Αυτός που κάνει τζούρα. Από τον Σέρβο προπονητή μπάσκετ Βλάνταν Τζούροβιτς, του Πανιωνίου και άλλων ομάδων. Σχηματίζεται κατά το δεντηβρίσκοβιτς και άλλες εμπνεύσεις εκ Γιουγκοσλαβίας.
- Ωχ, θα μας φέρεις κι εκείνον τον τζούροβιτς στην παρέα;
Αυτός που κάνει τζούρα. Από τον Σέρβο προπονητή μπάσκετ Βλάνταν Τζούροβιτς, του Πανιωνίου και άλλων ομάδων. Σχηματίζεται κατά το δεντηβρίσκοβιτς και άλλες εμπνεύσεις εκ Γιουγκοσλαβίας.
- Ωχ, θα μας φέρεις κι εκείνον τον τζούροβιτς στην παρέα;
Got a better definition? Add it!
Το χαϊδευτικό της Λίλιαν. Λίλιαν- Λιλιανάρα- (μουνάρα)- νάρα.
-Και ποιοι θα είναι στο μπαράκι;
-Ο Μήτσος, ο Κίτσος, ο Λάκης, ο Μάκης, ο Τάκης, ο Σάκης και η Νάρα.
-Ποια Νάρα;
-Η Λιλιανάρα!
-Α, κατάλαβα! Θα είναι πάλι η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα!
Η Λίλιαν συστήνεται σε νέο ψαρωμένο θαυμαστή: Με λένε Λίλιαν. Οι φίλοι με φωνάζουν Νάρα. Εσύ μπορείς να με λες δεσποινίδα Ευαγγελία Μηνιάτη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ευρισκόμενος σε κατάσταση κλασμεντέν.
- Πάρε ρε συ τηλέφωνο το Μήτσο να φέρει κάναν ψιλάκο...
- Σώθηκες... αυτός τέτοια ώρα θα είναι ολόχεστος...
Got a better definition? Add it!
Στην αργκό δηλώνει το άτομο από το οποίο αγοράζει ο χρήστης. Το βαποράκι, κοινώς.
Ωστόσο, χρησιμοποιείται για να δηλώσει και το υπεύθυνο - κατάλληλο πρόσωπο για κάποια κατάσταση.
1) - Τι έγινε; Γιατί άργησες; - Κανείς δεν έγινε.. μας έστησε ο άνθρωπος ...
2) - Μη φύγεις, έρχεται ο άνθρωπος να μας κόψει το εισιτήριο.
Got a better definition? Add it!
Ο συστηματικός χρήστης ηρωίνης (πρέζας). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, για να δηλώσει πολύ δυνατή εξάρτηση σε κάτι.
(με κάφρικο ύφος)
- Ρε συ πάμε μετά μια βόλτα Ομόνοια να χαζέψουμε τα πρεζόνια;
- Καλά ο ξάδερφός μου ακόμα να κόψει το WoW. Αυτό το παιχνίδι τον έχει κάνει πραγματικά πρεζόνι.
Got a better definition? Add it!
H στρηπτιτζού που δεν προσφέρει φραπέ, αναδεικνυόμενη σε περσόνα νον γκράτα των στρηπτιτζόφιλων. Το γεγονός ότι η ντικάφ είναι η περσόνα νον γκράτα του ευαγούς ιδρύματος, οδηγεί και στον όρο «περσόνα νον κάφα».
Συχνότατα η ντικάφ είναι η ομορφότερη κορασίς του ευαγούς ιδρύματος, γι' αυτό εξάλλου και την παίρνει να είναι ντικάφ. Οπότε οι στριπτητζόφιλοι αναπτύσσουν με την ντικάφ μια σχέση αγάπης-μίσους... Παράβαλε τα «Καλλιστεία για την καλύτερη ντικάφ» στο πάλαι ποτέ www.bourdela.com
Συνώνυμα: ντεφραπεϊνέ, defrap, ντιφράπ
Αντώνυμα: φραπεδιάρα
- Η Τζέσικα προσφέρει τζεσικοτσίνο, ή είναι ντεκάφ κι αυτή;
- Τέτοια ομορφιά, τέτοια νιάτα, και να είναι ντικάφ! Αίσχος! Πρέπει να συνεννοηθούμε όλοι οι στριπτητζόφιλοι και να της κάνουμε μποϊκοτάζ! Μόνο έτσι έχει δύναμη ο καταναλωτής!
Got a better definition? Add it!
Πιο μάγκικη απόδοση του λήμματος κλάνω μέντες χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψουμε κατάσταση που επέρχεται μετά από κατάχρηση αλκοόλ ή ουσιών.
- Που ήσασταν εχθές ρε μαλάκες και σας περίμενα;
- Άσε πήγαμε για μπύρες και γίναμε κλασμεντέν.
Got a better definition? Add it!
Άτομο όχι απαραίτητα εύσωμο ή με μπυροκοιλιά, που μπορεί όμως και καταναλώνει απίστευτες ποσότητες αλκοόλ χωρίς να έχει ιδιαίτερη προτίμηση σε συγκεκριμένο είδος. Συνήθως σταματάει να πίνει όταν εξαντλούνται όλα τα διαθέσιμα αποθέματα αλκοόλ, ή όταν πέσει αναίσθητος από το ποτό.
- Βάλε να πιούμε ένα ποτάκι ρε φίλε.
- Άσε μεγάλε, πέρασε ο Διονύσης απο 'δω χθες βράδυ και τα στράγγιξε όλα. Μέχρι και το Creme de Menthe ήπιε ο αθεόφοβος. Μου άφησε το σπίτι στεγνό.
- Τι νεροχύτης είναι αυτός ρε μαλάκα.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός από γιαγιά για δριμύτατους χασικλήδες, όπου τα μάτια τους σχεδόν στάζουν αίμα και τα ρούχα έχουν ποτίσει πλέον χορτίλα.
-Πέτυχα χθες Μαριγώ μ' το Κωστάκη της Τασούλας και σαν διάολος ήταν... Τα μάτια του κατακόκκινα και κλειστά και βρώμαγε λιβάνι από μακριά... Άπαπα αυτό το παιδί...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.
Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.
Ρήμα: χαρμανιάζω.
«Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)
Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.
Got a better definition? Add it!