Selected tags

Further tags

Τα χάπια ή ναρκωτικά των οποίων η ημερομηνία λήξεως έχει παρέλθει. Επιφέρουν ακόμα πιο έντονες παρενέργειες σε αυτόν που τα έχει πάρει και ωσεκτουτού η συμπεριφορά του είναι ιδιαιτέρως αλλοπρόσαλλη.

Όρος που χρησιμοποιείται μεταφορικά, για να δηλώσει κάποιον που συμπεριφέρεται ακατανόητα, σα να είχε καταναλώσει ληγμένα...

- Δες, δες την τη γιαγιά που τραγουδάει μόνη της μες τη μέση του δρόμου!
- Ρε τα ληγμένα! Πάει αυτή!

Απολαύστε υπεύθυνα. (από Galadriel, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στριφτό τσιγάρο που κατασκευάζεται από ένα τσιγαρόχαρτο, καπνό και χασίς.
Αντίστοιχα: το δίφυλλο, το τρίφυλλο.
Συνώνυμα: γάρο, ντουντούκα, τσιγαριλίκι, μπάφος, φούντα (πυργιώτικη ή καλαματιανή, στα ποδανά νταφού), μαύρο (στα ποδανά: βρομά) ή μαύρη, μαριχουάνα, κάνναβη, παπάς, χόρτο.
Υποκοριστικό: μονοφυλλάκι.

Με πιάσανε στο στρατό με ένα μονοφυλλάκι και είχα τραβήγματα!

(από Galadriel, 25/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαύρο (συγκάλυψη όταν υπάρχουν στρουμφάκιακοντά). Χασίς, μαριχουάνα, χόρτο.

Άσε μαλάκα, ήπιαμε ένα τρίφυλλο Έλληνα και κλάσαμε πάνω μας!

Δες και ποδανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαστουρωμένος, συνήθως από βρομά, ή και ο μεθυσμένος.

- Άσε μαλάκα, τρεις μέρες κλασμένος ήμουν από το πάρτυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαστουρωμένος που δεν έχει επαφή με το περιβάλλον. Βρίσκεται ένα βήμα πριν τον θάνατο και ένα βήμα μετά τον κλασμένο.

Καλά ήταν στο πάρτυ, αλλά όταν ήπιαμε και το βρομά με βρήκανε χεσμένο στο μπάνιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που έχει γίνει λιώμα στο μεθύσι.

Ο Γιώργης έγινε κουρούμπελο απόψε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι υπό την επήρεια ουσίας.

- Ρε Πασχάλη γιατί δε μιλάς;
- Άσε μ' έκλασαν τα ουίσκια πολύ άσχημα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρεζάκι.

- Τσεκάρισε τον κόμη τζάνκουλα, σέρνεται το λείψανο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έμπορας ουσιών.

Πάω στον Μπομπ Ντίλιαν να μου πει κανα τραγούδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ζώνη ή το λάστιχο που χρησιμοποιείται για να σφίξει το μπράτσο να πεταχτούν οι φλέβες.

Σφίξε το πρεζολάστιχο να βρω καμιά φλέβα γιατί κάηκαν όλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified