Selected tags

Further tags

Ο μπάφος με αναγραμματισμό. Παρουσιάστηκε στο γνωστό τραγούδι των Locomondo.

«Έχει τα κέφια του ο Drogba και φέρνει βόλτες ο φοσμπά.»

(από Vrastaman, 21/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεθυσμένος. Κλασικός χαρακτηρισμός δεκαετίας και βάλε.

- Τι έγινε, θα βγούμε απόψε;
- Μπα, δεν την παλεύω. Πέρασε ο Γιάννης εχθές από το σπίτι και έγινα κόκαλο.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που γίνεται αλοιφή από υπερβολική χρήση αλκόολ ή άλλων ουσιών.

- Άσε, χθες βγήκα με τα παιδιά και να τα κεράσματα, να τα σφηνάκια, φιλτιμπίνι έγινα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αλκοολούχα ποτά. Ίσως ξεκίνησε από τα κακής ποιότητας ποτά (το χαλασμένο κρασί γίνεται ξίδι), αλλά πλέον σημαίνει τα ποτά γενικά.

Χθες ήρθε ο Βαγγέλης σπίτι και λιώσαμε στα ξίδια!

(από Khan, 17/01/13)(από Khan, 09/09/14)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που το παίζει το πιο γερό ποτήρι. Σε παραλληλία με το τρελάκιας.

Πιέτε ποτά ρεεε... α ρε ποτάκηδες...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μαστούρης ή μεθύστακας. Μεταφορικά, αυτός που λέει ή κάνει παλαβομάρες, ή που είναι εθισμένος με κάτι.

  1. Ρε καμένε πάλι στον υπολογιστή είσαι; Βγες λίγο!

  2. - «Ροζ δελφίνια πετάνε στο έδαφος της αμφιβολίας».
    - Τι λέει πάλι ο καμένος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που είναι υπερβολικά σουρεαλιστικό και παλαβό. Κάτι που μπορεί να το σκέφτηκε κάποιος μόνο αν είχε καεί με ναρκωτικά.

Βλέπεις Μπομπ Σφουγγαράκη; Πολύ καμμένο μικιμάου!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε μια κατάσταση ή κάτι που είναι υπερβολικά ψαγμένο, τρελό, σουρεαλιστικό, καμμένο. Αντίστοιχα αναφέρεται στον εθισμό.

  1. - Την κατάλαβες εσύ αυτήν την ταινία; - Κάψιμο σου λέω... Τι πίνει αυτός ο σκηνοθέτης;;

  2. Ρε συ άρχισα να παίζω WoW.. μεγάλο κάψιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποτό μπόμπα. Ενίοτε σημαίνει ήπια τα κέρατά μου.

  1. - Τι ποτό πήρες; - Λιωσέ κουέρβο...

  2. - Τι κάνατε χτες; - Αράξαμε στου Θωμά. Λιωσέ κουέρβο σου λέω!

Από το λιώσιμο και την τεκίλα Χοσέ Κουέρβο. Βλέπε και Θήβας Ρήγκαλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήπιαμε πολύ... Κάποιος με κοπάνησε δυνατά...
Πολλοί ορισμοί.

Μου έσκασε μια μπάτσα και την άκουσα στέρεο ρε φίλε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified