Το χιλιοτραγουδισμένο βυζί, στα ποδανά.

Πάσα: Ηodjas, σχολιάζοντας εδώ.

- Άρε Kate να είχες κανένα νούμερο μεγαλύτερα (.)Υ(.)
- Τι λετε ρε η Kεητ ειναι απλα θεα. Και μια χαρα ζυβι εχει!
(για την φακιδομύτη του Lost, εδώ)

- Άτσα ζυβί ο Νώντας, την αναβόλα μου μέσα!

- Εγω τα στραπλες τα φοραω με σουτιεν βαζοντας μονο μια τιραντα (πιανει απ'το δεξι ζυβι στο αριστερο). Και κραταει το στηθος καλα,κι αν χαλαρωσεις τελειως την τιραντα δεν πιανεται τοσο ο αυχενας.
(εδώ)

Το "χαμένο" ζυβί της Κέητ (από Vrastaman, 10/05/10)...ν\'ν\' κακό στην τελική (από Vrastaman, 10/05/10)(από Mr. Cadmus, 10/05/10)Αφιερούται τη σλανγκοτήμ: Κάτω στο γιαλό-κάτω στο περιγιάλι" υπο Π.Ι. Χαρβή... (από HODJAS, 10/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα ποδανά (=ανάποδα): το μουνί. Αναφέρεται σε πρόσωπο, οπότε μπορεί να θεωρηθεί και αντωνυμία.

Πού είσαι ρε φίλε, τι έγινε; Κανά νιμού, παίζει;

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιθανώς στα ποδανά (=ανάποδα) η μορφή του λήμματος «πούτσα», που χρησιμοποιήθηκε από τον καλλιτέχνη Χάρρυ Κλύνν σε παλιές κωμικές εκτελέσεις.

- Τσάκα την τσαπού, ολέ ολέ!... Σε λίγο, όλοι θα κυκλοφορούμε με μία τσαπού στο στόμα!

(από Khan, 29/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από Αόριστος του «είμαι», είναι και το μουνί στα Ποδανά. Το χρησιμοποιούν παιδιά στο Δημοτικό, άντε και στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, καθώς και οι καβουροσλανγκόσαυροι που το αναπαράγουν.

Υπερβολικά χαζό για να μπει και παράδειγμα κιόλας...

(από Hank, 17/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρύ εστί το άπατο πηγάδι. Συνήθως αναφέρεται και στις δύο οπές χωρίς διακρίσεις. Επίσης μπορεί να υπονοεί συνήθως το γυναικείο όργανο, αλλά μπορεί και να χρησιμοποιηθεί και σαν χαρακτηρισμός κατάστασης όπως πατρύ λοκώ, πατρύ βιεϊρά.

«Χθές, ήμουν με το γυναικάκι και της έσκισα την πατρύ. Μετά πήρα πατρύ λοκώ και στο τέλος πανηγύρισα σαν τον πατρύ Βιεϊρά»

Σημείωση. Ο Βιεϊρά για όσους δεν ξέρουν είναι Γάλλος ποδοσφαιριστής, υπήρξε μεγάλος αμυντικός μέσος ο οποίος μεγαλούργησε τα προηγούμενα χρόνια. Τώρα που εγέρασε κολλάει τα τελευταία του ένσημα πριν την σύνταξη. Το πλήρες όνομά του είναι Patrick Vieira εξού και το λογοπαίγνιο.

Patrice Loko (από poniroskylo, 31/07/09)Patrick Vieira (από poniroskylo, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται αντί για την λέξη «πορνό», όταν δεν θέλετε να καταλάβουν τι εννοείτε.

- Ρε Μιχάλη, πάμε στου Τάκη να δούμε καμια τσόντα...
- Σκάσε, μας ακούει ο μπαμπάς!
- Ρε Μιχάλη, πάμε στου Τάκη να μας βάλει καμια ταινεία ονροπ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ποδανή λέξη, και προέρχεται από γνωστό υπερρεαλιστικό ποίημα των ποδανών, το εξής:

Ο τσάρος, που;
κι ο νάρος μου,
τα δυο να βουλώνουν, μα...

Για τους ποδανόφωνους, ο τσάρος δεν είναι άλλος από τον πούτσαρο.

Λακαμά, χθες δίβρα ρασαπέ από την Νηέλε και της πέταξα έναν τσάρο....

(από John Kar, 21/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Η πολυτραγουδισμένη μουνάρα στα ποδανά.

- Πηγαίνω στα εκάστοτε σούπερ-μάρκετ της Κέρκυρας, κι όταν βλέπω μία πολύ ωραία μεναγκό, μία πολύ ωραία κυρία ναραμού, τήνε βλέπω χαρισματικά, και τήνε βλέπω στα μέα και στα σέα και εμπλουτίζομαι και λέω «Η ζωή υπάρχει». Αφού υπάρχει Λακιώτης, υπάρχει και η μεναγκό. Αλλά ένα πράγμα θέλω να σας πω. Αν στη ζωή μας αποβάλουμε τον έρωτα, την ζωή, την τρυφερότητα...
- Τελειώσαμε!
- Τελειώσαμε από χέρι! (Ο θεούλης Λακιώτης μιλάει για τον άγιο Βαλεντίνο εδώ)

Στο 3.05 του έπους. (από Khan, 14/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Βήτα-ζήτα ή, αντεστραμμένον και έτι ξεκαρφωτικότερον, ζήτα-βήτα (γραπτώς ΖΒ ή ΒΖ) είναι συνθηματικός ποδανισμός με επίφαση αρκτικόλεξου για τη βίζιτα, δηλαδή είτε την ίδια την πράξη της επ' αμοιβή συνουσίας είτε για την πουτάνα ως πρόσωπο, δηλωμένη ή μη αδιάφορον.

Σαπά: τζόνι μπλακ.

Ρε βλάκα μ' αυτήν πήγες κι έμπλεξες; Όλος ο κόσμος το ξέρει οτι είναι ζήτα-βήτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουστάκι στα ποδανά.

1. Οσο για το πηδημα επειδη εισαι στακιπου πρεπει να γινω και γω δηλαδη;

2. χαζος .... κοντος ευτυχως που δεν ειμαι και στακιπου θα ειχε δεσει το γλυκο.

3. δες αν σου άφησε κανένα καρότο στο ψυγείο εκείνο το στακιπου ο Γαβρίλος σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified