Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα...

Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα.

1
- Ωραίο μουνάκι ρε η Σοφία... φαίνεται και εύκολη... θα πάω να χωθώ...
- Αφού δεν έχεις πάπια...
- Ε και;
- Είναι σελογκόμενα.

2
Γιούλη: -Θέλω ο άλλος να είναι ευγενικός, δυναμικός, έξυπνος, αστείος, όμορφος, πιστός. Θέλω να τον θαυμάζω και να έχει μεγάλη πούτσα.
Μαρία: -Εγώ θέλω να έχει μηχανή.

Η Μαρία είναι σελογκόμενα.

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οφθαλμολογική πάθηση ορισμένων Ελλήνων οδηγών κατά την οποία το κόκκινο και το πορτοκαλί των φωτεινών σηματοδοτών θεωρούνται αποχρώσεις του πράσινου, οπότε δεν προκύπτει λόγος να σταματήσουν.

-Ε, πού πας ρεεε, θα μας σκοτώσεις; Κόκκινο είναι! Αφαναροψία έχεις;;;

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πανούργο και ηθικά επαίσχυντο άτομο που, κατά την αναζήτηση ταξιού, πάει και στέκεται δέκα μέτρα πιο πάνω από σένα στο δρόμο, ώστε να σταματήσει πρώτος το ταξί.

Ο ......., που συνελήφθη σήμερα για τη ληστεία, είναι σεσημασμένος ταξιδύτης.

(από jesus, 28/11/10)

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νεοεμφανισθείσα συνομοταξία πλασμάτων που κυκλοφορούν μόνο σε ολιγομελείς ομάδες και απαρτίζονται πάντοτε από: 1 άντρα με τουπέ, 1 γυναίκα απαραιτήτως ξανθιά, επίσης με τουπέ, μικρή ποικιλία παιδιών, 1 τζιποειδές τροχοφόρο με κίνηση 4x4. Τα πλάσματα αυτά πολλαπλασιάζονται επικινδύνως και ενδημούν σε εύκρατα κλίματα, ειδικά δε σε ήσυχα και σχετικά άσπιλα μέρη της φύσης, τα οποία φυσικά παύουν να είναι ήσυχα και άσπιλα μόλις ενσκήψουν οι τζιπηγένειες. Ας τονιστεί ότι στις τζιπηγένειες τα πόδια είναι διακοσμητικά και δεν λειτουργούν, γι' αυτό οι καημένες πρέπει να πηγαίνουν ώς την άκρη της λίμνης, της θάλασσας, του βουνού με το τζιποειδές τουτού τους.

Ορισμός σαφής.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός της Κυριακής. Το είδος του ανθρώπου που, όταν ξημερώσει η πολυπόθητη μέρα, φορτώνει το αυτοκίνητο του (συνήθως sedan-μαούνα) με τη γυναίκα του, τα δυο του παιδιά, το σκύλο του, την πεθερά του, το φίκο απ'το σαλόνι κι άλλα τιμαλφή και «βγαίνει βόλτα να ξεσκάσει».
Οδηγάει με 20 χλμ/ώρα στην Αθήνα (και τους περιφερειακούς σ'αυτήν δρόμους) θαυμάζοντας τα λιγοστά δέντρα, τα σπίτια, τους κάδους του Δήμου Αθηναίων και άλλα αξιοπερίεργα, δημιουργώντας πίσω του μια τεράστια ουρά αυτοκινήτων που οι οδηγοί τους αναρωτιούνται αν τελικά έκαναν λάθος και είναι στο δακτύλιο πρωί Δευτέρας.
Αν δώσετε πολλή προσοχή, μπορεί να ακούσετε και τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν τα νεύρα όταν σπάνε.

- Άντε ρε κυριαγόοοοοο, ξημερώσαμε βρεεεεεεε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την εταιρεία Peugeot, αναφέρεται σε διαδρομή με τα (δύο) πόδια.

- Με ποιο αυτοκίνητο θα πάμε;
- Με πεζό δύο. Έχει πολλή κίνηση ρε 'συ.

Πεζώ με καλές ζάντες. (από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ.)
ύστατος + (αγγλ. flash = σηματοδότης).
Ο ασυνείδητος οδηγός που θυμάται ή συνηθίζει να ανάβει τον σηματοδότη (φλας) ένα ή δύο μέτρα πριν τη στροφή.

Παραλίγο να γίνει καραμπόλα γιατί ο μπροστινός ήταν υστατοφλάστης.

Got a better definition? Add it!

Published

Μια λέξη που ενσωματώνει την ταχύτητα της σφαίρας, όπως και την ταχύτητα και πολυτέλεια της Ferrari. Μια λέξη 2 σε 1 δηλαδή.

Χρησιμοποιείται για να εκφράσει έκπληξη, θαυμασμό κάποιου για ένα σπιντάτο και πολυτελές μέσο μεταφοράς. Χρησιμοποιείται επίσης για να εκφράσει το δέσιμο κάποιου κάτοχου με ένα τέτοιο αντικείμενο πόθου καθώς και την ανάγκη κάποιου να φαντασιωθεί πως το μέσο μεταφοράς που διαθέτει είναι πολυτελές και σπιντάτο.

- Καλά, η βάρκα που αγόρασα πρόσφατα είναι σκέτο σφαιράρι. Γι' αυτό κι εγώ την έβαψα κόκκινη και την ονόμασα κι έτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξαδερφάκι του γκαζοφονιά.

Οpel manta και εξάτμιση μπουρί ο γκαζόβλαχος!

(από βουκεφάλας, 06/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οδηγός τζιπουροφορτηγίδας ή πολυτελούς μαούνας, της οποίας το κόστος απόκτησης και το μέγεθος είναι αντιθέτως ανάλογο με το βαθμό οδικής συμπεριφοράς του «χοιριστή» της, καθώς και της πρακτικότητας της σε αστική χρήση..

Θα παρακάμψει με άνεση μια σειρά προπορευόμενων οχημάτων που περιμένουν σε ένα φανάρι για να στρίψουν φροντίζοντας να περάσει μπροστά από το σηματοδότη, να παρακωλύσει το ρεύμα που συνεχίζει ευθεία και προς τις δύο κατευθύνσεις (αν είναι δυνατόν) και θα απαιτήσει μόλις το φανάρι του ανοίξει - γιατί πιστεύει πως κι αυτό πλέον του ανήκει - ο οδηγός του οχήματος που είναι πια πίσω του να το αφήσει για λίγο (δεν θα χαλάσει κι ο κόσμος) και γεμάτος χαρά και υπερηφάνεια να σταθεί διακριτικά σε σημείο που να είναι αντιληπτός από τον κύριο Σαζγράφογλου και με μικρή υπόκλιση/νεύμα να του γνωστοποιήσει πως αν ήθελε μπορούσε να ξεκινήσει...
...γιατί αν του κορνάρει θα ήταν το λιγότερο άκομψο - αν όχι αγενές και άδικο γιατί έχει σημαντικότατες υποχρεώσεις να φέρει σε πέρας, μιλάει σε ένα τουλάχιστον κινητό και γενικά ο χρόνος του είναι πολυτιμότερος από οποιουδήποτε άλλου που κάνει χρήση των δρόμων μόνο και μόνο για να τον καθυστερεί...

Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι αρκετά, αλλά για να μην το κουράσω, μένω στο παραπάνω το οποίο θεωρώ αντιπροσωπευτικό του «επιθέτου»... κατάλληλο και για κυρία ή δεσποινίδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified