Στον τριαντά βρήκα το «αφήνω μαλλιά, μούσι» κτλ, που είναι βεβαίως εδραιωμένη χρήση του ρήματος κατά το σχήμα αφήνω (= δεν παρεμβαίνω) τα μαλλιά/ το μούσι μου να μακρύνουν > αφήνω μαλλιά/μούσι κτλ.

Αυτό που δεν βρήκα, όμως, είναι η εξόχως σουρεαλιστική, κατά τη γνώμη μου, φράση «αφήνω κάτω τα μαλλιά μου» που σημαίνει δεν τα πιάνω κοτσίδα «πάνω», αλλά τα αφήνω ελεύθερα.

Άλλο ρήμα που βρήκα στο νέτι ήταν το «ρίχνω» που έχει κάτι το αγριοσουρρεάλ.

Επίσης, το «αφήνω τα μαλλιά μου» σημαίνει «δεν τα πιάνω, τα αφήνω ελεύθερα».

Το χώνω περισσότερο για τον γερμανό μεταφραστή που μάλλον θα φάει μπλε οθόνη αν το δει κάπου, και για την διαπίστωση του σουρρεαλισμού της φράσης, παρά για το αργκοτικό της υπόθεσης.

- Τι έγινε ρε, το κούρεψες το μαλλί;
- Όχι ρε, απλά είναι μέσα στη μπίχλα και άμα τ' αφήσω κάτω φαίνεται...
- Καταλάβατε;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τελείως φαλακρός, ο καραφλάζ. Ετυμολογείται μάλλον από το γουλί (κουρεμένος με την ψιλή), αλλά οι κακές γλώσσες λένε ότι έχει να κάνει με τον γνωστό αστέρα του Χόλιγουντ Γιουλ Μπρίνερ που έδειξε το δρόμο.

Επίσης, γιούλης.

  1. - Στο ταμείο θα δεις έναν γκιούλη. Σ' αυτόν θα πας.

  2. - Ρε συ, νιώθω άσχημα με τη μαλλούρα. Όλοι γκιούληδες είναι εδώ μέσα.

  3. - Είναι δυνατόν; Πιο πολλά σαμπουάν από μένα έχει ο γκιούλης. Τι τα κάνει μου λες;

Yuliy "Yul" Borisovich Brynner (από panos1962, 29/10/09)Pierluigi Collina (από panos1962, 29/10/09)Ό άξιοτερος όλων (από BuBis, 29/10/09)Ceci n\'est pas Γκουζγκούνης (από Vrastaman, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερκατσαρό μαλλί, σαν αυτό που έχουν οι νέγροι, οι αφρικανοί, εξού και το όνομα. Ο όρος προέρχεται από την αγγλική ορολογία της τρίχας (afro ή fro).

- Το άφρο μαλλί δεν είναι πια της μόδας.
- Ευτυχώς!

(από ironick, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλοι γνωρίζομεν τας αρνητικάς επιπτώσεις της ανδρικής αλωπεκίασης, ειδικά όταν επρόκειτο δια να προσεγγίσομεν το έτερο φύλο. Ωσεκτουτού, ίνα διασκεδάσωμεν την όλη κατάσταση και δια να σατυρίσομεν το γεγονός της μη χρήσης πλέον σαμπουάν, χρησιμοποιούμεν τον όρο «Karafline» (εκ του καράφλα και line) δια να δώσουμε μία πιο μονδέρνα εκδοχή στο όλο θέμα.

Αρίστανδρος: «Εμ, Υφικλή... δεν θέλω να σε απογοητεύσω αλλά... τα μαλλιά σου σού λένε αντίο!»
Υφικλής: «Δεν υφίσταται τέτοιο θέμα φίλτατε, αφού κάμω χρήσιν ειδικού σαμπουάν!»
Αρίστανδρος: «Και ποίο λέγω είναι αυτό;»
Υφικλής: «Χρησιμοποιώ μόνο προϊόντα της σειράς Karafline!»
Αμφότεροι: «Χε χε χε!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified