλα υπεύθυνη και ζητάω λοιπόν το «άνοιγμα Γκρέιχοκ» ή τον σκακιστικό συγγραφέα Γκρέιχοκ… « Το Γκρέιχοκ είναι ρόουλ πλέινγκ γκέιμ, κύριε!» με κατακεραύνωσε. Για τα σκακιστικά, στο ραφάκι στο βάθος.»…έφυγα σα βρεγμένη γκρίζα γάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τηλεοπτικό κανάλι (ή και άλλο από τα μήντια) που αποσιωπά σημαντικές πληροφορίες, όταν αυτές δεν βολεύουν ένα ισχύον καθεστώς. Προφανώς, από τροπή του σταθμού Mega Channel. Κατ' επέκταση μπορεί να χαρακτηρίσει και έναν άνθρωπο που σιωπά απέναντι σε μια εξουσία.

Σχετικά: μούγκα στη στρούγκα, μουγκαφόν, μούγκαφων, μούγκαfone, σους δε μπε.

  1. Όταν πρόκειται για τον Παπανδρέου, από μέγκα τσάνελ μετατρέπεται σε μούγκα τσάνελ. (Εδώ).

  2. Και αμα βλέπω και Μούγκα Τσάνελ (Πασόκ Τσάνελ) λέω πως ο μέσος Ελληνας θα πληροφορηθεί σωστά χωρίς να του γίνει πλύση εγκεφάλου; (Εδώ).

  3. Ο σύζυγος Μούγκα Τσάνελ:
    Τωρα, αν και εξακολουθει να μην τους θελει και να παθαινει διαφορα ψυχοσωματικα οταν τους βλεπει, διακρινω εναν ωχαδερφισμο, ενα «μουγκα τσανελ» και δεν καταλαβαινω τι παιχτηκε..
    Αν και μου το ελεγαν οτι αλλαζουν οι αντρες, και μαλιστα μετα απο λιγα χρονια ακομα θα του φταιω εγω για ολα και θα ειναι μελι γαλα με τους δικους του...δεν το πιστευα, μελι γαλα ας ειναι και μακαρι, αλλα οχι να βγω και φταιχτρα με ολα οσα μου εχουν κανει....

Μηντιακός τουκανισμός. (από Khan, 22/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη random. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις που συμβαίνει ό,τι νά 'ναι ή, εναλλακτικά, όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι κατέχει μια γνώση αλλά κατά βάθος πετάει μαλακίες...

- Φίλε να ξέρεις ότι το βόρειο σέλας οφείλεται στον ηλιακό άνεμο!
- ...Ράντομ σάιενς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικό επιφώνημα αηδίας / ειρωνείας.

Διαφημιστικό μιμήδιο που έγινε βάιραλ σε χρόνο ντετέ λίγο προ των εκλογών του 2012. Συχνά απευθύνεται με μαζοχιστική διάθεση εις εαυτόν, ειδικά όταν κάποιος πρόκειται να σε πηδήξει (Τασούλα εν όψει χουφτώματος Κίτσου, Μπένυ ατενίζοντας προεκλογικά τον Τσίπρα, κλπ). Για να είναι πλήρως αποδοτικό, δέον να εκφέρεται μακρόσυρτα και βουκολικώ τω τρόπω.

Η ανάρτηξις του λήμμαν γίνεται με πάσα επιφύλαξη καθώς δεν γνωρίζουμε εάν θα αντέξει στον αδυσώπουτσο σλανγκικό χρόνο.

- Σε ερώτηση για το πώς σχολιάζει την έκφραση που χρησιμοποίησε ο κ. Τσίπρας από γνωστή διαφήμιση για τον ίδιο ότι «έχει ξεφύγει», ο κ. Βενιζέλος απάντησε: «θα χρησιμοποιήσω και εγώ μια έκφραση από την ίδια διαφήμιση. Τράτζικ»!
(Ποντίκι)

- «Τράτζικ» το δημοτικό συμβούλιο Βάρης - Βούλας - Βουλιαγμένης (εδώ)

- ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ… ΤΡΑΤΖΙΚ: Τρεις και ο κούκος στην ομιλία Βενιζέλου (εκεί)

- Solarium με αποτέλεσμα.....ΤΡΑΤΖΙΚ.....
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified