Σημαίνει φύγε, ουστ, τζάζω, ξεκουμπίδια, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια κλπ.
Από το γαλλικό allez-vous en που σημαίνει το ίδιο.
Μάγκες, μπήκε ελεγκτής στο λεωφορείο, ώρα να τη κάνουμε αλεβουζάν.
Σημαίνει φύγε, ουστ, τζάζω, ξεκουμπίδια, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια κλπ.
Από το γαλλικό allez-vous en που σημαίνει το ίδιο.
Μάγκες, μπήκε ελεγκτής στο λεωφορείο, ώρα να τη κάνουμε αλεβουζάν.
Got a better definition? Add it!
Είναι ο ακατάστατος, ο ασταθής, ο από δω κι από κει.
Από το τούρκικο derbeder που σημαίνει το ίδιο.
Kαρδιά μου ντερμπεντέρισσα...
Got a better definition? Add it!
Απαξιωτικός η πειρακτικός χαρακτηρισμός για κάποιον, όπως είναι και ο φιρφιρής, ο τσιχλιμπίχλης, ο μαγλύφας, ο χλεχλές, ο μαλάκας, ο μαχλέπας, ο μαχλέμπουρας, ο γιαγλής κλπ.
Λέγεται και χεργκελές ή χεργελές.
Από το τούρκικο hergele, που σημαίνει ενοχλητικός, αντιπαθητικός, ανεπιθύμητος.
- Άντε να μου χαθείς βρε παλιοχερχελέ.
Got a better definition? Add it!
Οι νίντζα, πέρα από μαυροφορεμένοι πολεμιστές και άψογοι χειριστές σπαθιών τύπου χατόρι χάντζο, εμφανίζονται αθόρυβα, ξέρουν να χρησιμοποιούν τα αστεράκια και τα μουτσακού (βορ. Ελλ.), ή αλλιώς ροπαλάκια (θεσσαλία): πρόκειται για δύο κομμάτια ξύλο σαν λαβές από γκλοπ που συνδέονται μεταξύ τους. Άλλωστε ο καλός ο νίντζα από εκεί φαίνεται... Αν είναι όντως καλός δεν θα χτυπήσει τα αρχ@ του... Αν τα χτυπήσει θέλει κι άλλο εξάσκηση... και φυσικά από εκεί βγήκε και το «πόσα νταν έχεις» (από το αγγλικό done, διότι με την τόση εξάσκηση το επίμαχο σημείο ήταν done, δηλαδή τελειωμένο...).
Γυρνάει ο Κώστας σπίτι του με το μάτι μελανιασμένο...
- Τι έπαθες; ρωτάει η γυναίκα του.
- Μου την έπεσαν στο δρόμο να με κλέψουν.
- Και;
- Δεν βλέπεις;
- Έριξες κι εσύ καμία;
- Έριξα, αλλά ο πούστης έσκασε μύτη σαν νίντζα.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για την ακατάσχετη, την μανιακή και χωρίς οίκτο αντιγραφή κυρίως σε διαγωνισμό μαθημάτων, αλλά και σε επαγγελματικές εργασίες, σε έργα τέχνης, στην τεχνολογία κ.α., χωρίς απαραίτητα να έχει αρνητική έννοια.
Αν και παραπέμπει στο γνωστό κοπίδι (εργαλείο με κοφτερή λάμα-λεπίδα όμοια με ξυράφι), προέρχεται από την αγγλική λέξη copy που, εκτός των άλλων, σημαίνει και αντιγράφω.
Το κοπύδι είναι ο υπερθετικός βαθμός της αντιγραφής όπως είναι το κλανίδι για την κλανιά, το βρισίδι για τη βρισιά κλπ.
(εν έτει 1994)
- Μεγάλη μέρα η αυριανή!
- Ναι, το ξέρω, είναι το θερινό ηλιοστάσιο.
- Εννοώ ότι αύριο θα γράψουμε ιστορία...
- Έεερεε κοπύδι που θα πέσει!
- Όχι στο σχολείο ρε βλάκα! Θα γράψουμε ιστορία σαν έθνος, αύριο η εθνική Ελλάδος θα παίξει με την Αργεντινή τον πρώτο της αγώνα σε παγκόσμιο κύπελλο!!
- Λοιπόν, τι λέτε κ. Τεπενδρή; Θα έρθετε μαζί μας στο Σούνιο;
- Ξέρετε...
- Α! Δε θέλω δικαιολογίες σήμερα! Είναι τόσο όμορφη η μέρα έξω...
- Αχ! Το ξέρω αλλά έχω να κάνω κοπύδι στα σχέδια του Χατζηαναγνώστου για το εργοστάσιο...
Got a better definition? Add it!
Ο όρος αναφέρεται σε πιπίνια λυκειακής ηλικίας, απαραιτήτως ενδεδυμένα με σταράκια ανεξαρτήτως χρώματος, που εντυπωσιάζουν με την γλουτιαία περιοχή τους και κάνουν τον ανδρικό πληθυσμό να τις παρατηρεί από τη μέση και κάτω...
- Μαλάκα τσέκαρε ένα σταράκι που περνάει...
- Πωπω, σκέτο κωλ σταρ!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εξουθενώθηκα, ψόφησα, ταλαιπωρήθηκα.
Προκύπτει από το εύγευστο έδεσμα ιμάμ μπαϊλντί που κατά κυριολεξία σημαίνει «ο ιμάμης λιποθύμησε». Η ονομασία του φαγητού προέρχεται από τον θρύλο ότι μόλις κάποιος gourmet ιμάμης το γεύτηκε, λιποθύμησε («μπαΐλντισε») από ικανοποίηση. Το όνομα του εν λόγω φαγητού έχει δανειστεί και σύγχρονο μουσικό λαϊκό ελληνικό συγκρότημα. Bayildi είναι ο αόριστος του ρήματος bayilmak που στα τουρκικά σημαίνει λιποθυμώ
Για τους λάτρεις του, βλ. τη συνταγή εδω.
- Μιλούσε συνέχεια , μας μπαΐλντισε με τη φλυαρία του.
Got a better definition? Add it!
Οι τεσσάρες των ζαριών.
Στο απαγορευμένο τυχερό παίγνιο μπαρμπούτι αξιολογούνται ως κακή ζαριά, ζαριά που χάνει.
Μεταφορικά οι ατυχίες, οι αναποδιές.
Από το τούρκικο dort=τέσσερα.
...φέρε και καμμιάν εξάρες
φτάνουν πια ντόρτια και δυάρες
φτάνουν πια τόσοι καυμοί...
τραγουδάει στη ζωή, ο αείμνηστος σερ Μπιθί.
Got a better definition? Add it!
Προσωνύμιο που απευθύνεται απαξιωτικά η πειρακτικά σε κάποιο άτομο, όπως είναι και ο γλοιώδης, ο φιρφιρής, ο τσιχλιμπίχλης, ο μαγλύφας, ο χλεχλές κλπ.
Προέρχεται από το τουρκικό yağlı = λίπος, λιπαρός, λαδωμένος, πασαλειμμένος με λάδι.
- Ίσα ρε γιαγλή, που θες να μας κάνεις κι έλεγχο.
Got a better definition? Add it!
Από το τούρκικο otur=κάθομαι.
Χρησιμοποιείται ως προτρεπτικό μαζί με την προσφορά καθίσματος σε επισκέπτες. Δηλαδή, «καθίστε παρακαλώ».
Υπάρχει και η έκφραση «οτούρ μπακαλούμ» που σημαίνει «κάτσε να δούμε» η «κάτσε να το κουβεντιάσουμε» η «κάθησε να το συζητήσουμε».
Ακούγεται συχνά στην Βόρειο Ελλάδα και όχι μόνο.
Kαλώς τα παιδιά. Οτούρ.
Kαλά μην κάνεις έτσι, κάτι θα σκεφτούμε, οτούρ μπακαλούμ.
Got a better definition? Add it!