Άλλη μια λέξη για την κοκαΐνη, πρβλ. και τα συναφή χιόνι, νιφάδες, χιονόμπαλα. Η έμφαση εδώ στην συμπάγεια και σκληρότητα.
Πηγή: Johnny Black.
Με δύο κιλά κοκαϊνη πιάστηκε πασίγνωστο μοντέλο και αυτό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου.
Άλλη μια λέξη για την κοκαΐνη, πρβλ. και τα συναφή χιόνι, νιφάδες, χιονόμπαλα. Η έμφαση εδώ στην συμπάγεια και σκληρότητα.
Πηγή: Johnny Black.
Με δύο κιλά κοκαϊνη πιάστηκε πασίγνωστο μοντέλο και αυτό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου.
Got a better definition? Add it!
Κλασσική, πλέον, έκφραση. Συνήθως χρησιμοποιείται για υπερβολική χρήση ναργιλέ, που συχνά επιφέρει ευφορία, μαστούρα και παραισθήσεις, ή για παρατεταμένο τσιμπούκι.
Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, έχουμε χειρισμό κάποιου μακριού αντικειμένου με το στόμα.
Έπαλέ, Έπαλε, να χαμε έναν ναργιλέ, φύσα ρούφα τράβα τόνε, να σε βλέπουμε Πελέ! (Σύνθημα οπαδών του Άρη για τον πρώην ποδοσφαιριστή της ομάδας Επαλέ)
Χθες το βράδυ τα είδα όλα! Μια ώρα έπαιρνα πίπα στον Γιάννη και δεν έλεγε να τελειώσει! Φύσα ρούφα τράβα τόνε, ακόμα πονάει το χέρι μου...
προφ από το ρεφρέν του ρεμπέτικου «Δέκα χρόνια δικασμένος»:
Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο γεντί κουλέ
από το πολύ σεκλέτι το 'ριξα στον αργιλέ
Φύσα ρούφα τράβα τονε πάτα τονε κι άναφτονε
φύλα τσίλιες για τους βλάχους κείνους τους δεσμοφυλάκους
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άλλη λέξη για το χόρτο στη ναρκοσλάνγκ.
Συνεκδοχικά, το ποδόσφαιρο από το γκαζόν του γηπέδου.
Το γυναικείο αιδοίο και δη το αξύριστο. Πρόκειται για γαλλιά, όπως και το γκαζόν (πρβλ. το ποτίζει το γκαζόν, για όλα φταίει το γκαζόν κ.ο.κ.)
Το γρασίδι και το γρασίδι είναι το γρασίδι των λαών.
Got a better definition? Add it!
Η κάνναβη.
Για μια άλλη χρήση του λεμονιού στη ναρκοσλανγκ δες το λήμμα μαγείρεμα.
Από την Βικούλα:
Σε διάφορες κουλτούρες, η κάνναβη είναι επίσης γνωστή και ως λεμόνι, κασέρι, τυρί, ντάχα, μαύρο (αν και συνήθως έτσι καλείται το χασίς), βρομά (το μαύρο στα ανάποδα), οξυγόνο, φούντα, νταφού (η φούντα ανάποδα), φού'', τσούρου, πράσο, φορφόλι, τζόϊν (απο το αγγλικό joint), φώξεν, λαλάκι γρασίδι, χόρτο, ντούρου,τσουρί,ντουντού, σμπιγδάνι, ντουμάνι, μπουρούχα (χαμηλής ποιότητας κάνναβη όπως το αλβανικό). Στην Τρίπολη είναι επίσης γνωστό και ως πορτατίφ, λαμπατέρ, φαίος, μπέκος, ρο, ντι βι ντι. Με τον όρο μπάφος ή μπαφιλίκι εννοείται το τσιγάρο που στρίβεται με κάνναβη και καπνό. Χρησιμοποιείται και ο όρος φακός. Το τσιγάρο που δεν περιέχει καπνό, παρά μόνο κάνναβη, ονομάζεται πιούρ (απο το αγγλικό pure). Τα ακατέργαστα φύλλα της κάνναβης, χωρις τον ανθό, είναι γνωστά ως μαριχουάνα. Επίσης ονομασίες συνθετικών φυτών κάναββης (skunk) προέρχονται από την εμφάνιση του φυτού, καθός και απο τον τρόπο επίδρασης και το χρώμα η ακόμα και την ωσμή του καρπού. (γνωστός ως παπάς ή παπάδι)
Got a better definition? Add it!
Χασίσι από Αλβανία μεριά.
Σαφώς χαμηλότερης ποιότητας από το ελληνικό (Καλαμάτα, Μυλοπόταμος τα πιο γνωστά).
Ποιος γαμάει τον αλβανό, έχω το ελληνικό...
(από αθάνατο άσμα του Μηδενιστή)
βλ. και αλβανό
Got a better definition? Add it!
Εμφανίστηκε στο Δ.Π. ως τρίομερκάντο.
Οφθαλμοφανής παραφθορά του ονόματος του γνωστού τοις patsis ελαφρολαϊκού καυλιάρικου συγκροτήματος Τrio Belcanto κατά την δεκαετία του '50 και των αρχών του '60 (μετά την κάναν για τ' Αμέρικα).
Το Τρίο Μπελκάντο χρησιμοποιείται ειρωνικά για να χαρακτηρίσει ομάδες των τριών ατόμων, αοιδών, αιδοίων ή μη. Μυρίζει though ναφθαλίνη!
Παρεμφερές του «καλώς τους Χιώτες» και «καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο» για δυάδες, το «τρεις κι ο κούκος» για τριάδες, «τρεις και το λουρί της μάνας»* και «τρεις σωματοφύλακες» για τετράδες και το πάρτυ με ούζα για δωδεκάδες. Οι αδερφές Τατά, παίζουν για δυάδες, τριάδες, τετράδες ή και πεντάδες αναλόγως της περιστάσεως, κατά το γνωστό άσμα.
Παραγγελία στο Δ.Π. εκ του φίλτατου αλλά προφανώς βαρήκοου χρήστη kpatakas72
(μην με γονιμοποιήσετε στην βαθμολογία please, αυτή η κουφάλα φταίει!)
** Τρεις και το LouReed της μάνας, είναι οι Velvet Underground χωρίς την Nico.*
Σταχυολόγηση από το διαδίκτυο:
Σύμφωνα με την εφημερίδα, «κούρασαν... οι μελωδίες του Τρίο Μπελκάντο (3 υποψηφίων) για την Προεδρία του ΠΑΣΟΚ. Ο κόσμος που ψήφισε το κίνημα που ίδρυσε ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου δεν βλέπει παρά την 11η Νοεμβρίου μπροστά του για να δει και τον Πρόεδρο μήπως και αρχίσει ν' ακούει στ' αυτιά του ο Καραμανλής αντιπολιτευτικό λόγο και να πάψει να είναι ο Κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού παρ' ό,τι διαθέτει ασταθή και ισχνή πλειοψηφία».
Όπως σε κάθε δουλειά υπάρχει ένας Ρουφ, έτσι υπάρχουν και δυο άλλες μορφές για να τον πλαισιώνουν...ίσως και να είναι συγγενείς εξ αίματος, δεν ξέρω. Πάντως είναι γεγονός πως αποτελούν το τρίδυμο λαχνό, σχηματίζουν το τρίγωνο των Βερμούδων, έστω κι αν δε φοράνε βερμούδα στη δουλειά για να επιδείξουν διαγωγή κοσμιοτάτη, όταν βρεθούν όλοι μαζί ως άλλο τρίο μπελκάντο τότε οι υπόλοιποι πάνε για τσιγάρο.
Got a better definition? Add it!
Κάνε μια καλή πράξη.
Όταν βρίσκεσαι σε αναμονή με την ελπίδα να σου στείλουν το λινκ από το εμεσέν, ή να σου εκφωνήσει το γιό γιό ο ψευτοσπυρακωμένος 15χρονος α λα μουφέ «ράπερ» τις παπαριές (οι οποίες πιστεύει πως έχουν κάποιου είδους ομοιοκαταληξία).
Όταν σου 'χει βάλει στο πιάτο η μάνα σου φακές, και σε ρωτάει αν θες φέτα μέσα.
Όταν σου λέει ο αληταράς γκόμενός σου ότι θα σου σπάσει τα πόδια για τον λόγο ότι τα ανοίγεις παντού, και συ απαντάς με τούτο το λήμμα και στο τέλος διακρίνεις μια θολούρα και έναν ορό που τσίμα-τσίμα βλέπεις.
Όταν έχετε βρει (επιτέλους) την τρύπα και του το λες διότι σκάλωσε στη μύξα που προεξέχει από το ρουθούνι σου.
Όταν έχει πέσει ήδη ο άλλος από την ζεμπεκιά που χώσατε μετά από 34 ρακές, και είσαι και συ εννοείται στο πάτωμα με τη μούρη, και σου λέει «Τλρλμλώρλα θε δείζ τη γαμιστρελή μμμ φιγούρλαα... μπουζμλμν...», του λες αυτό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σημαίνει, μεταξύ άλλων:
- Είδες πως έχει καταντήσει ο Τάκης; Έχουν μαυρίσει τα δόντια του απ’ τη ζου.
- Πού μαύρισες έτσι χειμωνιάτικα; Για σκι ήσουνα;
- Ναι, είπα να κάνω διακοπές.
- Αράχοβα;
- Όχι, Μεγάλο Πεύκο...
- Μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη και τις πυρκαγιές του καλοκαιριού, ο κοσμάκης είδε κι απόειδε, τη μαύρισε την κυβέρνηση στις εκλογές κι ο πρωθυπουργός έφυγε νύχτα.
- Έχει μπει η άνοιξη, όλος ο κόσμος διασκεδάζει έξω κι εγώ τη βγάζω στο γραφείο από σκοτάδι σε σκοτάδι. Έχω μαυρίσει ρε πούστη μου!
- Τα’ μαθες; Ανακαλούνται όλες οι άδειες!
- Γιατί ρε γαμώτο;
- Έπεσε μαζική δηλητηρίαση στην ταξιαρχία, ακούστηκε απ’ τα Μ.Μ.Ε., έφτασε στ’ αυτιά του Α/ΓΕΣ, πλακώσανε Ε.Δ.Ε. και τα τέτοια, γάμησέ τα!
- Καλά κι εμείς τί φταίμε;
- Ε, δεν καταλαβαίνεις; Ο δίκας έχει χεστεί γιατί τρίζει η καρέκλα του, θα’ ρθουν και τίποτα κλάραμπελ (Σ.Σ. γαλονάδες με διπλά φύλλα δρυός στο κεραμίδι του πηλικίου, «κλάρες») για επιθεωρήσεις, άντε ξανά-μανά βαψίματα και καθαρισμοί, είναι άρρωστοι κι οι μισοί φαντάροι, ετοιμάσου για πούτσα με λέπι φίλο!
- Πανάθεμα το μάγειρα που μας μαύρισε τη μονάδα καλοκαιριάτικο!
- Πού θα δηλώσεις μετάθεση;
- Δέλτα-δέλτα Σαλαμύκονος (Διεύθυνση Διοικήσεως), αφού είναι μισή ώρα απ’ το σπίτι μου στο Περιστέρι, άσε που σημαίνει «Δεν Δουλεύω» απ’ οτι μου’ πανε...
- Δεν τα ξέρεις καλά! Το καλό που σου θέλω βάλε γρήγορα βύσμα για πλας Σούδα να σε παίζει 15-10 οφφ, γιατί στη Μπακαουκία πάνε όλα τα μαμούθ! Το μεγάλο βύσμα τρώει το μικρό κι εσένα σε βλέπω να λιώνεις στα καζάνια! 100 υπηρετούν στη δέλτα-δέλτα, 10 εμφανίζονται στην πρωινή κλήση και 3 μένουν για αγγαρείες, χώρια που σε ξαποστέλνουν σε άλλες υπηρεσίες για θελήματα. Έχει μαυρίσει η δέλτα-δέλτα! Ξέρεις πώς τη λένε τώρα; «Δανείζουμε Δούλους»...
- Έκανε να σηκωθεί ο Μητσάρας, να πει την κουβέντα του στην απέναντι παρέα λόγω παρεξήγησης και πριν τελειώσει, πλακώνουνε κάτι μπεχλιβάνηδες και τον κάνουνε τόπι! Μιλάμε, τον μαυρίσανε για τα καλά! Εμ, βλέπεις ήθελε να κάνει φιγούρα στη γκόμενα ότι δε μασάω κι έβαλε και στα μπατζάκια του...
Got a better definition? Add it!
Το βιαστικό, κρυφό κάπνισμα ινδικής κάνναβης, λόγω της πιεστικής κατάστασης, ή της προσπάθειας να μην συλληφθείς επ αυτοφώρω. Χρησιμοποιείται και ως ακόμα ένα συνώνυμο του μπάφου.
Τους πέτυχα κάτω στην πυλωτή να μαλακίζονται. Μάλλον ντούρου θα 'κάναν πάλι.
Ένα ντούρου και πάμε για ύπνο...
Got a better definition? Add it!
Η φράση χρησιμοποιείται για να τονίσει την επίδραση μιας ουσίας στην νοητική κατάσταση του ομιλούντα. Είναι συνώνυμο του την άκουσα, μόνο που εδώ χρησιμοποιείται για γενικότερο αποτέλεσμα ανεξάρτητα από θετική ή αρνητική σημασία.
- Συγκεντρώσου λίγο στο παιχνίδι ρε, χάνουμε. - Άσε, μου την είπανε οι μπύρες και είμαι ζαβλακωμένος τώρα.
- Τι έχει ο Σωτήρης; - Του την είπε ο μπάφος...
Got a better definition? Add it!