Further tags

Μονάδα μέτρησης ακούσματος από χρήση ουσιών. Ιδανικά χρησιμοποιείται για μαύρο, αλλά σε πιο απλές καταστάσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για αλκοόλ.

Ενδεικτική κλίμακα:

  • 1 μάρλευ: κεφαλάκι
  • 2 μάρλευ: διαταραχές στην ομιλία και την όραση
  • 3 μάρλευ: dolby surround
  • 4 μάρλευ: έιπ

    Η μονάδα πάντως δεν έχει μετρηθεί επιστημονικά, κι έτσι ο χρήστης έχει σχετική ελευθερία να κάνει όποια υπερβολή θέλει κατά τη χρήση της (βλ. παράδειγμα).

Προέρχεται φυσικά από τον Bob Marley, πασίγνωστο μουσικό και εξέχοντα εκπρόσωπο του κινήματος των Ρασταφάρι, οι οποίοι ήταν ένθερμοι οπαδοί του χόρτου.

  1. (21:19) — Μαλάκα γουστάρω φάση. Κόβει βόλτες ο φοσμπά.
    (21:21) — Φίλε, έχω γίνει ζάντα αλουμινίου. Η μαστούρα μου έχει φτάσει τα 10.000 μάρλευ. (οι ώρες κλεμμένες από εδώ)

  2. — Μήπως δεν κάνω καλά που οδηγώ; Είμαι στα 5 μάρλευ αυτή τη στιγμή, ο δρόμος μού θυμίζει video game.
    — Φέρε να οδηγήσω εγώ μωρή πούτα, μην τα δώσουμε σε καμιά κολώνα.

5 Μάρλευ (από Vrastaman, 21/05/10)(από xalikoutis, 14/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο μιας κομιλφό φράσης που αυτολεξεί μεταφράζεται σε ενασχόληση με παράνομες ουσίες.

Συγκεκριμένα, χρησιμοποιούμε την έκφραση «δουλειές με φούντες» στην καθωσπρέπει εκδοχή της για να αναφερθούμε σε επιχειρήσεις (δουλειές) μεγάλου βεληνεκούς και κερδοφόρες.

Το Μείζον Ελληνικό Λεξικό (Τεγό - Φυτρά) ερμηνεύει ως «φούντα» δέσμη από κλωστές ισομεγέθεις, ελεύθερες στο ένα άκρο, ή θύσανο.

Όμως, ο όρος «φούντα» (ή νταφού) αναφέρεται και για τον ανθοφόρο θύσανο της κάνναβης (χασίς, ποτ, χόρτο, μπάφος, μαύρο, αλβανός, στριφτό, γεμιστό, γάρο, ρο ή απλά «ο».)

Στο Βυζάντιο όμως, φούνδα ή κοιλιόδεσμος ή πουγγίον λεγόταν το σακίδιο με τα χρήματα που έζωναν στη μέση τους οι Βυζαντινοί.

Η ρίζα της λέξης είναι λατινική από το fundo, που σημαίνει κυριολεκτικά βυθίζω (το καράβι ή η επιχείρηση «πήγε φούντο» λέμε σήμερα). Θυμηθείτε το Αγγλικό fund, το Γαλλικό fonds, το Ιταλικό fondo.

Μεταφορικά, fundo σημαίνει: θεμελιώνω, καθιερώνω, παγιώνω, πακτώνω και τελικά συνάπτω σύμβαση. Αυτό γιατί κατά την σύναψη μιας σύμβασης οι Ρωμαίοι συμβαλλόμενοι βύθιζαν τα ραβδιά τους στο έδαφος για να στερεώσουν συμβολικά την συμφωνία (pactun, βυζαν, πάκτον) βλ. Κ. ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΥ ΠΡΟΧΕΙΡΟΝ ΝΟΜΩΝ ή ΕΞΑΒΙΒΛΟΣ σελ. 411 και ΜΕΛ σ. 853 βλ . και την νομική ρήση «pacta sunt servanda» = τα συμφωνημένα είναι τηρητέα, πρέπει να τηρούνται. Ακόμα και τώρα λέμε «τα μιλημένα και τιμημένα» (τιμώ=τηρώ).

(μεταξύ παλαιού και νέου συγκρατουμένων)

Παλιός (με μόρτικη προφορά): - Και γιατί σε κλείσανε ελόγου σου στην ψειρού, περικαλώ;
Νέος: - Επειδή έκανα δουλειές με φούντες. Κι εσένα;
*Π*: - Εμένανε επειδή έβγαζα χοντρά λεφτά. Περίπου 2 χιλιοστά πιο χοντρά.

Δουλειές με φούντες (από Stravon, 12/06/10)Κι άλλες δουλείες με φούντες (από Stravon, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο πρεζάκιας που έχει μουστάκι και ντύνεται στα μαύρα γιατί παραπέμπει σε πέτσακα.

- Είδες την Ρούλα που τα έφτιαξε με τον Νίκο τον κρητικό; Μάλλον θα ξεκόψει τώρα..
- Μπα, δε νομίζω... πρέζακα θα τον κάνει και αυτόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ουίσκι. Από το scotch.

- Τι θα πιεις;
- Ξέρω γω... Στάξε μου έναν σκωτσέζο.

Got a better definition? Add it!

Published

Πτώση που προκαλεί η έλλειψη ισορροπίας μεθυσμένου.

Η Ελένη είπε: Σε ευχαριστώ που με υποστήριξες χθες όταν έπεφτα. Χάμω. Χαμόβερ.

(από terry, 22/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι μεταφέρεται στα ελληνικά το ουίσκι Johnnie Walker, κατά ακριβή μετάφραση με μια κώφωση (ο αντί ε) στην πρώτη συλλαβή του περπατάει, όπως συνηθίζεται σε περιφερειακά ιδιώματα, λ.χ. στα βλάχικα, αλλά και σε μάγκικα ιδιώματα. Πρόκειται για ατάκα που καθιερώθηκε από την ταινία Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη (1968) του Ντίνου Δημόπουλου. Την λέει ο μαγκευόμενος Αθηνόδωρος Προύσαλης, όπως και την έκφραση τσιριμπίμ τσιριμπόμ.

Βλ. και καραουισκάκι (στο οποίο έχει παραλείψει αδικαιολόγητα να αναφερθεί το πρόσφατο ντοκιμαντέρ για την επανάσταση του '21).

Πάσα: Γκάτσμαν.

  1. Από την ταινία «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη»:

ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Ε, καλά, ψέματα λέμε; Με το που μπουκάρησε μου λέει: «Γουστάρω τραπέζι κεντρικό». Κι έπειτα λέει: «Τσάκω ένα μπουκάλι ουίσκυ!». «Τι μάρκα;» Της κάνω. «Το Γιάννη που πορπατάει!» μου λεει.
ΤΖΩΝ: Johnie Walker!
ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Εγώ δεν ήρθα εδώ για φροντιστήριο! Ήρθα να πλερωθώ!
ΤΟΥΛΑ: Λοιπόν;
ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Λοιπον, «Δεν έχεις κανένα αλμυρό ρε μισόμαγκα;» μου κάνει. Ωραίες κουβέντες!
ΤΟΥΛΑ: Μαμά ζαλίζομαι. Θα πέσω!
ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Που ´σαι; Δε με ξοφλάς και να πέσεις μετά; (Δες).

  1. Τώρα ανακάλυψα ότι πρέπει να λιποθύμησα από μπομπαρισμένο «Γιάννη που πορπατάει»... (Δες).

πορπατάει, και πίπες κάνjει... (από MXΣ, 21/03/12)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαλακό πακέτο μάρλμπορο. Κατάλληλο για κωλόμπαρα όπου συχνάζουν μόνο πρώην φυλακισμένοι με τατουάζ της πούτσας.

3ο πακέτο καύλορο από το πρωί και το στόμα δηλητήριο.

βλ. και Μάλμπουρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χασίς προέλευσης από το Αφγανιστάν, κατά αντιστοιχία προς λ.χ. πολύτιμα κρασιά που παράγονται σε κάποιο σπουδαίο κτήμα. Λεγόταν περισσότερο στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν ήταν περισσότερο στην επικαιρότητα ο καταζητούμενος στο Αφγανιστάν Osama bin Laden, ο οποίος βεβαίως ακόμη την απασχολεί παραμένοντας ασύλληπτος.

Είναι καλό πράμα, κτήμα Οσάμα σου λέω...

(από Khan, 15/02/11)(από Vrastaman, 25/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδισμός, που αναφέρεται ειρωνικά ή αυτοσαρκαστικά σε κάθε «τελευταίο τσιγάρο», που καπνίζει κάποιος, μετά από δήλωσή του ότι θα το κόψει το ρημάδι...

  1. -Κέρνα ένα τσιγαράκι ρε φίλος!
    -Καλά, εσύ δεν το’ χεις κόψει;
    -Ε, απ’ τα κομμένα καπνίζω...

(Στο περίπτερο της γειτονιάς):

-Πού ’σαι μάστορα, πιάσε ένα Άσσος μαλακό!
-Απ’ τα κομμένα;
-Βρε δώσε εκεί κι άσ’ τα δικά σου τώρα...
-Να χαρώ εγώ ένα λεβέντη με πυγμή!
-Πληρώνεσαι; Για κάνε μας τη χάρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο προς αφόδευσης αρωγήν αποσκοπών καφές (π.χ. σκέτος αχτύπητος φραπές).

  2. Ο κακής ποιότητας καφές.

  3. Η γνωστή ομόηχη εφημερίς, η οποία θεωρείται κατάλληλη για ανάγνωση στο αποχωρητήριο.

  1. Έτσι όπως έχω στουμπώσει, μόνο ένας χεσπρέσσο θα με σώσει.

  2. Χέσπρεσσο τον έκανες, να χέσω τον Γκλούνευ μου μέσα!

  3. Η γιαγιά μαζί με τους Financial Times πήρε και την χεσπρέσσο και χάθηκε στο βάθος της αυλής.

Δουλεύει στη μονάδα παραγωγής της Χεσπρέσο Πάππας (από GATZMAN, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified