Η μερίδα ουίσκι σε καφενείο της υπαίθρου. συνήθως Ballantines, VAT 69, Canadian Club, ή στην καλύτερη περίπτωση J.Walker Red Label.
Αμύητοι (όπως ο υπογράφων) το μπερδεύουν με το τσίπουρο.
- Βάιε, πίασε ένα αγροτικό!
- Ιφτασεεεεεέ!
Η μερίδα ουίσκι σε καφενείο της υπαίθρου. συνήθως Ballantines, VAT 69, Canadian Club, ή στην καλύτερη περίπτωση J.Walker Red Label.
Αμύητοι (όπως ο υπογράφων) το μπερδεύουν με το τσίπουρο.
- Βάιε, πίασε ένα αγροτικό!
- Ιφτασεεεεεέ!
Got a better definition? Add it!
Εκτός από τη γνωστή έννοια, στην Κρήτη σημαίνει και στάχτη (από ξύλο) και χρησιμοποιείται στη ζύμη για τα κουλουράκια ώστε να γίνονται πιο αφράτα και κρατσανιστά. Τώρα γιατί το λένε έτσι, αφήνω τη φαντασία σας ελεύθερη. Εγώ νομίζω πως, για κάποιο λόγο, στο συλλογικό φαντασιακό των Κρητών το γκρίζο χρώμα της στάχτης παραπέμπει στα γκρίζα μαλλιά των γέρων που συνήθως είναι άλουστοι. Ίσως ο Χαλ να ξέρει να μας πει κάτι συγκεκριμένο.
- Στα κουλουράκια η μάνα μου βάζει πάντα αλουσιά, γι' αυτό γίνονται έτσι νόστιμα.
- Αλουσιά;;; Μπλιάξ!!!! Τι είν' αυτή η αηδία;
- Ηρέμησε ρε πούστη, στάχτη είναι.
- Καλά, άσε, δεν θα πάρω.
- Είσαι και πολύ μαλάκας, μη σώσεις να δοκιμάσεις. Λες και σου είπα ότι βάζει σκατά μέσα.
Got a better definition? Add it!
Αυτήν την σύνθετη λέξη συνήθως την λέμε σε κάποιον που δεν πίνει πολύ, ότι πίνει σαν γαρδέλι, ότι πίνει λίγο και αργά... Την ξεστομίζουν πότες και τύποι από βουνά...
(κατά την διάρκεια οινοποσίας, ο μονόλογος):
Στέφανος: -Άντε ρε μάγκες... εβίβα, πάντα τέτοια... Ρε Νίκο, γαρδελοπίνεις, ακόμα στο πρώτο είσαι;;;
Got a better definition? Add it!
Είναι ο μεθυσμένος, ο τελών σε αλκοολική τοξίκωση, ο ντίρλα, ο γκολ, ο κουρούμπελο. Μην πει κανείς ότι δεν υπάρχει - υπάρχει και παραϋπάρχει σε Δυτ. Μακεδονία μεριά (Φλώρινα και Καστοριά σίγουρα, το έχω ακούσει από ξεχωριστά άτομα άσχετα μεταξύ τους).
Παίζει να είναι και σλαβομακεντόντσι προέλευσης, άλλωστε Γ(κ)ρούιος Νικόλαος λεγόταν και ο παππούς του σημερινού γυφτοσκοπιανού πρωθυπουργού, από την Αχλαδιά Φλωρίνης, πεσών τον Οκτώβριο του 1940 στο Αλβανικό μέτωπο ως στρατιώτης του Έψιλον Σου.
Πού έπινες πάλι και γυρνάς ντιπ γκρούγιος;
Ίσιωμα! Πρόσεχε που πατάς, γκρούγιο!
Got a better definition? Add it!
Αυτή η σύντομη καταχώριση επέχει θέση ταπεινής προσθήκης και φόρου τιμής σε αυτό εδώ το ιπτάμενο, οινο-πνευματώδες λήμμα, του οποίου δεν είναι άξια ούτε τα ποδάρ.... εεε τα ποτήρια να πλύνει.
Γνωρίζω παλαιόθεν αυτή την συνώνυμη της ντίρλας και του κουρούμπελου έκφραση, ενίοτε τη χρησιμοποιώ κιόλας, αλλά αγνοούσα ότι πρόκειται περί ιδιωματισμού της Δυτικής Ελλάδας, από Πελοπόννησο και Ήπειρο μέχρι Κέρκυρα, σύμφωνα με τα διαδικτυακά ευρήματα.
Στον ήδη υπάρχοντα ορισμό κάτι είχε σχολιάσει ο Τζήζαντας, προφ το μεθύσι εννοούσες Χριστούλη μου. Εκμεταλλεύομαι την χικ! πραότητα και την καλοσύνη Σου για να το χικ! καταγράψω ως ξεχωριστό λήμμα.
Δαυλί: Καιόμενο ξύλο - μεθυσμένος πάρα πολύ («αυτός έγινε δαυλί«) Μπιρ ντουβάρ μπενίμ
Μετά από ένα με ενανίμισυ χρόνο, ο μασκαράς ο Μπάλιος, μεθυσμένος γκρεμοτσακίστηκε από τ' άλογο και σκοτώθηκε. Λέγανε τάχατις ότι πρόγκηξε τ' άλογο και αυτός ήτανε δαυλί στο μεθύσι, το πέταξε τ' άλογο και πιάστηκε το ένα του πόδι στη σκάλα της σέλλας του [...] μπιρ ντουβάρ
Δαυλί: Αναμένο κομμάτι ξύλου, μεταφορικά ο μεθυσμένος. σενίν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προέρχεται από το ξύδι «δε κάτι σάρκ» και προφέρεται έτσι σε κάποιες περιοχές της Ακαρνανίας τουλάστιχον.
Κατάχρηση του Δεκατεσαρ(γιού) γίνεται πάντα αλλά κυρίως κατά την ζωοπανήγυρη της Αγίας Παρασκευής (μεγάαααλη η χάρη της) στο Μοναστηράκι Βονίτσης ως συνοδευτικό των κοψιδίων και των λοιπών σφαχτών.
- Καλώς τα παιδιά τα δικά μας. Να ψήσω καφεδάκια;
- Τι καφέδες και παπαριές; Πήγε δέκα η ώρα (το πρωί). Τσάκω το μπουκάλι το Δεκατεσσάρ να μας δει ο Θεός.
Got a better definition? Add it!
Η κανονική του σημασία στη Λευκαδίτικη διάλεκτο είναι το φάρμακο. Ωστόσο, ευρέως στη Λευκάδα χρησιμοποιείται από τους μεγαλύτερους, σε χιουμοριστικό τόνο, για να αναφερθεί κάποιος σε ποτό.
Τι θα γίνει, θα μου βάλεις ένα διαλούπι έδε 'κει, να το ρουφήξω σαν άνθρωπος;
Got a better definition? Add it!
Είδος ζεστού τονωτικού ροφήματος με προέλευση το χωριό Αγιάσος της Λέσβου του οποίου η συνταγή περιλαμβάνει διάφορα μπαχαρικά (όπως κανέλλα κλπ), αλλά παραμένει κρυφή.
- Στρατέλ'... πιάσε από ένα καϊνάρι στα παιδιά...
Got a better definition? Add it!
Για τους Θεσσαλονικείς και λοιπούς Βορείους, το κόκκινο γλυκό πιπέρι τύπου πάπρικα που βάζουν οι, Αθηναίοι κυρίως, σουβλατζήδες στα σουβλάκια με γύρο ή καλαμάκι, χωρίς καν να ρωτάν αφού συμπεριλαμβάνεται στο «μαπόλα».
- Και με λέει ρε ο σαψάλης, «μαπόλα», και του λέω, «ναι ρε φιλλαράκι», και με βάζει τότε, τζατζίκι, κρεμμύδι, ντομάτα, δυο πατάτες και κανέλα μην-τον- γαμήσω. Τρελάθηκα!
- Και τι έκανες μετά; Τζερτζελέ;
- Πλάκα με κάνεις του λέω; Ούτε μουστάρδα, ούτε κέτσαπ, και με βάζεις δυο πατατούδια;
Got a better definition? Add it!
Αχαγιώτικη βερσιόν του καπνίζω. Επίσης: καπινάω. Παράγωγο: το καπίνισμα.
- Πόσα τσιγάρα καπίνισες χθες το βράδυ;
- Απαγορεύεται το καπίνισμα!
- Καπινάει το ένα τσιγάρο πάνω στ' άλλο.
Got a better definition? Add it!