Further tags

Το πολύ δυνατό κλιματιστικό, αυτό που δημιουργεί πολικό κλίμα. Προέρχεται απο την αρκούδα και το air-condition, σε σύμπτυξη.

- Είχε βάλει στο αμάξι το αρκουδίσιον στο φουλ, ο μπαγλαμάς, και το δαγκώσαμε μέχρι να φτάσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έτσι στα greeklish. Πρέπει να είσαι 1337 για να μπορείς να το πεις. Χρησιμοποιείται και σε συνδυασμό με το ki (kietc).

etc = et + c = ετ + σι = έτσι

  • n00b was kicked by 1337us3r1 (no n00bs)

1337us3r2: lol eeeetc!!!!111oneoneelevenoneone

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελείως φαλάκρας. Ο γλόμπος. El globo στα λατινικά.

- Πώς έγινες έτσι ρε βλάκα;! Χαχαχ...
- Μου κόλλησαν τσίχλα στα μαλλιά και τα πήρα όλα γουλί. Δε γινόταν αλλιώς. Ελ γλόμπο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπινελίκωμα με μάνες. Θεωρείται το ύψιστο στάδιο ύβρεως προς κάποιον, γι' αυτό κι επιστρατεύεται σε περιπτώσεις εξέχουσας προστριβής. Χρησιμοποιείται προσεκτικά.

ΟΚ ρε φίλε, ντάξ'. Τελευταία φορά όμως. Την επόμενη θα τον αρχίσω στο μάνογουορ και δεν τον σώζει τίποτα και κανένας!

Manowar, Manowar, livin\' on the road... (από Cunning Linguist, 05/05/09)(από xalikoutis, 31/01/15)

Δες και αστοδιάλογος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος όπου συχνάζουν με τις ώρες τα starbuckακια.

- Πού θα πάμε για καφέ;
- Πάμε στην starbuckούπολη να βρούμε και τους άλλους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που δεν την μπορεί άλλο... δεν την παλεύει. Είναι χάλια, λιώμα.

Άσε μ***α, σήμερα ο καθηγητής μας είναι unpalevable σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται όταν κάποιος αναλαμβάνει την πληροφόρηση του κόσμου για οποιοδήποτε θέμα και χωρίς καμία παρακίνηση. Είναι τα αρχικά γράμματα της λέξης ρουφ-ιάνος/-α.

- Είπες στον ρουφ τον Νώντα για το δάνειο;;; Μέτρα σε πόσες μέρες θα το ξέρει όλο το χωριό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το ήμισυ λατινογενής φράση, αφού συντίθεται από το ελληνικό «σαύρα» και το ιταλικό «ραγκάτσα», που σημαίνει κοπέλα.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποια κοπέλα είναι πολύ άσχημη.

(εμπνευσμένο από πραγματικό διάλογο σε 5ήμερη εκδρομή λυκείου των Νοτίων Προαστείων)
Αγόρι σε μια κοπέλα γυρισμένη πλάτη αλλά με ωραίο σώμα: -Bella ragazza! (=ωραία κοπέλα)
Το ίδιο αγόρι όταν η κοπέλα γύρισε: -Α!(επιφώνημα φρίκης), σαύρα ραγκάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενόφερτη λέξη, εμπνευσμένη από τη διάσημη κούκλα-πρότυπο με ψιλόλιγνη σιλουέτα, ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Το πρότυπο που προτιμά ο ανδρικός πληθυσμός ως επί το πλείστον. Χρησιμοποιείται βέβαια και για κοπέλες που υιοθετούν μια ναζιάρικη-χαζοχαρούμενη συμπεριφορά, ανεξαρτήτως εμφάνισης.

Αυτή η Κλαίρη είναι σκέτη Barbie!!! Μίνι φούστα, ξασμένο μαλλί κι έξω απ'την πόρτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται και στον ενικό αριθμό το σώτο, όπως και με όμικρον, το σότο.

Συνήθως αφορά πληροφορία που διαρρέει για να την πατήσουν οι αδαείς ή οι εύπιστοι.

Έλκει την καταγωγή από την αργκό του ιπποδρόμου στον οποίο αφθονούν οι «σοτάκηδες», οι οποίοι όχι μόνο ξέρουν, αλλά και λένε, το άχαστο άλογο. Όσοι παίξουν «τρώνε το σότο».

Πιθανότατα προέρχεται από την ιταλική φράση «sotto voce» που σημαίνει «χαμηλόφωνα».

- Ρε συ, ο Θανάσης λέει να αγοράσουμε «Βαρδασιλάρη». Θα πάει 14 ευρώ.
- Αυτόν ακούς ρε; Αυτός είναι ο Αλβάρο ντε Σότο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified