Ας φεύγουμε σιγά-σιγά.
- Άντε, Πολύ κάτσαμε! Andiamo κούτσα-κούτσα...
Ας φεύγουμε σιγά-σιγά.
- Άντε, Πολύ κάτσαμε! Andiamo κούτσα-κούτσα...
Got a better definition? Add it!
(από το αγγλικό touch) Επαφή σεξουαλικού χαρακτήρα.
- Συναντηθήκαμε απογευματάκι, αλλά το τατσικό έγινε χαράματα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκ του αγγλικού adaptor. Οι ορισμοί που δίνουν τα λεξικά είναι προσαρμοστής ή προσαρμογεύς ή και προσαρμογεύς ρευματολήπτου. Επεξηγούν δε ενίοτε ότι πρόκειται για βύσμα συνδέσεως το οποίο χρησιμοποιούμε όταν οι ακροδέκτες του βύσματος που έχουμε δεν είναι συμβατοί με τις υποδοχές της πρίζας όπου πρέπει να μπει.
Ακριβώς επειδή όλα αυτά είναι εξαιρετικά μπερδεμένα λέμε αντάπτορας και καθαρίζουμε τη θέση μας. Ο αντάπτορας είναι ένα μαραφέτι που έχει την σωστή υποδοχή για να πάρει την αρσενική πρίζα που διαθέτουμε αλλά και τα σωστά γκαβλιτσέκια για να μπει στη συνέχεια στη θηλυκή πρίζα που είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε.
Ο όρος USB αντάπτορας είναι απολύτως καθιερωμένος.
- Αγάπη, πήρες αντάπτορα για το λάπτοπ για το Λονδίνο;
- Πήρα έναν για το κινητό ... δεν πήρες όμως κι εσύ;
- Εγώ πήρα τέσσερις αλλά να πάρεις κι εσύ τους δικούς σου ...
- Τέσσερις; Γιατί τέσσερις αντάπτορες ρε Βούλα; Και γιατί να μην πάρω κι εγώ έναν απ'αυτούς;
- Έ, χρειάζονται ... Ένας για τοn φορτιστή του κινητού, ένας για το σιδεράκι, ένας για το σεσουάρ, κι ένας για το Silkepil ...
- Δηλαδή, για να καταλάβω ... την ώρα που θα φορτίζει το τηλέφωνο τη νύχτα εσύ συγχρόνως θα σιδερώνεις, θα στεγνώνεις τα μαλλιά σου και θα μαδάς τις τρίχες απ'τα πόδια σου ...
- Ε, δεν ξέρεις πώς έρχονται τα πράγματα ... κι ύστερα να ψάχνω να βρίσκω αντάπτορα ενώ βιάζομαι ...
- Ναι, ΟΚ, καλύτερα να ψάχνεις να βρεις πρίζες για τους τέσσερις αντάπτορες ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφέρεται στη χρήση μαραφετίου που κουβαλάνε κάποιοι μπατσούληδες. που προσέχουν τα άμυαλα παιδιά που κάνουν πορείες. Η εν λόγω συσκευή εκτοξεύει δακρυγόνο σε μικρή απόσταση και θυμίζει, σε μάλλον ελεύθερη διασκευή, το κλασσικό ψεκαστήρι με το έμβολο και τον κύλινδρο μπροστά, που αγαπήσαμε όλοι μας μέσα από τις ταινίες του Βέγγου. Δίνει μια εύθυμη και καλτ διάσταση στα τεκταινόμενα στις διαδηλώσεις.
- Και κει που φωνάζαμε «μη μ'αφήνετε να ξενερώνω, δακρυγόνο, δακρυγόνο», με φλιτάρει ένας ματατζής στη μάπα, τρώω όλο το χημικό κι έρχομαι στα ίσα μου.
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Ομάδα φουσκωτών. Συνήθως οι σεκιουριτάδες σε συναυλία, μπράβοι νυχτομάγαζου, επαγγελματίες τραμπούκοι κλπ. Λέγεται όμως και για τους ζόρικους ματατζήδες.. Ειρωνικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για παρέα νεαρών που περιφέρονται με το ζωνάρι λυμενο για καυγά και καταλήγουν να τις μαζεύουν αυτοί.
Πλάγια αναφορά στο Dream Team.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που ασχολείται με το μπόντι μπίλντινγκ. Όχι βέβαια ο καθένας, αλλά ο φουσκωτός που σηκώνει όλον τον πάγκο, παίρνει πρωτείνες, αμινοξέα, κρεατίνες, στεροειδή, αναβολικά κτλ... Χαριστικά (επειδή είναι καλά παιδιά) λέγεται και για αυτούς που εξασκούν το άθλημα σε πιο ήπια μορφή. Όσο δε για αυτούς που κάνουν μπόντι μπίλντινγκ αλλά ανήκουν στην κατηγορία φτερού, μόνο γέλιο μπορεί να προκαλέσει ένας τέτοιος (αυτό)χαρακτηρισμός τους...
Συνώνυμα: μποντέος, σφίχτης, σφίχτερμαν, πρησμένος, σβάρτσος.
- Ρε, σ' αυτό το γυμναστήριο που ήρθαμε όλοι είναι μποντιμπιλντεράδες... Πάρε τον άλλον, διακόσια κιλά πάγκο σηκώνει...
- Μαλακία κάναμε ε; Καλά, γάμα το γυμναστήριο και πάμε σπίτι μου να πιούμε καμιά μπύρα, να παραγγείλουμε και καμιά πίτσα... Αφού εμείς μόνο για μπυροκοιλιακούς είμαστε!
- Τι γίνεται αγόρι μου, ούτε τα πεντάκιλα δεν σηκώνεις στους δικέφαλους; Τι μποντιμπιλντεράς είσαι συ;
- Δεν μπορώ...
- Σφίξου!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γαλλίζουσα εκδοχή του αξιαγάμητος/-η. Ηπιότερη διατύπωση που χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας ή/και παντρεμένες κλπ. Περιέχει ισχυρή δόση συγκατάβασης.
- Τι έγινε, Μαράκι; Βγήκατε με τον έτσι; Πώς ήταν;
- Να σου πω, χρυσό μου... Κρεβατάμπλ, απολύτως κρεβατάμπλ... Αλλά, βρε, δεν έχει μία... Κι εγώ, ξέρεις, κυττάζω πια να αποκατασταθώ...
Βλ. και γαμισάμπλ, αξιαγάμητος/-η, γαμήσιμος, ευγάμητος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τύπος ο οποίος νομίζει οτι είναι και καλά ραπ, επειδή ακούει 50 Cent και Goin' Through, φοράει πέντε αλυσίδες, καπέλο του μπέιζμπολ, φανέλα ΝΒΑ και παντελόνι τόσο φαρδύ που χωράει και στο ένα μπατζάκι. Συχνάζει σε μπιλιαρδάδικα και καφετέριες όπου προσπαθεί μονίμως να επιδεικνύεται πουλώντας μούρη σ' όλον τον κόσμο (και κυρίως στις γκόμενες).
- Άσε ρε, χτες ξενέρωσα πολύ. Πήγα με την γκόμενα για καφέ και στο δίπλα τραπέζι καθόταν μιά παρέα Κινέζικα ραπόνια. Μου τα πρήξαν, σου λέω. Όλη την ώρα μιλάγαν για το καινούριο βίντεο κλιπ των Goin' Through.
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό scan, σημαίνει κυριολεκτικά ότι περνάω κάτι από το scanner για να το μετατρέψω σε αρχείο εικόνας του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Μεταφορικά σημαίνει ότι κοιτάζω κάποιον προσεκτικά, από την κορυφή ως τα νύχια.
- Μια χάρη θέλω, μπορείς να μου στείλεις τις παρτιτούρες του Μότσαρτ με e-mail γιατί τις χρειάζομαι σήμερα;
- ΟΚ, κάτσε να τις σκανάρω και θα σου τις στείλω σε κάνα μισάωρο.
- Τι γίνεται ρε; Πέρασα κάτω από το σπίτι σου και κάτι τύποι με σκανάρανε κανονικά... Ασφαλίτες είναι;
- Α, δεν το ξέρεις; Έχουμε μια τρελή στο ισόγειο που υποτίθεται ότι είναι βασικός μάρτυρας στη δίκη για τον ΕΛΑ. Την προστατεύουνε λοιπόν από τους ανύπαρκτους τρομοκράτες...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Από το ιταλικό mazzeranga) Απάτη, δόλος, απατεωνιά.
Επίσης, ματσαράγκας = απατεώνας
- Πάμε για μπάσκετ;
- Ξέχνα το, δεν ξαναπαίζω μαζί σου γιατί μου σπας τα νεύρα... Όλο κλαίγεσαι και κάνεις ματσαραγκιές!
(από το διαδίκτυο)
«Και για να μην λέμε πως όλα πάνε κατά διαόλου: Το γεγονός πως αυτή η ματσαραγκιά της κυβέρνησης συζητάται δημόσια σημαίνει πως -πάρα πολύ αργά ίσως- η Ελληνική κοινή γνώμη ενημερώνεται και έχει απαιτήσεις....»
- Άλλα είχαμε κανονίσει με τον γυψοσανιδά και άλλα μου ζητάει τώρα...
- Σε βρήκε στην ανάγκη ο παλιοματσαράγκας!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified