Το διεθνές, large, εναλλακτικό τοπωνύμιο του Lεκανοπεδίου Αττικής. Προφέρεται φυσικά Ελέι.
- Από που 'σαι ρε φιλαράκ' εσύ; - LA μάγκα μου... - Πιο συγκεκριμένα; - Μπουρνάζ' δικέ μου...
Το διεθνές, large, εναλλακτικό τοπωνύμιο του Lεκανοπεδίου Αττικής. Προφέρεται φυσικά Ελέι.
- Από που 'σαι ρε φιλαράκ' εσύ; - LA μάγκα μου... - Πιο συγκεκριμένα; - Μπουρνάζ' δικέ μου...
Got a better definition? Add it!
Η πρωτεύουσα της Θεσσαλίας, πόλη της Λάρισας. Φυσικά εκ του La-rissa.
- Άκου πώς ραπάρει το άτομο, ε βέβαια, αφού είναι από τα γκέτο του south-central LA!!
- Έλα ρε, αμερικάνος είναι, η προφορά του είναι σαν ελληνική.
- Ποια Αμερική ρε, πας καλά; Πλάκα έκανα, south-central Λάρισα city εννοούσα... Τυρόγαλο είναι ρε!
Got a better definition? Add it!
Κοιτάω, παρατηρώ, κοιτώ επίμονα.
Κοίτα πώς σε κοζάρε αυτή εκεί στη γωνία τόση ώρα, άντε πήγαινε μίλα της!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για ευρέως διαδεδομένη λέξη η οποία σημαίνει τον υπερήλικα, με μία δηκτική ωστόσο χροιά. Σημαίνει δηλαδή τον μεγάλο σε ηλικία και ανίκανο, εξαιτίας της ηλικίας αυτής, για τα περισσότερα πράγματα.
-Όλο το βράδυ μου έκανε καμάκι ο πατέρας του Γιώργου. Δε βλέπει που δεν μπορεί να περπατήσει καλά καλά, θέλει και έρωτες το ραμολί, κατάλαβες;
Βλ. και παππουδέλι, γεροντάματα, μουστόγερος, Μαθουσάλας, λυκόπουλο, το, πίτα του παππού, πα(π)πουτσοθήκη, σαβανοκαρτέρης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ρεζίλι της κοινωνίας.
Η Ρούλα; Αυτή η ρεντικολέντζα... που παντρεύτηκε τον παππού και τον «έστειλε» την πρώτη νύχτα στα κυπαρίσσια...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αγγλική λέξη η οποία ετυμολογούμενη στα ελληνικά συνθετικά της (Lipo+san), σημαίνει τον χοντρό Γιάννη. Στη θέση του ονόματος μπαίνει οποιοδήποτε όνομα ανάλογα με την περίσταση. Ο τύπος Liposan είναι γνωστός και όλοι λίγο ως πολύ είχαμε έναν στο γυμνάσιο: χοντρός, γυαλάκιας και κατά κανόνα απουσιολόγος.
-Θα κάνεις κοπάνα 3η ώρα;
-Ναι. Πες ρε συ στο Liposan να μην μου βάλει απουσία, οκ;
-Έγινε!
Βλ. και αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, μπλαμούτσα, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς, μπόγος, ντουρντούβαλο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εθισμός στον πούτσο. Αχόρταγη προσήλωση σε οτιδήποτε έχει το τρίτο και το μακρύτερο... Όπως ο αλκοολισμός, είναι το αίτιο καταστροφής πολλών σχέσεων και οικογενειών.
Συνωνυμα: πουτσοaddicted, τσουποcholic
- Θέλω την πούτσα του Μάκη, του Σάκη, του Τάκη, του Λάκη +........+ Κωστάκη, αλλά ρε συ... θέλω και του Γιωργάκη... Ειμαι πουτσοcholic;
-Ξεκόλλααααα...
Got a better definition? Add it!
Ο πόζερος. Αυτός που δεν ξέρει από μουσική και θεωρεί μαγκιά και ψαγμένη την κολλεγειακή πανκ (και καλά) της Αμερικής. Χαρακτηρίζεται από το επιτηδευμένο χύμα στυλ ρούχων. Οι πιο κουλ τύποι έχουν την πιο περίτεχνη φράντζα και τρύπα στο μάγουλο. Συχνάζει κυρίως στα ΒΠ Αθηνών.
- Ποιοι δεν κουνιούνται καθόλου σε μια συναυλία που τα σπάει;
- Οι ημοκουράδες!!
%
Got a better definition? Add it!
Βγαίνει από τις δύο αγγλικές λέξεις fuck + run. Αυτός που πηδάει από δω κι από κει, αφού παραμυθιάζει τον ηλίθιο κόσμο με αγάπες και λουλούδια, κι όταν κάνει την δουλειά του εξαφανίζεται τυχαία επειδή ξέχασε τον θερμοσίφωνα ανοιχτό ή επειδή ο αδελφός του δεν έχει κλειδιά να μπει στο σπίτι κλπ.
Τι φακράνας ήταν αυτός ο χθεσινός! Ούτε πώς με λένε δεν ρώτησε όταν τελειώσαμε.
Got a better definition? Add it!
Ο τελείως άσχετος με πληροφοριακά συστήματα τύπος που όμως δεν το βάζει κάτω και προσπαθεί. Ο τύπος που, στο μάθημα των υπολογιστών, όταν η δασκάλα έλεγε κουνήστε το ποντίκι μπροστά στην οθόνη, το σήκωνε ψηλά και το κούναγε κυριολεκτικά απέναντι και μπροστά από την οθόνη.
Got a better definition? Add it!