Further tags

Πρόκειται για την αρχή ότι ένα άτομο αποκτά βαθιά γνώση ενός γνωστικού αντικειμένου, όταν βρίσκεται γεωγραφικά ή χωροταξικά κοντά σ' αυτό.

Η αμερικλανιά αυτή καθιερώθηκε όταν η υποψήφια των Ρεπουμπλικάνων για την αντιπροεδρία στις πρόσφατες εκλογές, κυβερνήτης της Αλάσκα Σάρα Πέιλιν (Sara Palin), αυτοαναγορεύτηκε σε βαθύ γνώστη των αμερικανορωσικών σχέσεων, δικαιολογώντας το με το ότι «η Aλάσκα άλλωστε βρίσκεται πολύ κοντά στην Ρωσία».

Σύμφωνα με το φαινόμενο Σάρα Πέιλιν, νέος Διοικητής της Τροχαίας Θεσ/νίκης πρέπει να τοποθετηθεί ένα από τα βε της οδού Δωδεκανήσου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την άνευ προηγουμένου αξιοζήλευτη κωλοφαρδία που έχουν ορισμένα άτομα στο να βρίσκουν ελεύθερες γαμάτες θέσεις παρκαρίσματος.

Η ιδιότητα αυτή μπορεί να αποδοθεί όχι μόνο στον οδηγό, αλλά και σε επιβάτη του οχήματος.

Όποτε πάω μόνος μου στο Cosmos, παρκάρω τέρμα θεού. Όσες φορές όπως πήγα με τη Λάουρα, πάρκαρα πρώτη μούρη στην πύλη με τα δελφίνια. Μιλάμε, η τύπισσα έχει φοβερό πάρκιν κάρμα.

(από BuBis, 19/08/09)(από BuBis, 19/08/09)(από BuBis, 19/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το φαινόμενο όταν ένα γενικά ήρεμο άτομο αναγκάζεται να υψώσει τον τόνο της φωνής του και να φωνάξει δυνατά. Πρόκειται για το αντίστοιχο της χρησιμοποίησις της caps lock λειτουργίας στον ψηφιακό κόσμο.

Χθες η Λάουρα με έκανε έξω φρενών και αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω την caps lock φωνή μου για να τη βάλω στη θέση της. «ΟΤΑΝ ΚΑΠΝΙΖΕΙ Ο ΛΟΥΛΑΣ, ΕΣΥ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΙΛΑΣ», της είπα, για να καταλάβει ποιος είναι ο άντρα.

(από Galadriel, 11/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμερικλανιά, συντομογραφία που χρησιμοποιείται σε φόρα και τσατ ρουμς για το «men for men», δηλαδή άνδρες που ψάχνουν άνδρες. Υπάρχει και το «w4w», δηλαδή «women for women» για γυναίκες που ψάχνουν γυναίκες.

Ο Νώντας με τον Bernie γνωρίστηκαν στο London m4m και έγιναν πολύ πετυχημένο ζευγάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη συγχώνευση των λέξεων DVD και νταηλίκι και χαρακτηρίζει την κατάσταση κατά την οποία κάποιος προσπαθεί να επιβάλει τη θέλησή του επί άλλου ατόμου, προς θέαση συγκεκριμένων DVD της αρεσκείας του ιδίου και χωρίς να λογαριάζει τη διάθεση ή τις προτιμήσεις του άλλου.

(Καυλαγόρας προς Λάουρα με caps lock φωνή)
- Όχι, δεν έχω δει το «Fuck and the Village». Είμαι σίγουρος ότι έχει φανταστικό σενάριο, υπέροχο καστ, αλλά δεν προτίθεμαι να δω και τα 60 επεισόδια. Το ντιβινταηλίκι να το πουλήσεις αλλού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H κατάχρηση της ιντερνετικής φράσης lol (laugh out loud), oδήγησε στη θεωρία ότι μπορούμε να την παρεμβάλουμε σε κάθε πρόταση για να την κάνουμε πιο εύθυμη ή για να μειώσουμε τη σοβαρότητά της.

  1. Γιατρός: - Έχετε καρκίνο στο παχύ έντερο lol, πρέπει να χειρουργηθείτε.

  2. INBI: Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το σώμα μου lol

  3. Καυλαγόρας προς Λάουρα: - Θα με παντρευτείς; lol

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέθοδος «γραψίματος» των λεγομένων ενός τρίτου, cheap + bookmark.

— Γιάννη με άκουγες τόση ώρα ή τσιμπούκμαρκ; (κλασσική κρεβατοζμπαζμπουτσιά)
— Ναι αμίιι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα ιντερνετικά omg και λολ, αντίδραση που έχει περάσει και στον προφορικό λόγο και χρησιμοποιείται κυρίως από τύπους που λιώνουν στις ντότες και δείχνει έκπληξη (το ομιτζί) μπροστά σε κάτι μάλλον αστείο (τα τρία λολ).

Ο αριθμός των απαιτούμενων λολ ποικίλλει, αρκεί να στέκει μετρικά η πρόταση, αλλά το ομιτζί δεν μπορεί να αντικατασταθεί από το ομιφιτζί.

Όταν το λολ αντικατασταθεί από το εφεφές (ffs, σύντμηση του for fuck's sake), η αντίδραση περιέχει και μια εσάνς αγανάχτησης, αλλά όχι και με πολλά χι. Σε αυτήν την περίπτωση η ποσότητα των εφεφές είναι αδιευκρίνιστη, ίσως γιατί, σε αντίθεση με τα λολ, τα εφεφές (πίλσεν) είναι μη μετρήσιμη ποσότητα.

Βλέπε και lol theory.

  1. - Είδα το Μήτσο το μεταλά σε πανηγύρι να ακούει Χριστοδουλόπουλο.
    - Ομιτζί και δεκαεφτάμισι χιλιάδες λολ!

  2. - Κόπηκες Υδροπνευματικούς Δονητές ΙΙ.
    - Ομιτζί και εφεφές. Πότε θα γίνω μάνα;;

  3. (τραγουδιέται κατά το οκέι γιες του Γιάννη στους Απαράδεκτους)
    Ομιτζί και εφεφές,
    Σ' είδα στο Σύνταγμα εχτές.
    Ομιτζί και τρία λολ,
    Πλακώθηκα στα παναντόλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Βραβείο Πούλιτζερ είναι μια αμερικλάνικη βράβευση για επιτεύγματα στην δημοσιογραφία, την λογοτεχνία και την μουσική σύνθεση. Δημιουργήθηκε από τον εκδότη Ιωσήφ Πούλιτζερ και χορηγείται από το Columbia University στη Νέα Υόρκη (Βλ. και το επίσημο σάιτ). Χαουέβερ, η ηχητική του ομοιότητα με το πουλί ως συνώνυμο του μπαργαλάτσου, άλλως με τον πούλο, έχει οδηγήσει σε σλανγκική εναλλακτική χρήση του.

  1. Είναι το βραβείο που απονέμεται σε όποιον έχει λαμπρή επίδοση στην γενετήσια δραστηριότητα κυρίως ως παθητικός ερωμένος /-η. Χρησιμοποιείται και ως ύβρις. Το παίρνω το Βραβείο Πούλιτζερ ισοδυναμεί με το παίρνω τον πούλο με την σημασία του συνουσιάζομαι, τον παίρνω, τον παίρνω και γέρνω. Επίσης αποτελεί συνώνυμο του Kavli Prize (βραβείο Καυλί), δηλαδή του βραβείου που απονέμεται ειρωνικά για έξοχη γενετήσια δραστηριότητα συμπεριλαμβανομένης κατεξοχήν της μαλακίας. Με αυτήν την σημασία έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος κυρίως από τον αστειάτορα Γιώργο Μητσικώστα. Κατά δε τον λημματονουνό Κνάσο, πρόκειται και για ευφημισμό. Κατά την έκφρασή του: «Εδώ για να μετριαστεί η ντροπή παρομοιάζεται με βραβείο ο πούλος, όπως οι Ολυμπιακοί το 2004 είχαν την εθνική περηφάνεια αντί για το τρώμε με χρυσά κουτάλια».

  2. Η κυρίως σημασία του «παίρνω τον πούλο» είναι φεύγω. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτη πληροφορία, πρόκειται για παραφθορά του παίρνω τον πίλον, δηλαδή παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω (πίλος= είδος καπέλου), με παρετυμολογική έλξη από τον πούλο, στην οποία όμως ετυμολογική εκδοχή δεν θα έδινα την πλήρη συγκατάθεσή μου. Οπότε το παίρνω το Βραβείο Πούλιτζερ λειτουργεί ως μία από τις πολυάριθμες παραλλαγές του παίρνω τον πούλο , όπως γίνομαι πουλόπουλος (τραγουδιάρικο- πελλοπονjήσιο), παίρνω τον πουλόδρομο, γίνομαι τομπούλογλου (τουρκική εσάνς), παίρνω τον μπούλο στο μπαούλο, τον πούλο αρμ (στρατιωτικώς), παίρνω τον πούλο τον τρεχάτο, παίρνω τον πούλοβιτς (γιουγκοσλαβική εσάνς).

Ασίστ: Κνάσος.

  1. Η Καυλάουρα πήρε Βραβείο Πούλιτζερ για το σύνολο της καριέρας της.

  2. Άντε, πήγε δύο η ώρα. Καιρός να πάρουμε το Βραβείο Πούλιτζερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Πινόκιο είναι ένα ξύλινο ανθρωπάκι, δημιούργημα του ξυλουργού Τζεπέτο. Το όνομά του προέρχεται από το πινέζα (pin) και μάτι (occhio, στα ιταλικά). Ο Πινόκιο είχε μια μακριά μύτη που όταν έλεγε ένα ψέμμα, μεγάλωνε περισσότερο. Πολλές φορές, αναγκαζόταν να πει ένα νέο ψέμμα για να καλύψει ένα προηγούμενο και τότε η μύτη του μεγάλωνε τόσο, που μπορούσε να χωθεί ανάμεσα στα βυζιά της συνομιλήτριας του. Σύντομα, το όνομα του Πινόκιο, έγινε συνώνυμο του ψεύτη.

Ο Πορνόκιο, που αποτελεί και το λήμμα μας, είναι όποιος ψεύδεται περί των ερωτικών επιτυχιών και των σεξουαλικών κατορθωμάτων του, δηλαδή ο ψεύτης του σεξ.

— Σου είπε ο Καυλαγόρας για το μαραθώνιο σεξ που έκανε όλη νύχτα με μια τύπισσα που έβγαλε στο μπαρ;
— Ναι, μόνο που η τύπισσα έφυγε από το μπαρ με άλλον όταν ο Καυλαγόρας είχε πάει να ξεπαρκάρει.
— Α τον Πορνόκιο!

o ορίτζιναλ Πινόκιο (από allivegp, 20/08/09)πες μου ψέμματα, Πινόκιο! (από BuBis, 21/08/09)Πεσ\'το ψέματα... (από MXΣ, 31/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified