Selected tags

Further tags

Όταν το μαλλί είναι τελείως ίσιο χωρίς να πετάει ούτε μία τρίχα.

- Ωραίο μαλλί ρε Ρούλα...
- Φράπα, ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντός, χοντρός και καραφλός άντρας.

- Καλά είδες τον τύπο που τα έφτιαξε η Μαίρη;
- Ναι ρε συ! Καλά τι του βρίσκει του θερμοσίφωνα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασική μέθοδος κάλυψης / απόκρυψης φαλακρών περιοχών μακραίνοντας τα πλαϊνά υπαρκτά μαλλιά και κολλώντας τα με διάφορους τρόπους κατά πλάτος της κεφαλής ώστε να βρουν τα μαλλιά της άλλης πλευράς.

Ο Σπύρος σε λίγο θα ξεκινήσει την αλεφάντεια...

και στις καβλύτερες οικογένειες (από xalikoutis, 26/09/08)έλα, λίγα λόγια, λέμε! (από BuBis, 25/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα ποικίλου και εποχικού περιεχομένου.

Μέχρι προ 6 μήνών σήμαινε κουρεύω την κόμη μου τύπου ημί αφανέ, ημί μακριά κατά τα πρότυπα της ευήθους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.

Πλεόν χαρακτηρίζει την έχουσα κόμη τύπου κοτσίδας τελευταίας Ρωσίδας στριπτιτζούς, συνοδευόμενη από ατάλαντο γκόμενο με κακή άρθρωση του σίγμα κατά τα πρότυπα της ευθήους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.

- Άχου το βρε το Ριτσάκι πως μεγάλωσε, δεν φαντάζεσαι.. Ψήλωσε... Ομόρφυνε... Τάμτεψε...
- Ά το χρυσό μου... Έκανε το μαλλί του σγουρό κοντό;
- Όχι, κυκλοφορεί σα Ρωσίδα και τά 'μπλεξε με τον πέμπτο ξάδερφο του Νίκου Μίχα.

(από acg, 22/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαρμακευτικό σκεύασμα που χρησιμοποιείται για να ξορκίσει τον ανδρικό εφιάλτη της φαλάκρας. Τα αποτελέσματα είναι φτωχά, οπότε μετά ο παθών φιλοσοφεί τη ζωή και με νέα γνώση διακυρήσσει ότι η καράφλα προκύπτει από την έντονη σεξουαλική του ζωή, άρα είναι υπερήφανος γι' αυτή. Με την άνοδο του YouPorn, RedTube κτλ προβλέπεται λοιπόν και αύξηση της ζήτησης καραφλάιζερ...

- Μισό λεπτό να βάλω καραφλάιζερ και φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων αραιωμένη την κορυφή του τριχωτού της κεφαλής και αφήνει κοτσίδα ή μακριά μαλλιά, κατάλοιπο νεανικών χρόνων.

Πουλικάκος, τίποτα άλλο.

(από Cunning Linguist, 20/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξανθό στο μαλλί των μελαχρινών, είτε ως ανταύγεια είτε ως βαφή, το οποίο στο συγκεκριμένο τύπο γυναίκας δεν ταιριάζει «ούτε με ενέσεις». Κλασσικό παράδειγμα «γουστέλλειψης». Απαντάται σπανίως και σε άνδρες.

- Περίμενα κι εγώ τη Θεά που θα'ρχόταν μαζί με τον Μπάμπη.. Κι σκάει μια μ'ένα μαλλί ξανθεμετί... δράμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαλάκρας, ο έχων την κεφαλήν ανακλαστήρα. Από την ομώνυμη σειρά με τον Telly Savalas.

-Και του λέω, «πού κουρεύεσαι να γυαλίσω τα παπούτσια μου ρε Κότζακ;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified