Βλέπε πόντικας... απλώς για όχημα φέρει παπί χωρίς σέλα και ασχολείται και με εξατμήσεις σέμπρινγκ...
-Δες πως έχει ψαρώσει!
-Ωχ γαμήθηκε, πλακώσαν οι Σπαταναίοι...
Βλέπε πόντικας... απλώς για όχημα φέρει παπί χωρίς σέλα και ασχολείται και με εξατμήσεις σέμπρινγκ...
-Δες πως έχει ψαρώσει!
-Ωχ γαμήθηκε, πλακώσαν οι Σπαταναίοι...
Got a better definition? Add it!
Προϊστορικό υπανάπτυκτο ον που ασχολείται μόνο με τη μπάλα και τις ζάντες του αυτοκινήτου του. Εύκολα εντοπίζεται σε οχήματα με black light και αυτοκόλλητο «taradula racing» ή «live to race, race to live».
Λέγεται και «ποντικαραίος».
-Τον είδες τον πόντικα;
-...και βεβαια, αφου ακούγονται τα σκυλάδικα χιλιόμετρα μακριά...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται σαν μονάδα μέτρησης απόστασης σε κόντρες με αμάξια.
-3 κολόνες μπροστά το Μ3 ψηλέ, τι να μας πείς κι εσύ με το saxorallo.
Βλ. και καρότσα.
Got a better definition? Add it!
Παραποίηση της λέξης κουλός η οποία χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει ότι κάποιος έχει μειωμένες ικανότητες. Χρησιμοποιείται ευρέως μεταξύ μοτοσυκλετιστών.
-Πού πάει μωρέ το κουλάδι μαζί με τους άλλους;
Got a better definition? Add it!
Σαύρα ή σαυρί: Το εξαιρετικά χαμηλωμένο αυτοκίνητο, αυτό που «σέρνεται» στην άσφαλτο όπως η σαύρα.
- Πήγα κι άλλαξα ελατήρια και λάστιχα στο 106. Πρέπει να'ρθεις να το δεις. Σαυρί το 'κανα.
Βλ. και σαυρίδι.
Got a better definition? Add it!
Published
Το περιπολικό της αστυνομίας.
-...Μετά από λίγη ώρα έσκασαν δύο κωλάδικα με τους φάρους αναμμένους και τους μαζέψανε όλους και τους πήγαν στο τμήμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πολύ γρήγορος οδηγός, ο γκαζοφονιάς.
- Πάτα φρένο ρε, δεν το βλέπεις το φανάρι που είναι κόκκινο; Εντάξει είσαι γκαζάκιας αλλά μη μας σκοτώσεις κιόλας!
Βλέπε και καυλόγκαζο.
Got a better definition? Add it!
Ο γκαζάκιας, αυτός που τρέχει πολύ με το αυτοκίνητο ή με τη μηχανή του χωρίς όμως να έχει ιδιαίτερες ικανότητες στην οδήγηση. Συνήθως το κάνει εκεί που υπάρχει κόσμος, για επίδειξη, με αποτέλεσμα να γίνεται επικίνδυνος για τους υπόλοιπους. Γκαζοφονιάδες θα μπορούσαν να είναι οι κάγκουρες και τα σπατάνια, αλλά αυτοί συνήθως κυκλοφορούν με πολύ αργή ταχύτητα και δυνατά τη μουσική για να τους προσέχουν οι γύρω.
- Πάμε εκδρομή την Κυριακή στην Χαλκίδα. Θα οδηγεί ο Βασίλης. - Τι λες ρε, είσαι τρελός που θα μπω εγώ σε αυτόν τον γκαζοφονιά; Προτιμώ να πάω με το ΚΤΕΛ και να χάσω την ώρα μου περιμένοντας παρά να πάω με τον Βασίλη και να είμαι εκεί σε μισή ώρα και να’ χω κλάσει πατάτες!
Βλέπε και ο φονέας των δρόμων, καυλοτίμονος, καυλόγκαζο.
Got a better definition? Add it!
Παραπέμπει στο ιταλικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, ωστόσο αναφέρεται σε μια παρέα από γκόμενες που είναι μπάζα, οι λεγόμενες κάμπιες.
- Πήγαμε για καφέ και η Μαρία κουβάλησε και το καμπιονάτο.
Got a better definition? Add it!
Πατάω τέρμα το γκάζι.
- Σανίδωσέ το ρε μαλάκα, μας φτάνουν οι μπάτσοι.
Βλ. και φουλάρω, φέτα, τελικιάζω, πιάνω τελικές, κομμάτια, πηγαίνω, τέζα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified