Further tags

Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία λάβα είναι η διάπυρη ρευστή μάζα από λιωμένα υλικά, που βγαίνει από κρατήρες ενεργών ηφαιστείων.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η λάβα είναι το ρευστό εκχυνόμενο σπέρμα (δες κι εδώ) που εξέρχεται από το ενεργό ηφαίστειο του άντρα.

Ο σεισμός που συνοδεύει την ηφαιστειακή έκρηξη στην περίπτωση μας προέρχεται από την ενέργεια που παράγεται απο τη σεξουαλική περίπτυξη, ενέργεια που επηρεάζεται άμεσα από το σεξουαλικό ταμπεραμέντο των εραστών και την αλληλεπίδραση τους.

Λάβα ωστόσο μπορεί να παραχθεί και κατά τη manual διαδικασία παραγωγήςεργοχείρου, όπου η μήτρα υποκαθίσταται από τη χείρα με τα πέντε ορφανά.

Αντίθετα με την κλασική λάβα, που προκαλεί καταστροφές, θύματα, κ.λπ., η συγκεκριμένη δύναται να προκαλέσει δημιουργία (εγκυμοσύνη). Ωστόσο και μετά την καταστροφή που έρχεται μετά από μια ηφαιστειακή έκρηξη (με την κλασική έννοια) δύναται σε ορισμένες περιπτώσεις να αναπτυχθεί η χλωρίδα ενός τόπου, λόγω της απορροφούμενης από το έδαφος θερμικής ενέργειας.

  1. Καυλάουρα: Εχουμε να τα πούμε πέντε μήνες ρε κολλητή. Τι νέα;
    Λίλιαν:Που λες Καυλάουρα, γνώρισα ένα παιδί τίγκα στο μαρούλι.
    Καυλάουρα: Οκ. Καλό αυτό. Στο σεξ όμως, πως τα πάει;
    Λίλιαν:Ανεπανάληπτος... που λεγαν κι ο Βοσκό κι ο Λεπά κάποτε. Η λάβα του σαν πύρινο ποτάμι ξεχύνεται από το λάβαρο του και εφορμά μέσα μου. Τρομερός.Τρομερός!
    Καυλάουρα: Επικίνδυνες αποστολές, ε; Αν θες, την επόμενη φορά να ρθω παρέα, για να μην περάσεις το μακελειό μόνη σου. Ετσι είναι οι φίλες πρέπει να μοιράζονται τις δυστυχίες.
    Λίλιαν: Δε νομίζω... Ξέρεις έμεινα έγκυος και μάλιστα μου δήλωσε πως θα με παντρευτεί και μάλιστα μου άνοιξε και κατάστημα με είδη γάμου που μου το 'γραψε στο όνομα μου και το ονόμασε Λίλιαν(Δες).

Απο φόρουμ
2.Όλο του το είναι, το σπέρμα του, ξεχύθηκε σαν λάβα μέσα μου, και με έλιωνε ολόκληρη.
Δες
Σχόλιο:Το σπέρμα εκπροσωπεί όλο το είναι του εραστή.Οιμέ!!!

3.Αυτό ήταν ... άφησα όλη την καυτή λάβα του σπέρματος μου πάνω στα χείλη της και μέσα στο στόμα της!
Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται μεταφορικά το καλό ουίσκι.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Την παρομοίωση τη χρησιμοποιούν συνήθως οι πότες, οι μπεκρήδες για να δώσουν έμφαση στο ότι «ξέρουν να πίνουν» και για να δείξουν πως δεν είναι χτεσινοί στο άθλημα.

- Σταμάτα να πίνεις λίγο κοπέλα μου, το γαμ**** το μπουκάλι το ουίσκι!!
- Δεν είναι ουίσκι, είναι Αγιασμός!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως έλκος ονομάζεται οποιαδήποτε ανοιχτή εσωτερική ή εξωτερική πληγή. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως για ανοιχτές πληγές του στομάχου και του δωδεκαδακτύλου.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όταν μιλάμε για ανιχνευτή έλκους, δε μιλάμε για κάποιο ιατρικό μηχάνημα που μπορεί να εντοπίσει το έλκος, ούτε μιλάμε επίσης για κάποιον άλλον τρόπο ανίχνευσης του μέσω ιατρικών μεθόδων και πρακτικών.

Μιλάμε είτε για πικάντικες καυτερές και βαριές για τον οργανισμό τροφές (πχ κοκορέτσι, ντονέρ, παστρουμά, σουτζούκια κλπ), είτε για ποικιλία διαφόρων τροφών (βλ.φεστιβάλ χοληστερίνης) που υποβάλλουν σε crash test το στομάχι βομβαρδίζοντας το για ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Oι τροφές αυτές τσιτάρουν το στομάχι και μπορούν να προκαλέσουν έλκος και άλλα προβλήματα υγείας.

Έτσι μέσω ενός τέτοιου ανιχνευτή έλκους:
- Αν δεν έχεις έλκος, σου βρίσκει και έτσι αποκτάς (mode 1).
- Αν ήδη έχεις, στο εντοπίζει και σε στέλνει κανονικά (mode 2).

- Χθες που λες πήγα με το Μήτσο και χτυπήσαμε στα χαλαρά καυτερά κεμπάπ, σουτζούκια, κοκορέτσι,παστουρμά και...και...και...
- Όπα ρε. Κούλαρε λίγο. Τι χαλαρά και πράσιν' άλογα μου τσαμπουνάς; Αυτό που χτυπήσατε είναι το δίχως άλλο ανιχνευτής έλκους και μάλιστα ανιχνευτής έλκους ταχείας δράσεως.

Ανιχνευτής έλκους (από GATZMAN, 22/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάφος (χασίς), ο οποίος πωλείται παράνομα από Πακιστανούς συνήθως στο κέντρο της Αθήνας.

- Τι έλεγε το Πακιστανικό;
- Από ποιότητα έτσι κι έτσι, αλλά πού να ψάχνεις για κάτι καλύτερο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντόμευση για το γνωστό ποτό Jagermeister (Jager).

Αν και η αρχική προέλευση της λέξης παραμένει άγνωστη, εικάζεται ότι ειπώθηκε από κάποιον εξαιρετικά μεθυσμένο ο οποίος δεν μπορούσε να αρθρώσει σωστά τη λέξη γιαγκερμάϊστερ.

  1. - Τι πίνεις;
    - Βότκα γκέιγκα.

  2. - Να πάρουμε ένα καλιμπού (μπουκάλι) γκέιγκα να γίνουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται απο «δυνατούς» πότες, για τους οποίους οτιδήποτε πέραν του ουίσκυ, βότκα είναι απλά, νερό με γεύση.

- Τι πίνεις μωρό μου;
- Μαλιμπού μπανάνα.
- Κατάλαβα... νερό με γεύση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχικός ορισμός φυσικά αφορά τις τοιχοκολλημένες ανακοινώσεις που αναγγέλλουν την κηδεία κάποιου αποδημήσαντα από τον μάταιο τούτο κόσμο φουκαρά.

Ο μετεξελιγμένος ορισμός είναι απείρως πιο μακάβριος: παραπέμπει στα φρικιαστικά έως σπλατερικά συνθήματα που υποχρεωτικά αναγράφονται στα πακέτα τσιγάρων με σκοπό να κλάνει πετούγιες ο κάθε καπνιστής: τού προαναγγέλλουν έναν βίο αβίωτο εν μέσω μυριάδων ολέθριων παρενεργειών, με αθωότερη την στυτική δυσλειτουργία και τον αργό και βασανιστικό θάνατο τόσο του ιδίου, όσο και των παθητικών εκείνων θυμάτων που έχουν την ατυχία να συγκαταλέγονται στους φίλους και συγγενείς του.

Επίσης αποκαλείται κηδειόσημο.

- Το Υπουργείο Υγείας προειδοποιεί. Εγώ όχι. - Το κάπνισμα προκαλεί καρκίνους, ζυγούς, λέοντες, υδροχόους, ιχθείς, κλπ. - Δεν είμαστε καλά. Σαν νεκρόσημο κάνανε το πακέτο τα υπουργεία υγείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
- Το Υπουργείο Υγείας προειδοποιεί: μην καπνίζετε, μην τρώτε, μην πίνετε, μην πηδάτε. - Το ξέρω αλλά είμαι αδύναμος χαρακτήρας. - Σ' αυτό το χώρο, το Υπουργείο Υγείας προσπαθεί να σας τρομάξει. - Το Υπουργείο Υγείας προειδοποιεί: Οι παθητικοί καπνιστές δεν έχουν άλλη ελπίδα παρά να αρχίσουν να καπνίζουν. - Καπνίζω, άρα ελπίζω. - Σε λίγα χρόνια θα καπνίζουμε μόνο σε γιάφκες.
- Άρχισα το τσιγάρο σαν παθητικός καπνιστής. - Το κάπνισμα προκαλεί ασθένειες κι έτσι είμαι άρρωστος για σένα. - Το Υπουργείο Υγείας προειδοποιεί: καλύτερα μέσα και παθητικοί καπνιστές παρά να βγείτε έξω και να κρυώσετε. - Το κάπνισμα δεν είναι έξη, είναι σέξυ. - Καλύτερα πλούσιος καπνιστής, παρά φτωχός και άρρωστος. - Καπνίζω, άρα είμαι ακόμα υγιής. - Γκόμενα που καπνίζει, είναι σαφώς πιο easy. (Από το μανιφέστο της Καπνιστικής Αντιεξουσιαστικής Προοδευτικής Νέοσοσιαλιστικής Οργάνωσης Κ.Α.Π.Ν.Ο.)

Γιατί να κόψω το τσιγάρο; Υπάρχει λόγος; Γιατί ζω; Οι καπνιστές, λέει, πεθαίνουν πρόωρα, σύμφωνα με το σημερινό κηδειόσημο του Old Holborn. Η κρητικιά γιαγιά μου πως πέθανε με το φουγάρο στο στόμα σε ηλικία 110 ετών από ατύχημα; (από forum)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωνύμιο των τσιγάρων Καρέλια Κασετίνα (όχι της νεόκοπης χρυσής, μιλάμε φυσικά για το παλιό, Φίλτρο ή Πλακέ ή...). Αγαπημένο φτηνό τσιγάρο της εργατικής τάξης ανεξαρτήτως ηλικίας (με μόνο ανταγωνιστή το άσο φίλτρο και τα διάφορα άφιλτρα, αλλά με αρκετά σαφή υπεροχή, αν όχι στην συγκριτική κατανάλωση, τουλάχιστον στην αναπαράσταση της εργατιάς) και κάποιων μποέμ τύπων (όχι όμως των διανοουμενίζοντων που προτιμούσαν τα sante ή τα gauloises). Όλ' αυτά βέβαια πριν τα στριφτά, αλλά υπολειμματικά ακόμα και σήμερα υπάρχουν αυτές οι αντηχήσεις.

Ως φτηνό και βαρύ τσιγάρο έχει γενικά ταυτιστεί με τον εμβληματικό εργάτη της Ελλάδας, τον οικοδόμο, με το καρέλια στην κωλότσεπη ή την τσέπη του ποκαμίσου. Σχεδόν αποκλειστικά αντρικό τσιγάρο (αν δείτε γυναίκα να τα παίρνει, είναι πιθανά αντρολεσβία), που έχει ταυτιστεί και με άλλα σκληρά επαγγέλματα όπως του νταλικέρη (βλ. και την επίδρασή του στις φωνητικές χορδές) εξού καμιά φορά και νταλικέρικο, αλλά και του ναυτικού.

Γενικά το Καρέλια Κασετίνα θεωρείται τσιγάρο που «βρωμάει» λόγω του μη αρωματισμένου χαρμανιού (αλλά ας μην ανοίξουμε αυτή την κουβέντα), γι' αυτό και αποτελεί τον καλύτερο τρακαδιώκτη εναντίον ακόμα και των πιο των φανατικών καπνιστών Απόλλων.

Το παρατσούκλι μαστόρικο το άκουσα στην Ήπειρο, αλλά ενδεχομένως να λέγεται έτσι και αλλού. Μάλιστα, πέρα από την προτίμηση που του έδειχναν οι μάστοροι, λεγόταν έτσι γιατί το χρησιμοποιούσαν στις κατασκευές ως πρόχειρη γωνιάστρα, λόγω του τετράγωνου σχήματός του.

Εντελώς παρεκβατικά, να αναφέρω ότι οι Ηπειρώτες μαστόροι των γεφυριών δεν ξέρω αν κάπνιζαν καρέλια κασετίνα, αλλά είχαν τη δική τους slang, ειδικά οι εκ Κονίτσης, τα «κουδαρίτικα» ή «μαστόρικα». Μια σχετική φράση των κουδαρίτικων ήταν:
«Άραξι μια φουντιάρα» = Δώσε μου ένα τσιγάρο (κάποιες πληροφορίες εδώ).

- Πιάσε ένα καρέλια κασετίνα
- ... (πιάνει τη χρυσή)
- Όχι αυτό, το άσπρο.
- ... (Πιάνει μια χρυσή lights)
- Όχι αυτό, το παλιό, το φίλτρο...
- Το οικοδομικό;
- Το οικοδομικό... (γαμώτ, από πότε καρέλια κασετίνα είναι η χρυσή κασετίνα;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγαπημένο δηλητήριο των Ελλήνων δεν είναι μήτε το ούζο, μήτε το τσίπουρο, μήτε καν ο οίνος ο αγαπητός. Είναι το ουισκάκι! Όχι μόνο πίνουμε περισσότερο απ’ τους Σκωτσέζους, αλλά σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, η Ελλάδα έχει την μεγαλύτερη κατά κεφαλήν κατανάλωση στον κόσμο.

Ως γνήσιοι απόγονοι κλεφτών και αρματολών, δικαιωματικά οικειοποιούμε το ουισκάκι από τα Highlands – και δη το αγαπημένο μας καραουισκάκι, ήτοι το φέρον μαύρη ετικέτα!

Υπάρχουν άλλωστε αδιαμφισβήτητα γλωσσολογικά τεκμήρια για την Ελληνικότητα του ουίσκι. Ας εξετάσουμε την λέξη Lagavulin, όνομα του χωριού που παράγει το ομώνυμο θεϊκό single malt. Η ιστοσελίδα της εταιρίας ετυμολογεί την ονομασία εκ της Γαελικής Lag a’ Mhuilinn («κοιλότητα του μύλου»). Γαελική; Μy arse! Το μεν Lag είναι εκ του λάγκος (> λαγκάδι/λάκκος), το δε Mhuilinn είναι οφθαλμοφαλώς από τον μύλο. Το ουισκάκι αυτό φέρει Ελληνικότατο όνομα, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι προϊόν της Ρούμελης ή του Μοριά! Να τα χέσουμε τα Σκωτικά υψίπεδα! Lagavulin is Greece!

Μπαίνει ένας μεθυσμένος τρεκλίζοντας σ' ένα μπαρ
«βάλε ένα καραουισκάκι» λέει στον μπάρμαν
«δε σερβίρουμε μεθυσμένους» του λέει εκείνος και τον πετάει έξω!
Μετά από καμιά ώρα επιστρέφει...ξαναλέει:
«θα μου βάλεις ένα καραουισκάκι;»
«το φελέκι μου ρε;...δε σερβίρουμε μεθυσμένους».... τον ξαναστέλνει
Μετά από κάνα μισάωρο το ίδιο σκηνικό
Την τέταρτη φορά μπαίνει μέσα ο μεθυσμένος και μόλις βλέπει το μπάρμαν του λέει:
«καλά ρε φίλε .........σε πόσα μαγαζιά δουλεύεις;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ουίσκι Cutty Sark, η ονομασία του οποίου ακουγόταν ως «δεκατεσσάρι» για όσους, όταν πρωτοβγήκε στην αγορά, δεν ήξεραν αγγλικά ή δεν το είχαν δει γραμμένο. Υπήρχε και κάποιο σχετικό ανέκδοτο τύπου «σιμπιζάκι», αλλά δεν το θυμάμαι...

Παραλλαγή σε βιαστικό: 'κατεσάρ'.

Ρε Γιώργο, πιάσε και βάλε μου ένα μπέιμπυ κατεσάρ' στα γρήγορα!

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified