Από το αγγλικό mod, που στην συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί σύντμηση της λέξης modification και αναφέρεται στην διά χειρός τροποποίηση μίας συσκευής για να κάνει κάτι παραπάνω (ή κάτι διαφορετικό) από αυτό είχε κατά νου ο κατασκευαστής.

(Να μην συγχέεται με την άλλη σημασία της λέξης mod, αυτή που αποτελεί σύντμηση της λέξης modulo, και παραπέμπει σε μαθηματικές έννοιες, θεός φυλάξοι...)

Κλασσικό παράδειγμα μόντας είναι τα τροποποιημένα παπιά (όχι τα πτηνά, αυτά με τις ρόδες), με παράξενες εξατμήσεις σέμπρικ, σέλες, πηρούνια, τροχούς και κινητήρες.

Άλλο παράδειγμα είναι ο Υπολογιστής που ο ιδιοκτήτης έχει ξηλώσει τους αρχικούς μηχανισμούς απαγωγής θερμότητας και έχει εγκαταστήσει στη θέση τους ένα μικρό ψυγείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πληροφορική

Από τους επαγγελματίες της πληροφορικής, ως big irons χαρακτηρίζονται οι servers. Όχι οι απλοί servers, αλλά οι μηχανές που ζυγίζουν περίπου ένα τόνο και φιλοξενούνται σε racks τουλάχιστον 24U.

Στην πληροφορική ο όρος προέρχεται από τη δεκαετία του '90 όπου, στην αυγή της εποχής των PC, οι μηχανές αυτές άρχισαν σιγά σιγά να μπαίνουν στο περιθώριο. Θυμάμαι με νοσταλγία ένα Perkin Elmer 90 το οποίο ήταν μαζί με τους δίσκους και τις ταινίες του 4 racks 220 x 50 x 50 cm, και είχε κεντρική μνήμη (RAM) 728ΚΒ και δύο δίσκους 32inch x 80 Mb. Όταν το πετάξαμε, κάναμε 4 άτομα 3 ημέρες να το λύσουμε γιατί δεν έβγαινε από την πόρτα του computer room.

  1. Αυτοκινητιστές

Big irons λένε οι ψαγμένοι φορτηγατζήδες τους μεγάλους σε όγκο τράκτορες με τους ατελείωτους ίππους, ή τα βαρέος τύπου μηχανήματα.

Ο όρος προέρχεται από τις ΗΠΑ, όπου ως γνωστόν εκεί και λόγω BIG αισθητικής της χώρας και του λαού, η παραγωγή και χρήση ΜΕΓΑΛΩΝ οχημάτων είναι σύνηθες φαινόμενο.

  1. Data Center
    - Ρε παιδιά, το ένα τροφοδοτικό του server δεν παίζει. Δίνει fault στο panel.
    - Μη μασάς ρε. Big iron είναι. Έχει άλλα 3 τροφοδοτικά on-line.

  2. «Την περασμένη εβδομάδα πήγαινα Θεσσαλονίκη με το 142 (Scania) και στο Μαλιακό με περνάει ένας Ολλανδός με ένα big iron που δεν κατάλαβα από που ήρθε... Μαλλιά πήγαινε ο δικός σου. Μου φάνηκε σαν Volvo αλλά δεν είμαι και σίγουρος».

(από dimitriosl, 20/03/10)(από dimitriosl, 20/03/10)(από dimitriosl, 20/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Ανορθόγραφο υποκοριστικό του γνωστού «κρόσσι»: νηματοειδής απόληξη του στημονιού της ύφανσης, ως διακοσμητικό τελείωμα χαλιών, υφασμάτων κτλ. όπως διαβεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος εδώ.

B) Στα σινάφια των μηχανόβιων, χαϊδευτικό – υποκοριστικό για μηχανάκι για διαδρομές εκτός ασφάλτου (χώμα, λάσπη, ανώμαλος δρόμος, φευ! επαρχιακές οδοί).

Δεν υπάρχει έφηβος, κι όχι μόνο, με το πειραγμένο γονίδιο που να μην το πόθησε κολασμένα, συχνά περισσότερο κι από τη γκόμενα που έβαζε να καθίσει στο παπί του. Κάτι η εκτοξευμένη σε άλλη πίστα εκτίμηση των γύρω με τα ίδια μυαλά, κάτι η εντύπωση μιας επικίνδυνης αλητείας που σε πάει παντού και κυρίως, η σιγουριά που δίνει το μουγκρητό ανάμεσα στα σκέλια, πως το αντριλίκι αυξάνει με τα σκονισμένα χιλιόμετρα, δεν είναι και λίγα σαν ανταπόδοση μιας επένδυσης που κόστισε κάμποσες λιγότερο ή περισσότερο μίζερες εργατοώρες εδώ κι εκεί.

Προφανώς, από το αγγλικό «motocross»: αγώνες ανώμαλου εδάφους.
Συμπληρωματικό / εναντιωματικό: «στριτάκι».

Γ) Στα σινάφια μπουρδελιάρηδων και δη, όσων τους αρέσουν τα ξινά, νεαρός (συνήθως)… αρτιμελής έως αρτιμελέστατος, που τη βρίσκει με το να δίνει κώλο (αλλά και για το γάμιστρο) ντυμένος από ξέκωλο έως θεόμουνο, αντίστοιχο στοκάρισμα, περούκα και ανάλογα κοσμήματα, φρου φρου κι αρώματα.
Ασφαλώς, οι θηλυπρεπείς με τον αντίστοιχο… αέρα πείθουν περισσότερο ανεβάζοντας (μάλλον) τη… διάθεση.

Προφανώς από το αγγλικό «crossdresser»: παρενδυτικός.
Συνώνυμα: «τραβεστί» (συγκριτικά, σχεδόν κυριλέ), τραβέλι (συγκριτικά, κάπως πιο μπρουτάλ - υποτιμητικό).
Να μην συγχέεται με το τρανς.
Συντομογραφία: «cd».

  1. Επιεικώς γελοίο το βίντεο όμως.
    Έστω και διαφημιστικό που ήταν θα μπορούσαν να ετοιμάσουν το μηχανάκι (τακούνια καμιά ανάρτηση) να γυρίσουν κάνα πλάνο της προκοπής. Όχι να βάλουν τα SS και τα κροσάκια να σέρνονται για να φανεί ότι το στρώμα πάει. Και να πηδάει και 20 πόντους lol

(Η κριτική για το εδώ βίδεο).

  1. Είμαι 41 χρονών 1.85 υψος,110 κιλά, γυμνασμένος καθαρός και θα ήθελα να γνωρίσω ένα κροσάκι πολύ θηλυπρεπή (…sic) να ντύνεται με ρούχα γυναικεία, να έχει ωραίο σώμα, και να με βγάλει ωραία γούστα στο κρεβάτι. Είναι πρώτη φορά που βάζω αγγελία δεν έχω ξαναβάλει πότε. Και τέλος θα ήθελα να είναι μικρής ηλικίας.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που ακούγεται συνήθως σε μηχανουργεία και υποδηλώνει τα αυθεντικά εξαρτήματα και τα συνιστώμενα ανταλλακτικά μιας μηχανής ή ενός αυτοκινήτου από τη μαμά εταιρία. Έχει δε ακριβώς την αντίθετη σημασία από τον όρο μαϊμού.

Σε μηχανουργείο:
Μάστορας:
- Μπορεί τα σετ α λα μαμά υλικά να είναι ακριβότερα από τις μαϊμούδες που κυκλοφορούν, αλλά από την άλλη αποτελούν εγγύηση για τη σωστή λειτουργία του αυτοκινήτου σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φέρινγκ (αγγλ. fairing) αναφέρεται σε οτιδήποτε πλαστικό το οποίο αγκαλιάζει τη μοτοσυκλέτα, δίνοντας πρωτίστως καλύτερη αεροδυναμική και, πολύ δευτερευόντως, κάποια προστασία στον αναβάτη (στην περίπτωση -μακριά από εμάς- ενός ατυχήματος). Για ακαδημαϊκούς λόγους, να αναφέρω ότι το φέρινγκ, πέραν από τις μοτοσυκλέτες, αναφέρεται και σε όλα τα μηχανοκίνητα τα οποία έχουν να κάνουν με αεροδυναμική, και ελαχιστοποίηση της αντίστασης από τον αέρα ή το νερό.

Οι γρήγορες μοτοσυκλέτες όλες αποτελούνται από φέρινγκ, μπροστινά, πλαϊνά και πίσω. Για την ιστορία, η πρώτη μηχανή που χρησιμοποίησε φέρινγκ ήταν κάποια BMW, γύρω στα μέσα του '70, και η οποία όπως ήταν φυσικό σάρωσε στους αγώνες.

Το λοιπόν (που λένε και στην Κύπρο), ο πληθυντικός του φέρινγκ, στην καγκουροσλάνγκ, γίνεται «τα φέρια», που ακούγεται και άκρως πιο ελληνικό από τον γερμανοειδή ενικό.

  1. - Ρε Μήτσο, που είναι τα φέρια της μηχανής; Χάλια είναι έτσι.
    - Τα έβγαλα, να αναπνεύσει το μωρό μου. Επίσης, σκέφτηκα να χάσω λίγο αεροδυναμική, μπας και με προλάβεις σε καμιά κόντρα.

  2. - Παλουκάρι, πόσο θα πάει να βάψω την κούκλα μου;
    - Άκου να δεις (και φάε να χεστείς).... Κάθε κομμάτι πάει κανά πενηντάρι ευρώ. Εσύ έχεις τρία φέρια, οπότε υπολόγισε, εκατόν πενήντα ευρώ, συν ένα πενηνταρικάκι τον κόπο μου.
    - Εγινε, στην αφήνω, βγάλε τα φέρια και πήγαινε τα στον φανοποιό, και κανόνισε εσύ μαζί του.
    - Μην ανησυχείς, έχω έναν δικό μου που κάνει αγγέλους...

Η υπερβολή: BMW K1 του 1988 (από xeskist, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού rent a car, είναι ο ενοικιαστής αυτοκινήτων. Μαζί με τον ρεντρούμη άκα ρουμλετά, αποτελεί το δίπτυχο των ανθρώπων που βλέπεις να κράζουν μόλις αποβιβαστείς σε λιμάνι ελληνικού νησιού με ύφος ιέεεεεελα πάρε πάρε πάρε πάρε.

Πάσα: Κνάσος.

- Έκλεισες νά 'χουμε αυτοκίνητο στη Σαντορίνη;
- Δεν χρειάζεται αγωνία δικέ μου, άραξε! Μόλις σκάσουμε μύτη στο λιμάνι θα πλακώσουνε μιλούνια οι ρεντεκάροι, άστους να μας ψάξουνε αυτοί..

Got a better definition? Add it!

Published

Βγαίνει από την λέξη motor και αναφέρεται συνήθως στο μηχανάκι το οποίο έχουν στην κατοχή τους οι μοτόρηδες (διότι δεν τους ανήκει δικαιωματικά), που βγάζει αυτόν τον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνει το τύμπανο του αφτιού σου να δονείται ασύστολα.

Ο μοτόρης αναφέρεται συνήθως σε κάγκουρες οι οποίοι το παίζουν ραλιάρηδες με τα οχήματά τους (μηχανάκια τους),
αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα από Κ.Ο.Κ., αλλά ούτε ένα χαρακτηριστικό από τα μηχανάκια τους.

- Κατεβαίναν οι κάγκουρες την λεωφόρο με τα μοτόρια τους και ήταν λες και γινόταν πόλεμος απ' έξω...

- Κατέβαινε καβάλα πάνω στο ΑΤΙ (μηχανάκι) ο μοτόρης, το 'παιζε και αλήτης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται ...ελληνιστί ο «μετατροπέας ροπής», παρηχώντας το ξενικό «torque converter» από το torque = ροπή και converter = μετατροπέας.

Πρόκειται για εξελιγμένη μορφή του υδραυλικού συμπλέκτη. Είναι ένας μηχανισμός με εξαρτήματα από χάλυβα που αποτελείται από το κέλυφος, τον στάτη, τον στρόβιλο και την αντλία. Σκοπός του η ομαλή, προοδευτική, αθόρυβη και χωρίς κραδασμούς, τριβές ή φθορές, υδραυλική με λάδι μετάδοση της περιστροφικής κίνησης από τον κινητήρα στο φορτίο του.

Κατά κανόνα υπάρχει σε όλα τα αυτοκίνητα με αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων.

Το συναντάμε και ως τρικουβέρτο (και όχι τρικούβερτο που είναι άλλο πράγμα και χαρακτηρίζει, αρχικά, πλοίο με τρεις κουβέρτες).

Το τροκουβέρτο χάνει λάδια, θέλει αλλαγή τσιμούχας.

(από iwn, 24/04/13)(από iwn, 24/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αντίγραφα, πανομοιότυπα έγγραφα, εκ του αγγλικού copy, πληθ. copies. Στην κυριολεξία.

Σλανγκιστί ο όρος χρησιμοποιείται από τους καυλοτίμονους που ασχολούνται με το ευγενές άθλημα του στησίματος των διαφόρων κωλοφτιαγμένων αυτοκινήτων τους. Σημαίνει ότι η κόντρα έληξε ισοπαλία, 0-0, πήγαιναν εντελώς τελείως μαζί και δεν μπορεί κανείς να πει ότι υπήρχε διαφορά (εκτός αν είναι μουτζουξυλιάρης), όπως δύο κόπιες δηλαδή.

Συντάσσεται με το ρήμα «πάω», κυρίως στον παρατατικό.

- Πώς πήγε ρε Λάκη το χθεσινό στην Κερατέα; Το 'στησες το χρέπι σου με το EVO του Μητσάρα με τα 1500 άλογα;
- Ποιό χρέπι ρε άσχετε; Χρέπι το Ιμπιζάκι το Top Gun; Σε πληροφορώ ότι πηγαίναμε κόπιες μαλάκα...
- Ναι ε;... Εκείνος το ξέρει; Τσου ρε Λάκη...

(από acg, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες εξτραδακίων:

Α. Βιοποριστικά εξτραδάκια

Τεράστιο φάσμα που δειγματοληπτικά περιλαμβάνει την κοσμική λούγκρα που διακόπτει τον εαυτό της στα πρωινάδικα, τον καθηγητή του Κολεγίου Αθηνών που παραδίδει ιδιαίτερα σαν προϋπόθεση καλής βαθμολόγησης στην τάξη, τον ξεφτίλα ζωγράφο με την μυτόγκα που μοσχοπουλάει τους στιλιζαρισμένους γουτουπού πίνακες του με ειδική αφιέρωση σε νεόπλουτες κυρα-περμαθούλες, τις ευκαιριακές αρπαχτές των Scorpions στην Ελληνική επαρχία, το λαμόγιο που εισπράττει γρηγορόσημο από την φουκαριάρα την μάνα μας, την πτωχή πλην έντιμη μιαμόρ που προσφέρει φραπέ με το αζημίωτο, αλλά και τον φοιτητή που βγάζει την μπύρα την επιούσια κάνοντας τον ντι-τζέι.

Β. Καγκούρεια εξτραδάκια

Τα παραφερνάλια με τα οποία η καγκουριά πιμπάρει τα εργαλεία της: απλώστρες, σιδερώστρες, σφυρίχτρες, νίκελα, νυχάκια, ξύστρες, πάσης φύσεως πειράγματα, κωλοφτιάγματα, μοντιφιές και ταλιμπάν. Εξτραδάκια όμως θεωρούνται και τα αποθηκευμένα μαμίσια προικιά που παραδίδονται με την μεταπώληση ενός κάγκουαρ.

Γ. Εξτραδάκια-καλούδια

Μαρκετίστικα τερτίπια για να προωθούνται μέτρια προϊόντα και υπηρεσίες εν μέσω οικονομικής κρίσεως: Σιντιά με στρουμφάκια, χατζιδάκια, και άλλα θεοδωράκια εφημερίδων, δωδ με διακαίως κομμένες σκηνές και παραληρήματα σκηνοθετών, νετμπουκάκια δώρο με κάθε πανάκριβη συνδρομή θριτζί ίντερνετ και ταλιμπάν.

- Αποτελεί κοινό μυστικό ότι τηλεαστέρες, μοντέλα και σελέμπριτις καλούνται από επιχειρηματίες σε εγκαίνια, εκδηλώσεις και events με σκοπό να προκληθεί ντόρος γύρω από την επιχείρηση και να διαφημιστεί το μαγαζί. Ανέκαθεν οι «επώνυμοι» είχαν τα εξτραδάκια τους διαφημίζοντας μαγαζιά, προϊόντα, αλλά και επιχειρήσεις.
(εδώ)

- Το μόνο που μπορώ να αναφέρω για το πατάρι επειδή στο site μπαίνει κάθε καρυδιάς καρύδι είναι ότι ΜΕ ΕΝΑ ΕΞΤΡΑΔΑΚΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ.
(ρηβιού φραπενείου εκεί)

Αλλιβέ (αναφερόμενος στο μερσεντικό του Ζανουάρ): - Την κωλοέφτιαξες κιόλας;
Ζανουάρ: - Ιεροσυλία my friend. Ως καλός νεο-κάγκουρας, όλα τα εξτραδάκια (ζαντολάστιχα, παρκτρόνικ κλπ) μαμίσια με παραγγελιά...
(παρακάτω)

- Στο DVD είχε εξτραδάκι τον σκηνοθέτη να συνομιλεί με το (Ελληνικό) κοινό...
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified