Further tags

Η λέξη σέικερ, προκύπτει εκ της αγγλικής λέξης shaker (αναδευτήρας).

Ο σλανγκισμός αφορά το δοχείο στο οποίο γίνεται παλινδρομική κίνηση του περιεχομένου του που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφορά νερό, καφέ και ζάχαρη, με στόχο τη δημιουργία φραπέ.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για το πέος (που σχηματικά θυμίζει κλασσικό σέικερ), το οποίο τίθεται σε παλινδρομική διαδικασία με στόχο τη δημιουργία σπερμικού υγρού.

Πρωί, πρωί σε συνεργείο. Ο μάστορας (Κώστας) βλέπει τι μαλακίαέχει πάλι κάνει ο νεαρός βοηθός του, ο Βασίλης. Τον πλησιάζει και του λέει.
Κώστας: - Αχ ρε Βασιλάκη... Πάλι μαλακία έκανες. Μην το κουνάς τόσο πολύ το σέικερ. Βασίλης: - Δεν χρησιμοποιώ σέικερ, ελληνικό πίνω.
Κώστας: Κόψε την πρωινή ρε Βασίληηηη. Αφού σε πειράζει που σε πειράζει. Κόφ' την που να πάρει.
Βασίλης: - Ποιαν πρωινή να κόψω;
Κώστας: - Γκρρρρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μιά άγρια παρερμηνευμένη λέξη, που συχνά χρησιμοποιείται με λάθος τρόπο και μάλιστα από αυτόν τον ίδιο τον Μπαμπινιώτη!

Ο Μπαμπινιώτης λοιπόν, στα χαλαρά και αβλεπί, γράφει ότι ρουφιάνος είναι ο καταδότης, ο προδότης, ο ραδιούργος, ο χαφιές, ο σπιούνος, ο δολοπλόκος, ο συκοφάντης, ο μαστροπός.

Άρτσι μπούρτσι και λουλάς!

Στην πραγματικότητα, αυτή είναι η εννοιολογική φθορά της λέξης και όχι η πραγματική σημασία της.

Ρίζα της λέξης:
Στην ιταλική, ruffiano λεγόταν αρχικά το ψωράλογο που βάζουν μαζί με την φοράδα την εποχή του οίστρου της. Η φοράδα όμως είναι ζόρικο ον και δεν κάθεται εύκολα. Τις πρώτες μέρες κλωτσάει άσχημα, δαγκώνει και μπορεί να τραυματίσει άσχημα το αρσενικό. Γι' αυτό οι εκτροφείς, θέλοντας να αποφύγουν τυχόν τραυματισμό του καθαρόαιμου επιβήτορα, βάζουν πρώτα μαζί με την φοράδα τον ρουφιάνο. Όταν η φοράδα αρχίσει να «μαλακώνει», τότε βγάζουν τον κακομοίρη τον ρουφιάνο και ρίχνουν μέσα το άτι για τα περαιτέρω.

Πραγματική σημασία της λέξης:
Ρουφιάνος είναι ο αναλώσιμος άνθρωπος που εκτελεί μια ποταπή αποστολή για λογαριασμό άλλου, ώστε να μην εκτεθεί ο εντολέας του. Ο αχυράνθρωπος.

Συνηθέστερες αποστολές του ρουφιάνου είναι:
- η νύξη για σύναψη παράνομης ερωτικής σχέσης χωρίς να εκτεθεί ο εντολέας (βολιδοσκόπηση).
- η έκφραση απειλών, ο εκφοβισμός.
- η προβοκάτσια

Να σημειωθεί ότι μέχρι πριν όχι και τόσα πολλά χρόνια, η λέξη χρησιμοποιείτο με την σωστή έννοια...

Και τώρα μπορώ να το πω: Μπαμπινιώτη σε έσκισα!
Ένα όνειρο ζωής έγινε πραγματικότητα!

  1. - Με μια δεκάρα κάλπικη χίλιους ρουφιάνους βγάζεις. (= αναλώσιμα ανθρωποειδή)

  2. - Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι! (δηλαδή μεταφέρουν τα λόγια των αφεντικών τους)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται ο φέρων κολλώδη γέλη στο μαλλί για λόγους κομμωτικού ελέγχου και δεν συμμαζεύεται.

Εκ του gel < Γαλλικό gélatine («ζελές») < Λατινικό gelare («παγώνω») το οποίο συγγενεύει με το Ελληνικό ύαλος («γυαλί»). Ο νεολογισμός γέλη αποτελεί πρόσφατο αντιδάνειο.

Η λέξη gel χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με κομμωτική έννοια το 1958.

- Εν παραλλήλω λάνσαρε στο σανίδι και τον πρώτο Ιουστινιανό με... τζελαρισμένο μαλλί! Τώρα οι ιστορικοί όλου του κόσμου σηκώνουν τα χέρια ψηλά, αλλά η κυρία Μιμή Ντενίση συνεχίζει απτόητη το ερευνητικό της έργο και βγάζει στη φόρα πτυχές της βυζαντινής ιστορίας που μόνο εκείνη θα μπορούσε να φαντασθεί.
(από εδώ)

- όσο μεγάλο πούτσο και να έχει, ξέρω ότι αν κάνω μαζί του δεσμό σε δέκα το πολύ χρόνια θα έχω φορτωθεί μια επαρχιώτισσα αδερφή στο κανάλι, με προγούλια και τζελαρισμένα καρφάκια στο κεφάλι, να κουνιέται, να προσπαθεί να κάνει την σπουδαία, όπως όλοι οι επαρχιώτες γαμιάδες, πουλάνε αντριλίκι, στην αρχή, επειδή μετά, έχουνε καιρό, να προκαλέσουνε πολλαπλούς εμετούς, με τις εμετικές, εμετικές, εμετικές τους συμπεριφορές...
(από εδώ)

- κι ο φλώρος δεν ήξερα πως είναι πουλί, νόμιζα πως είναι γκομενάκι από τα ΒΠ με τζελαρισμένο μαλλί και ριγέ πουκάμισο! (από εδώ)

Για τζελαρισμένες πιπες (από Vrastaman, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

To «κανένα πρόβλημα», το no problem στα σλαβικά. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα από ανθρώπους που έχουν έρθει σε επαφή με σλαβική κουλτούρα, ας πούμε Βορειοελλαδίτες, το Πονηρόσκυλο και τον Χανκ.

Μόδιστρος σε πιμί: Σου άλλαξα λίγο τον τίτλο, για να ταιριάζει καλύτερα με τα ειωθότα του σάιτ.
Σλάνγκος: Οκ, νέμα προμπλέμα!

Got a better definition? Add it!

Published

Στένσιλ (stencil) ή στένσιλ γραφίτι είναι η τελευταία λέξη στον σημειολογικό ανταρτοπόλεμο μέσα στις μεγαλουπόλεις της Δύσης, τελευταία δε εξαπλώθηκε και στην Ελλάδα.

Τι είναι και πώς γίνεται

Είναι μια τεχνική graffiti με σπρέι και χαρτόνι που είναι κομμένο σύμφωνα με κάποιο σχέδιο ή κάποια γράμματα (σχηματίζεται έτσι στο χαρτόνι το αρνητικό του σχεδίου, βλ. εικόνα 2). Όταν ο στενσιλάς ψεκάζει με σπρέι πάνω από το χαρτόνι, το χρώμα βάφει τον τοίχο εκεί που το χαρτόνι είναι κομμένο δημιουργώντας έτσι το σχέδιο σε θετικό (εικόνα 1). Πιο πολύπλοκα στένσιλ γίνονται χρησιμοποιώντας περισσότερα χρώματα και χαρτόνια με διαφορετικά σχέδια.

Η δυσκολία στο κόψιμο κάποιου σχεδίου στο χαρτόνι είναι ότι κάποια σημεία του σχεδίου (τα νησιά) είναι απομονωμένα και σύμφωνα με το σχέδιο δεν θα στηρίζονταν κανονικά από πουθενά (π.χ. κόβοντας το όμικρον, πρέπει στο χαρτόνι να μείνει το στρογγυλό κενό στο εσωτερικό του). Το πρόβλημα αυτό λύνεται αφήνοντας μικρά κομμάτια χαρτονιού (τις γέφυρες) που ενώνουν τα απομονωμένα μέρη με το υπόλοιπο μέρος του χαρτονιού (βλ. εικόνα 3).

Πότε γίνεται η εξόρμηση και με ποιον τρόπο

Πιο εύκολα (και με περισσότερο χαβαλέ) γίνεται κατά ομάδες και χρειάζεται συνήθως δύο άτομα τουλάχιστον, το ένα να κρατάει το χαρτόνι σταθερό στον τοίχο και το άλλο να ψεκάζει. Το ψέκασμα πρέπει να γίνει σωστά, έτσι ώστε να μην πέσει πολύ χρώμα που θα αρχίζει να στάζει και θα χαλάσει το σχέδιο. Το κάνουμε τη νύχτα και με προσοχή να μην μας πάρουν πρέφα, αφού το στένσιλ είναι παράνομο. Χρήσιμα είναι τα πλαστικά γάντια μιας χρήσης, αλλιώς τα χέρια θα γίνουν ένα με το χρώμα του σπρέι σε χρόνο μηδέν.

Χαρακτήρας και θέματα

Το stencil στην Ελλάδα είναι γενικά τέχνη του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου και ως τρόπος έκφρασης αντιδρά στη μονοπώληση των δημοσίων χώρων από την διαφημιστική προπαγάνδα. Ειδικά μετά τον εξοστρακισμό της 6ης Δεκεμβρίου του 2008 το στένσιλ έγινε όπλο της νεολαίας ενάντια στην στην κρατική αυθαιρεσία.

Ο γνωστότερος καλλιτέχνης του stencil είναι ο Βρετανός Banksy.

(από άρθρο της «Ελευθεροτυπίας»)
«Δείγματα στένσιλ γκραφίτι έχουν κάνει εσχάτως την εμφάνισή τους σε διάφορα σημεία της Αθήνας, ακολουθώντας κατά πολλούς μια πολύ δημοφιλή σήμερα τάση σε μητροπολιτικά κέντρα όπως το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη. Στην Κηφισίας, στο Βύρωνα, στην Κολοκοτρώνη, και βεβαίως στα Εξάρχεια, το εξασκημένο και μη μάτι ανακαλύπτει το αποτέλεσμα που απορρέει από τη χρήση ενός πατρόν κι ενός σπρέι.»

(Από εδώ)
«Ποιος είναι ο Blek le Rat; Ο «μπαμπάς» του στένσιλ, της μαυροντυμένης, μινιμάλ εκδοχής του γκράφιτι. Ένας κατ’ επάγγελμα αρχιτέκτονας που μετέτρεψε μια παλιά τυπογραφική τεχνική, σε τέχνη του δρόμου.»

(Από άρθρο της «Ελευθεροτυπίας»)
«Ανεξάρτητα από το αν είναι τέχνη, διαμαρτυρία ή απλώς ένα «κοιτάξτε, υπάρχω κι εγώ», το στένσιλ γκραφίτι μάς παρέχει μερικές από τις πιο παθιασμένες και ανατρεπτικές εικόνες του καιρού μας. Κομίζει ειδήσεις που μόνο στους τοίχους της πόλης θα μπορούσαν να εμφανιστούν.»

(Από την Βίκιπαιδεία)
«To στένσιλ, στα ελληνικά διατρυτό επειδή φτιάχνεται από ένα διάτρητο πρότυπο, συνήθως από χαρτόνι η άλλα υλικά που διαπερνούνται δύσκολα από χρώμα, χρησιμοποιείται για να δημιουργηθούν συγκεκριμένα σχέδια γκράφιτι (γράμματα,σύμβολα, μορφές, ή σχέδια) κάθε φορά που χρησιμοποιείται (μπορεί να χρησιμοποιηθεί πάνω από μια φορά έχοντας το ίδιο αποτέλεσμα). Η τεχνική στένσιλ στην εικαστική τέχνη αναφέρεται επίσης ως pochoir.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mode αγγλιστί είναι ο τρόπος, η μορφή συμπεριφοράς (<λατ. modus, βλ. modus vivendi, μόδα). Συναντάται συχνότατα στα προγράμματα των υπολογιστών και υποδηλώνει ότι μια εφαρμογή δουλεύει με έναν συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας από τους πολλούς με τους οποίους έχει εφοδιαστεί από τον σχεδιαστή της, με σκοπό να προσαρμοστεί καλύτερα στις συγκεκριμένες περιστάσεις και τις απαιτήσεις του χρήστη και να αποφέρει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα (βλ. safe mode των windows, edit mode στις βιντεοκάμερες κοκ).

Σλανγκικώς, την έκφραση χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε πως έχουμε εισέλθει σε έναν τρόπο συμπεριφοράς και επιλογών διαφορετικό από τον συνηθισμένο μας διότι, είτε οδηγηθήκαμε από εξωτερικά ερεθίσματα, είτε παρακινηθήκαμε από μια εσωτερική παρόρμηση που μας άλλαξε την ψυχολογία. Η καινοφανής αυτή συμπεριφορά μας μάλλον πρέπει να θεωρηθεί προσωρινή και λογικά τερματίζεται όταν οι καταστάσεις ομαλοποιηθούν, όταν μας περάσει το σκάλωμα που φάγαμε ή, αλίμονο, όταν μας κόψουν όλοι από φίλο.

  1. - Καφεδάκι, τσιγαράκι, μάτι τα περαστικά παστάκια... Αυτή είναι ζωή ρε φίλε...
    - Ξέρεις ότι απαγορεύεται γενικώς το κάπνισμα από το καλοκαίρι ε;
    - Τι μου σπας τ' αρχίδια τώρα; Δε βλέπεις που μόλις ρούφηξα την πρώτη γουλιά μπήκα σε μοντ χαλαρουά;
    - Νταξ ρε φιλαράκι, με συγχωρείς...

  2. - Πού είσαι ρε κολλητέ, πού σε βρίσκω;
    - Στο δρόμο, τρέχω, λέγε!
    - Εεε, τίποτα μωρέ, είμαι κέντρο κι έλεγα να βρεθούμε για καφεδάκι...
    - Αποκλείεται, ήρθε η τελική παραγγελία και τρέχω σαν πούστης...
    - Πότε θα σε δούμε επιχειρηματία μου;
    - Όταν τελειώσω. Τώρα είμαι σε μοντ παλαβομάρας, ούτε σπίτι μου πάω, στο εργοστάσιο κοιμάμαι, γάμησέ τα...
    - Καλά ρε συ, θα πάω να βρω τα παιδιά από το προηγούμενο παράδειγμα...

  3. - Ρε συ, τι σλανγκοσπέκουλα παίζει με τα λήμματα στο slang.gr;
    - Δηλαδή;
    - Από 9967 το πρωί έχουν φτάσει 9992 το απόγευμα και έχουν κολλήσει εκεί!
    - Σλανγκοΐντρικα! Νομίζουν ότι ο ρουμάνος θα δώσει κανένα βραβείο στον 10000ό κι έχουν μπει όλοι σε μοντ αναμονής με έτοιμο λήμμα...
    - Εγώ πιστεύω ότι οι σέρνερ του σάιτ δεν είναι έτοιμοι για τόση λημματολάσπη. Θα γίνει Y2K! Ο ουρανός θα πέσει στα κεφάλια μας! Μετανοείτε!
    - Α ρε Αφελίμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλοτάτου επιπέδου, της εσχάτης υποστάθμης. Απαντάται στη φράση «λούμπεν προλεταριάτο».

Παράγωγο: λουμπεναριό.

Πάλι με το Βρασίδα και την Κούλα βγήκαμε και καταλήξαμε σε μια παρακμιακή ταβέρνα στις Κουκουβάουνες, που τραγούδαγε ένα σκυλί και η πελατεία ήτανε λες κι είχε βγει από τον Κορυδαλλό. Εντελώς λούμπεν κατάσταση μιλάμε.

Επιστροφή στις κλασικές αξίες "Λούμπεν" των Χατζηφραγκέτα. (από Khan, 19/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλοί «πρωτόγονοι» πολιτισμοί στην Αφρική, την Ασία, την Αμερική, αλλά και την Ευρώπη, επιδόθηκαν στο «κυνήγι κεφαλών», το οποίο θεωρούνταν γκαγκάν τρόπος ταπείνωσης για τον νεκρό αντίπαλο (κάτι που επιζεί φυσικά ακόμα και σήμερα σε όλους τους πολιτισμούς, μήπως η σκύλευση των νεκρών έχει σταματήσει;), όσο και τρόπος απομύζησης της ψυχικής δύναμής του που κατοικοέδρευε εκεί. Τα κεφάλια αυτά, ως γνωστόν αποθηκεύονταν, ταριχεύονταν, σμικρύνονταν με διάφορους τρόπους και λειτουργούσαν ως τρόπαια.

Στη Β. Αμερική, η πρακτική πολλών φυλών ήταν να κρατούν μόνο το επάνω μέρος της κεφαλής, τριχωτό ή φαλακρό, καθώς θεωρούσαν ότι η ψυχή βρισκόταν στα μαλλιά. Με αυτά τα σουβενίρ διακοσμούσαν οι πολεμιστές και τα όπλα τους, με πιο κλασικό βέβαια το τόμαχωκ.

Απ' ό,τι διαβάζω, όμως, το scalp δεν είναι ινδιάνικη λέξη αλλά έλκει την προέλευσή της μάλλον από σκανδιναβική ρίζα που σήμαινε δερμάτινη πλάκα ή φολίδα σε ψάρι ή ερπετό.

Στην αγγλική σλανγκ, υπάρχει ως ρήμα «to scalp s'one» και σημαίνει «πουλάω στη μαύρη αγορά», - το ανάλογο ελληνικό -γδέρνω, πουλάω πιασοκωλέ.

Όλ' αυτά φυσικά χωρίς να είμαι ειδικός.

H φράση έχει περάσει και στην καθ' ημάς σλανγκ ως «παίρνω το σκαλπ κάποιου». Καμιά φορά - ακόμα σπάνια πάντως - χρησιμοποιείται και με την έννοια της αγγλικής σλανγκ - τη μαυραγορίτικη. Επειδή, όμως, η φράση στα ελληνικά πρέπει να πέρασε μέσα από τα καουμπόικα και κυρίως τα «Λούκυ Λουκ», όπου, στα τελευταία ειδικά, κάτι γραφικοί Ινδιάνοι ζητούσαν από τον κόσμο να του πάρουν λιγάκι το σκαλπ, κυριολεκτικά, η ελληνική σλανγκ χρησιμοποιεί τη φράση μάλλον για να δηλώσει ταπείνωση του αντιπάλου, ολοκληρωτική αναίρεση των επιχειρημάτων του, πλήρη συντριβή του.

Ως «ζητάω το σκαλπ», η φράση σημαίνει ζητάω / παραγγέλνω την «καρατόμηση» κάποιου, πχ την απομάκρυνσή του από αξίωμα. Το να ζητάει κανείς το κεφάλι κάποιου ως απόδειξη της εξόντωσής του από τον φέροντα την κεφαλή, υπήρξε πανανθρώπινη πρακτική. Στην Άγρια Β. Αμερική, σε κάποια φάση φαίνεται ότι όλες οι πλευρές παράγγελναν τα σκαλπ των άλλων πλευρών και πλήρωναν γι' αυτό, ξόφλαγαν μ' αυτό, εντέλλονταν πληρωμές μ' αυτό κλπ...

παραδέιγματα από νετ

  1. Φέτος [πέρυσι] στο Σουκρού Σαράτσογλου της Κωνσταντινούπολης η Φενέρ έχει πάρει τα σκαλπ των Αϊντχόβεντ, ΤΣ.Σ.ΚΑ. Μόσχας, Ίντερ, Σεβίλλης και τώρα Τσέλσι…

  2. ΤΟ… ΣΚΑΛΠ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΖΗΤΗΣΕ Η ΝΤΟΡΑ!

  3. Βρίσκεις την καημένη την κοπελίτσα που έχει ρομαντική ψυχούλα και μπήκε να γράψει ένα ποιητικό σχόλιο κάπου [σε κάποιο blog] και της παίρνεις το σκαλπ επιτόπου. Σατανικό.

  4. Τωρα για το xcara an exei 0-100 9.7 εγω θα παω εσωκλειστος στο αγιο ορος χαχα ακου 9.7. Και κατι τελευταιο εν κινηση με δευτερες τριτες παιρνω το σκαλπ σε οποιδηποτε 1.6 Xcara.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ το γαλλικό ''je t' aime'', δηλώνει το έτερόν μας ήμισυ (την περίοδο που το έχουμε σε εκτίμηση).

Συνώνυμα, λέξεις όπως: η έτσι, το αμόρε, το αίσθημα.

Στείλτε τώρα μήνυμα με το ονοματεπώνυμό σας και κερδίστε μια διπλή πρόσκληση για να πάρετε το ζετεμάκι σας στην συναυλία του Carlos Santana!!!

Gainsbourg & Birkin: Je t\'aime! (από Hank, 04/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη νταγλαράς, ή νταγκλαράς, ετυμολογείται από την τούρκικη λέξη dοgli (ορεσείβιος), που προέρχεται από την επίσης τούρκικη λέξη dag (βουνό).

Η λέξη dag (βουνό), παραπέμπει σε πολύ ψηλό και άχαρο άνθρωπο (ταβανόσκουπα), ενώ η λέξη dogli (ορεσίβιος), παραπέμπει σε κάποιον που, ενώ μπορεί να ζει στην πόλη, εντούτοις άγεται και φέρεται λες και ζει στα βουνά, σαν ορεσίβιος (φέρεται άγαρμπα, άκομψα, ατσούμπαλα, δεν έχει λεπτούς τρόπους, κλπ).

Εκφέροντας λοιπόν τον όρο, αναφερόμαστε σε έναν πολύ ψηλό και άχαρο άνθρωπο, σε έναν κρεμανταλά.

Ο όρος, έχει αντίστοιχη σημασία με τη λέξη μαγκλαράς.

Τα σπεκια στον φίλο Hank που το ανέβασε στο Δ.Π. αλλά και στον φίλο baznr, που μου το είχε προτείνει τις προάλλες, εδώ.

  1. Νά 'ναι καλά όπου και να βρίσκεται ο νταγλαράς που έβαλε πλάτη ανάμεσα στο μπάτσο και την είσοδο της πολυκατοικίας. Προλάβαμε να χωθούμε μέσα και γλυτώσαμε.
    Δες

  2. Νταγλαράς, δύο μέτρα, εκατό κιλά και με δέκα νταν, να διαλύω τα αυτοκίνητα και να ρίχνω και δυο γερές σε όποιον μου ζητάει τα ρέστα.
    Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified