Selected tags

Further tags

Ο φέρων πλεξούδες ράστα, με ότι αυτό συνεπάγεται (αλλά όχι με την κυριλέ έννοια). Μιλάμε για ακατέργαστες και οργανικές τζίβες της συνομοταξίας ίντυ, εμποτισμένες με θυμάρι, φασκόμηλο και ευωδιαστή ούρδα χασισέλαιου. Σύμφωνα με αστικούς μύθους, συχνά φιλοξενούν αειφόρα οικοσυστήματα πανίδας και χλωρίδας.

Αλλά, δεν περιγράφω άλλο· για πληρέστερη κοινωνιολογική ανάλυση της φυλής, βάμος στο παράδειγμα.

Ασίστ: Dr. Steve Brule.

Την τελευταία δεκαετία έχουν έρθει και φύγει πολλές μόδες από την Ψαροκώσταινα

[…] Μία κατηγορία όμως παραμένει ζωντανή και ακμάζουσα. Ο τζιβάτος, μπαφάτος, χαρτζιλικωμένος χίπης.

[…] Επί το πλείστον ανεξάρτητοι, αυτόνομοι και διασπασμένοι ακόμα και με τον εαυτό τους, οι τζιβάτοι είχαν μια τάση προς τα αριστερά κινήματα με τα πολλά αρχικά: Ε.ΝΕ.Ρ.Γ.ΕΙ.Α, Α.Ρ.ΧΗ. ΑΣ.ΠΡΟ.Δ.ΟΝ.ΤΗ.Σ. και παρόμοιες παρατάξεις ξεπηδούσαν κάθε δεκαπενθήμερο στα τραπεζάκια της σχολής. Και όλα ήταν στελεχωμένα με αφανοφόρους μουσο-ξερόλες και άσχημες γκόμενες με στυλάκι «προσπαθώ να γίνω ακόμα πιο άσχημη».

[…] Ο σωστός τζιβάτος φοράει μεταχειρισμένο σαλβάρι μωβ-μαύρο, all-starάκια που έχουν γίνει παντόφλες απ' τα πολλά σκισίματα και από πάνω μπλούζα 8 νούμερα μεγαλύτερη, συνήθως άσπρη με στάμπα «Ψαροταβέρνα ΤΟ ΚΥΜΑ» ή κάτι παρόμοιο.

[…] Ο τζιβάτος, εκτός από τζιβάτος και μπαφάτος, είναι επίσης σκαλάτος, πεζουλάτος ΚΑΙ γρασιδάτος. Δεν κάθεται σε καφετέριες και μπαρ γιατί είναι σύμβολα της καπιταλιστικής παρακμής στην οποία έχει πέσει η κοινωνία μας και διάφορα άλλα copy-paste απ' το Zeitgeist. Αντ' αυτού, προτιμάει να κάθεται σε μέρη με δέντρα και πράσινο για να είναι πιο κοντά στη φύση που τον εκφράζει. Μόνο που εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα: η Αθήνα ΔΕΝ ΕΧΕΙ πραγματικά μέρη με δέντρα και πράσινο! Ο τζιβάτος ναι μεν θέλει γρασίδι για τον κώλο του, αλλά ταυτόχρονα δε θέλει να απομακρυνθεί και πολύ απ' τις γειτονιές του κέντρου που βγαίνουν όλα τα μουνιά. Οπότε καταλήγει να κάθεται (οκλαδόν πάντα) σε κάτι νησίδες 2 τετραγωνικών μέτρων γεμάτες σκατά σκύλων, με αμάξια και χιλιάδες πεζούς να περνάνε γύρω του, διατηρώντας ταυτόχρονα υφάκι «Ααααχ! Αυτή είναι χαλάρωση...».

[…] Λοιπές δραστηριότητες του μπαφάτου περιλαμβάνουν τζάμπα συναυλίες, συμμετοχή σε βαρετά φεστιβάλ του ΣυΡιΖα, πορείες όπου αν φάει μισό μιλιγκράμ δακρυγόνο θα μας πρήζει τον πούτσο για κανά μήνα, λιώσιμο σε καταλήψεις πάρκων, παρακολούθηση εξαρχειακών μπάχαλων από ασφαλή απόσταση, διάβασμα ποίησης και πούλημα μούρης σε όσους δε διαβάζουν ποίηση.

(Clopyright: «Νομιμοποιήστε το μπάφο, φυλακίστε τους μπαφιάρηδες!», εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του θέματος κόπρ(ο)- και της παραγωγικής κατάληξης -άρω (βλέπε και browsάρω, τσεκάρω, ρετάρω).

Το ρήμα που περιγράφει την περιήγηση στην ζωή δίκην άεργου κυνός.

Συνώνυμα: αράζω, τεμπελιάζω, τεμπελχανιάζω, χαζεύω, μαλακίζομαι.

- Πού 'σαι, ρε μαν; Θα κάνουμε τίποτες την Παρασκευή το βράδυ;
- Ρε Κώτσο, πότε θα στρώσεις την κωλάθρα σου να διαβάσεις; Πάλι θα κοπράρουμε;
- [...]
- Πάμε κάναν Ερυθρό Λέοντα για καμιά μπυρωίνη;
- Μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελευταίο στάδιο Pokemon του τζιβάτου, ίσως με εξειδίκευση και μετεκπαίδευση στον σιτσουασιονισμό ή λικβινταρισμό (εκ των situation και liquidation, κοινώς ο μπαχαλάκιας) ή τον αλκοολισμό ή την πρέζα. Καμία σχέση πάντως με όλους εμάς τους βολεμένους αστούς και λοιπές πόρνες του καπιταλισμού.

Πιθανόν να μιλάμε για εξέλιξη του κοινού ορκ και όχι απαραίτητα τζιβάτου.

- Δεν ξαναπάτησα σε πάρτι στο Πολυτεχνείο από τότε που κουρεύτηκα και άρχισαν να με στραβοκοιτάνε οι διάφοροι εξαρχειωμένοι τύποι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορκ, το.

  • Το άτομο με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας. Είναι συχνή η συν-νοσηρότητα με τοξικομανία και αλκοολισμό.
  • Ο κακοποιός, ο κωλάνθρωπος, η σκατόφατσα. Κάποιος που σε τρομοκρατεί και μόνο με το παρουσιαστικό του, αλλά και που η συμπεριφορά του επιβεβαιώνει τους φόβους σου.

    Κάποιος που δεν θες να συναντήσεις την νύχτα σε έρημο δρόμο ή, αν το καλοσκεφτείς, ούτε την ημέρα, ούτε ποτέ σου τέλος πάντων.

- Το κέντρο της πόλης έχει παραδοθεί στα ορκ και δεν τολμάω να κυκλοφορήσω. - Σιγά, ρε λελέ...

Ένα κλασικό ορκ. (από Dr. Steve Brule, 16/11/12)τελικός κυπέλλου ΠΑΟ - ΠΑΟΚ 26/4/14  (από xalikoutis, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω κλασμεντόλ, δηλαδή τρώω μια μεγάλη τρομάρα: κλάνω μέντες, πατάτες, μαλλί, πετούγιες, μπιφτέκια, κ.ταλ. Επίσης, την έχω την ακούσει (αλλά με κακό τριπάκι).

Εναλλακτικά: κλασμεντέν.

- Για ρωτήστε έναν gamer αν τρόμαξε περισσότερο βλέποντας το Χ,Ψ θρίλερ ή παίζοντας Silent Hill, Dead Space ή Doom 3 με κλειστά φώτα. Ή ακόμα καλύτερα: δοκιμάστε το. Κλασμεντόλ.
(εδώ)

- Εκεί που όλα ήταν κομπλέ,έτρωγε κλασμεντόλ και τα 'χανα όλα..
(εκεί)

- κωλοτουμπεεεεεες...οι μερες σας τελιωνουν κλασμεντολ ολοι σας ... οχι το καζακη..το λαο που θα χαμπαριασει τη δυναμη του κ σας εχει παρει χαμπαρει ευρωραγιαδες!!!αντωνιαδηδες κ ψαριανοι δεξιοι κ ροζουλοι αριστεροι...ουστ ρεμαλια!!!!!πηδα τους καζακαρε κι αστους γκεμπελισκους να τρωνε τα λυσακα τους....ο λαος δε ξεχνα...τους προδοτες τους κρεμα!!!!!
(παραπέρα)

Τρομακτικό πάρτι Halloween, προσφορά των τσιγάρων Clas Menthol Mild (από Vrastaman, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για να δικαιολογήσει κάποια εξωφρενική, ριψοκίνδυνη, κακόγουστη, ίσως και επιλήψιμη πράξη. Ταιριάζει γάντι σε ουσίες, παράνομες ή μη, και κάθε είδους κραιπάλη.

Υποστηρίζεις, λοιπόν, ότι και καλά κάνεις κάτι για να διευρύνεις τους πνευματικούς σου ορίζοντες και εμμέσως, δια του ατόμου σου, το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης.

Απόδοση του αγγλικού φορ σάιενς.

- Αν είναι δυνατόν... έφαγες τελικά την κονσέρβα χοιρινό-κοτόπουλο «MDM»; [ΣτΜ: ;;;]
- Ναι, ρε. Και μου θύμισε λίγο σκυλοτροφή.
- Τι; Έχεις φάει και σκυλοτροφή;
- Εννοείται κι έχω χτυπήσει... για την επιστήμη.
- (κάνει μονομιάς ρισπέκ στον χαρακτήρα του σε κάποιο MMORPG)

Για την Επιστήμη, αγαπητέ Ουώτσον! (από Dr. Steve Brule, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλί που δίνεις έχοντας στα χείλη σου μεγάλη δόση από πραλίνα-σοκολάτα μερέντα. Προσφέρει απόλυτη ευχαρίστηση και ηδονή και υπάρχει ο κίνδυνος ζάχαρου σε μεγάλες ποσότητες.

Μπορείτε άπλα να το δοκιμάσετε.

Η κάποτε αθώα διαφήμιση της Hershey που άρχισε τους βρώμικους συνειρμούς. (από Khan, 05/12/12)Μέρεντα με Kavli (από Vrastaman, 05/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται στο ουδέτερο («χημισμένο») και σημαίνει το προϊόν (κυρίως το ελαιόλαδο) που έχει ελεγχθεί και πιστοποιηθεί από το γενικό χημείο του κράτους.

Από τη λέξη χημεία, εννοείται.

Ζαργκόν των λαδάδων. Δεν εντοπίστηκε στον γούγλη.

Μόνο χημισμένο εξάγεται το λάδι, αλλιώς ξέχνα το.

Got a better definition? Add it!

Published

Πετάω με αναθυμιάσεις / fly on fumes.

Έκφραση που σηματοδοτεί την έναρξη χρονικής διάρκειας κατά την οποία η ποσότητα του αλκοόλ που βρίσκεται στα ποτήρια ή /και στις κανάτες / μπουκάλια φτάνει σε ενοχλητικά χαμηλά δια τους συνδαιτημόνας επίπεδα.

Δευτερευόντως ανταποκρίνεται και στην φάση του ξενερώματος κατά το μεθύσι κατά την οποία οι εξερχόμενοι από την μέθη αρχίζουν να αντιλαμβάνονται την κάμψη της χαλαρωτικής επίδρασης του αλκοόλ και ζητούν επαναληπτική δόση δια την επάνοδό τους στην πρωτύτερη κατάσταση όποτε είχαν κάνει κεφάλι.

Προέρχεται ιστορικά από την ταίνια ''Die Hard'' (Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει) 2, αυτή με τον Μπρούς Γουίλις, κατά την οποία ο πιλότος ενός επιβατηγού αεροσκάφους ομιλεί την παραπάνω φράση '' We're flying on fumes'' σε ασύρματη συνομιλία με τον πύργο ελέγχου.

Εκστομίζεται από πότες ή μπύρωες που έχουν κάνει ήδη κεφάλι από το πιοτό και βλέπουν τα καύσιμά τους να τελειώνουν. Άμεσος σκοπός η παραγγελία νέου ποτού ή το γέμισμα των ποτηριών από ήδη αγορασμένη ποσότητα αλκοολούχου σκευάσματος.

Συνώνυμες φράσεις:
''Άναψε το λαμπάκι του ντεπόζιτου'', ''μένουμε από καύσιμα'', οι οποίες έχουν παρόμοιο νοηματικά, πλην όμως φτωχότερο αργκοτικά, περιεχόμενο.

- Τώρα παράγγειλα άλλα δύο διπλά ουίσκια.
- Σωστόόόόός, πετούσαμε με αναθυμιάσεις εδώ και μισή ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχετυπικός, καθιερωμένος στο συλλογικό ασυνείδητο του κόσμου, καταναλωτής μεγάλων ποσοτήτων, και σε μεγάλη συχνότητα, ζύθου.

Σημαντικός και ο πληθυντικός, διότι απαντάται και σε ομάδες των δύο ατόμων αν και πιο σπάνια.

Κάτοχος μπυροκοιλιάς και πιστός σε πολλά μπυρίτσουαλς. Σε αυτόν απαντώνται όλα τα χαρακτηριστικά ενός μυθικού / μεσαιωνικού ήρωα: αφρόντιστο/ λιγδιασμένο μούσι, ανάσα που αναδίνει την γνωστή οξεία μυρωδιά της μπύρας, ενδεχομένως αφρόντιστου στην ένδυσή του, που χορεύει μόνος του ένα τελετουργικό χορό ταλαντευόμενος χωρίς παρέα, τραγουδάει γκαρίζοντας τα τραγούδια που γουστάρει να ακούει. Ενίοτε επειδή έχει συχνουρία από τις μπύρες, χάνει τον δρόμο του πηγαιμού για, αλλά και του γυρισμού από, την τουαλέτα, γι' αυτό και κουβαλάει μαζί του το μεγάλο ποτήρι μπύρας από το οποίο πίνει.

Κάποιες φορές χρησιμοποιείται τιμητικά για τους μεγάλους μπυροπότες, μπυροπατέρες και μπυροπόττερς με πολλές ε-μπυρίες και πολλά χιλιόμετρα μπύρας στο ενεργητικό τους, που επιδεικνύουν μεγάλη δόξα στο κέφι τους από το ποτό.

Στον υποτιμητικό χαρακτηρισμό αυτού φέρει πολλά χαρακτηριστικά του κλασσικού αλκοόλα, όπως αυτός συναντάται στο υπόγειο Μετρό κάποιων πόλεων της Γερμανίας και άλλων χωρών με υψηλά ποσοστά αλκοολισμού στον πληθυσμού.

Συμπερασματικά έχει χάσει το γούστο του για ψαγμένες μπύρες και αποζητά την κάλυψη της ανάγκης του για ποτό συχνά με ηρωικό τρόπο.

Προέρχεται προφάνουσλυ από την σύνθεση των λέξεων: μπύρα και ήρωας.

- Ο τυπάς δίπλα έφυγε για την τουαλέτα εδώ και μισή ώρα και τον πέτυχα στην πόρτα να κοιτάζει τον τοίχο.
- Άσε και γαμώ τα παιδιά. Μεγάλος μπύρωας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified