Αυτός που είναι εθισμένος με την ταχύτητα και πηγαίνει συνεχώς τέζα.
Είναι ο συνήθης τύπος κατόχου πεζώ ραλί και συχνάζει στα λιμανάκια κλπ.
- Ρε δεν πάμε στα λιμανάκια να χαζέψουμε κανέναν γκαβλόγκαζο να περάσει η ώρα;
- Φύγαμε!
Αυτός που είναι εθισμένος με την ταχύτητα και πηγαίνει συνεχώς τέζα.
Είναι ο συνήθης τύπος κατόχου πεζώ ραλί και συχνάζει στα λιμανάκια κλπ.
- Ρε δεν πάμε στα λιμανάκια να χαζέψουμε κανέναν γκαβλόγκαζο να περάσει η ώρα;
- Φύγαμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αυτοκίνητο κάμπριο, ως εξειδίκευση των άνω, για ευνόητους λόγους.
- Ναι ρε σύ αλλά έχει αλόγατα...
- Τι mitsubishi EVO και πράσινα άλογα, πάρε μουνοπαγίδα και ας είναι και Zastava! Θα με θυμηθείς!
Got a better definition? Add it!
Όχημα, συνήθως δίκυκλο, με δυσανάλογη σχέση ισχύος/παραγόμενου θορύβου (τείνει στο 0).
Γενικότερα οχληρό, φευ αναποτελεσματικό μηχάνημα.
- Γρι γρι, γρι γρι (ο γρύλος).
- Ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι...
- Άμε στο διάολο με το πιρπίρι σου μεσημεριάτικα!
Got a better definition? Add it!
Το ηλεκτρικό κατσαβίδι τύπου μπλακεντέκε. Λέγεται τεμπέλης γιατί όχι μόνο εξυπηρετεί αυτούς που πρέπει να βιδώσουν πολλές βίδες σε λίγο χρόνο αλλά και αυτούς που έχουν πολύ χρόνο, λίγες βίδες και μεγάλη τεμπελιά.
Είναι στο κάθισμα του αυτοκινήτου η βάση στήριξης του χεριού του οδηγού. Ανασηκώνεται και χρησιμεύει και ως ντουλαπάκι. Συναντάται στα νεότερα μοντέλα που ακολουθούν το πρότυπο της μερσεντές.
Ρε Μήτσο, άσ' το κατσαβίδι και πιάσε τον τεμπέλη να τελειώνουμε!
- Ρε Κατερίνα, πού στομπούτσο έχεις βάλει τα τσιγάρα;
- Κάτω από τον τεμπέλη αγάπη...
Got a better definition? Add it!
Ως γνωστόν, από τα Ορλωφικά κι έπειτα, όταν τα πράγματα δυσκολεύουν όλοι περιμένουν να έρθει ο Ρώσος να καθαρίσει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, Ρώσος είναι το το Lada Niva, που λέγεται έτσι από τους περήφανους ιδιοκτήτες του - με κλείσιμο ματιού, για να δηλωθεί ότι πρόκειται για όχημα σκυλί μαύρο που κοστίζει κι ένα κλάσμα της τιμής των άλλων της κατηγορίας του.
Βλ. και παράδειγμα - ανέκδοτο που κυκλοφορεί μεταξύ των ιδιοκτητών LADA.
- Έγινε πάλι ο διαγωνισμός για τα τζιπ και τα off-road σε μια πίστα βουρκολίμνη, λάσπη μέχρι το γόνατο... να δεις τσερόκια, χάμερ, τούρμπο βιτάρα, ό,τι θες... κτήνη!
- Και ποιος κέρδισε;
- Δεν ξέρω, πάντως στο τέλος φέρανε έναν Ρώσο να τα τραβήξει στο δρόμο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μονάδα μέτρησης παρέας έφηβων αρσενικών, ή αλλιώς άτυπη στρατιωτική μονάδα σε τσαμπουκάδες σβούρων.
Τα μηχανάκια αντιστοιχούν στους πιτσιρικάδες που είναι έτοιμοι να μπουν στην φωτιά για να υπερασπιστούν την τιμή του συγκεκριμένου σβούρου που τους επικαλείται.
Δεδομένου ότι σε μια ορδή από μηχανάκια, τα περισσότερα κατά κανόνα έχουν δυο επιβαίνοντες, ενώ υπάρχουν σε ίσους αριθμούς μονοκάβαλα και τρικάβαλα, μπορούμε υπεύθυνα να υποθέσουμε πως:
ν μηχανάκια ~ 2ν σβούροι
Τα μηχανάκια δηλώνουν την δημοφιλία, είναι δηλαδή κάτι σαν τους φίλους στο facebook για τα άγρια νιάτα, το offline facebook του τσαμπουκαλή πιτσιρικά, με άλλα λόγια.
- Θα σε κανονίσω ρε....
- Άραξε κουμπαρε, ένα μήνυμα να στείλω, θα' ρθούνε δω τριάντα μηχανάκια...άραξε για δε σε παίρνει σου λέω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λογοπαίγνιο με το όνομα του γνωστού μοντέλου της Nissan (Micra) για να προσδιορίσουμε την πραγματική αξία του συγκεκριμένου αυτοκινήτου.
- Άντε ρε...βιάζομαι, πήγαινε λίγο πιο γρήγορα!
- Τι θες ρε μ****α;!;!; Nissan Picra έχω...όχι Ζ4!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το αγγλικό mod, που στην συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί σύντμηση της λέξης modification και αναφέρεται στην διά χειρός τροποποίηση μίας συσκευής για να κάνει κάτι παραπάνω (ή κάτι διαφορετικό) από αυτό είχε κατά νου ο κατασκευαστής.
(Να μην συγχέεται με την άλλη σημασία της λέξης mod, αυτή που αποτελεί σύντμηση της λέξης modulo, και παραπέμπει σε μαθηματικές έννοιες, θεός φυλάξοι...)
Κλασσικό παράδειγμα μόντας είναι τα τροποποιημένα παπιά (όχι τα πτηνά, αυτά με τις ρόδες), με παράξενες εξατμήσεις σέμπρικ, σέλες, πηρούνια, τροχούς και κινητήρες.
Άλλο παράδειγμα είναι ο Υπολογιστής που ο ιδιοκτήτης έχει ξηλώσει τους αρχικούς μηχανισμούς απαγωγής θερμότητας και έχει εγκαταστήσει στη θέση τους ένα μικρό ψυγείο.
Got a better definition? Add it!
Σβούροι: πιτσιρικάδες με πειραγμένα μηχανάκια που γυρνάνε γύρω γύρω στην πόλη. Λέγεται στην Κρήτη για τους κάγκουρες κλπ.
Σβούρος στην Κρήτη = ο μπάμπουρας, σβουρίζω= γυρίζω γύρω γύρω και κάνω θόρυβο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Νεάρος και ριψοκίνδυνος οδηγός μηχανοκίνητου δικύκλου υψηλού κυβισμού.
Συνήθως μειωμένων ικανοτήτων και αντίληψης λόγω του νεαρού της ηλικίας. Σπανίως φέρει κράνος με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να προσφέρει όργανα σε καλή κατάταση, επίσης λόγω του νεαρού της ηλικίας (ιδίως οι οφθαλμοί δεν έχουν χρησιμοποιηθεί για διάβασμα σχεδόν ποτέ, αλλιώς θα έβαζε κράνος).
- Τι κάνει ρε το άτομο με το ζουζουρού (για να θυμηθούμε τα παλιά);
- Άντε ρε τον δωρητή!
Got a better definition? Add it!