Further tags

Αυτός που κάνει τζούρα. Από τον Σέρβο προπονητή μπάσκετ Βλάνταν Τζούροβιτς, του Πανιωνίου και άλλων ομάδων. Σχηματίζεται κατά το δεντηβρίσκοβιτς και άλλες εμπνεύσεις εκ Γιουγκοσλαβίας.

- Ωχ, θα μας φέρεις κι εκείνον τον τζούροβιτς στην παρέα;

(από Lafkadio, 03/02/09)(από Lafkadio, 03/02/09)(από pavleas, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαϊδευτικό της Λίλιαν. Λίλιαν- Λιλιανάρα- (μουνάρα)- νάρα.

-Και ποιοι θα είναι στο μπαράκι;
-Ο Μήτσος, ο Κίτσος, ο Λάκης, ο Μάκης, ο Τάκης, ο Σάκης και η Νάρα.
-Ποια Νάρα;
-Η Λιλιανάρα!
-Α, κατάλαβα! Θα είναι πάλι η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα!

Η Λίλιαν συστήνεται σε νέο ψαρωμένο θαυμαστή: Με λένε Λίλιαν. Οι φίλοι με φωνάζουν Νάρα. Εσύ μπορείς να με λες δεσποινίδα Ευαγγελία Μηνιάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ευρισκόμενος σε κατάσταση κλασμεντέν.

- Πάρε ρε συ τηλέφωνο το Μήτσο να φέρει κάναν ψιλάκο...
- Σώθηκες... αυτός τέτοια ώρα θα είναι ολόχεστος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό δηλώνει το άτομο από το οποίο αγοράζει ο χρήστης. Το βαποράκι, κοινώς.

Ωστόσο, χρησιμοποιείται για να δηλώσει και το υπεύθυνο - κατάλληλο πρόσωπο για κάποια κατάσταση.

1) - Τι έγινε; Γιατί άργησες; - Κανείς δεν έγινε.. μας έστησε ο άνθρωπος ...

2) - Μη φύγεις, έρχεται ο άνθρωπος να μας κόψει το εισιτήριο.

Ἴδε ὁ ἄνθρωπος! (από Khan, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συστηματικός χρήστης ηρωίνης (πρέζας). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, για να δηλώσει πολύ δυνατή εξάρτηση σε κάτι.

  1. (με κάφρικο ύφος)
    - Ρε συ πάμε μετά μια βόλτα Ομόνοια να χαζέψουμε τα πρεζόνια;

  2. - Καλά ο ξάδερφός μου ακόμα να κόψει το WoW. Αυτό το παιχνίδι τον έχει κάνει πραγματικά πρεζόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H στρηπτιτζού που δεν προσφέρει φραπέ, αναδεικνυόμενη σε περσόνα νον γκράτα των στρηπτιτζόφιλων. Το γεγονός ότι η ντικάφ είναι η περσόνα νον γκράτα του ευαγούς ιδρύματος, οδηγεί και στον όρο «περσόνα νον κάφα».

Συχνότατα η ντικάφ είναι η ομορφότερη κορασίς του ευαγούς ιδρύματος, γι' αυτό εξάλλου και την παίρνει να είναι ντικάφ. Οπότε οι στριπτητζόφιλοι αναπτύσσουν με την ντικάφ μια σχέση αγάπης-μίσους... Παράβαλε τα «Καλλιστεία για την καλύτερη ντικάφ» στο πάλαι ποτέ www.bourdela.com

Συνώνυμα: ντεφραπεϊνέ, defrap, ντιφράπ
Αντώνυμα: φραπεδιάρα

  1. - Η Τζέσικα προσφέρει τζεσικοτσίνο, ή είναι ντεκάφ κι αυτή;

  2. - Τέτοια ομορφιά, τέτοια νιάτα, και να είναι ντικάφ! Αίσχος! Πρέπει να συνεννοηθούμε όλοι οι στριπτητζόφιλοι και να της κάνουμε μποϊκοτάζ! Μόνο έτσι έχει δύναμη ο καταναλωτής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιο μάγκικη απόδοση του λήμματος κλάνω μέντες χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψουμε κατάσταση που επέρχεται μετά από κατάχρηση αλκοόλ ή ουσιών.

- Που ήσασταν εχθές ρε μαλάκες και σας περίμενα;
- Άσε πήγαμε για μπύρες και γίναμε κλασμεντέν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο όχι απαραίτητα εύσωμο ή με μπυροκοιλιά, που μπορεί όμως και καταναλώνει απίστευτες ποσότητες αλκοόλ χωρίς να έχει ιδιαίτερη προτίμηση σε συγκεκριμένο είδος. Συνήθως σταματάει να πίνει όταν εξαντλούνται όλα τα διαθέσιμα αποθέματα αλκοόλ, ή όταν πέσει αναίσθητος από το ποτό.

- Βάλε να πιούμε ένα ποτάκι ρε φίλε.
- Άσε μεγάλε, πέρασε ο Διονύσης απο 'δω χθες βράδυ και τα στράγγιξε όλα. Μέχρι και το Creme de Menthe ήπιε ο αθεόφοβος. Μου άφησε το σπίτι στεγνό.
- Τι νεροχύτης είναι αυτός ρε μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός από γιαγιά για δριμύτατους χασικλήδες, όπου τα μάτια τους σχεδόν στάζουν αίμα και τα ρούχα έχουν ποτίσει πλέον χορτίλα.

-Πέτυχα χθες Μαριγώ μ' το Κωστάκη της Τασούλας και σαν διάολος ήταν... Τα μάτια του κατακόκκινα και κλειστά και βρώμαγε λιβάνι από μακριά... Άπαπα αυτό το παιδί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.

  2. Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.

  3. Ρήμα: χαρμανιάζω.

  1. «Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)

  2. Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.

Μαύρα Χαρμάνια (από panos1962, 06/11/09)Χαρμάνης (από panos1962, 06/11/09)Να τελειώνουμε παιδιά, χαρμάνιασα! (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified