Η γυναίκα που τρέφεται αποκλειστικά με ανδρικό κρέας. Αλλιώς τσιμπουκοζητιάνα ή ψωλορουφήχτρα.
- Τι ξέρεις ρε συ για τη Μαίρη;
- Μεγάλη ψωλύκαινα... Σταθερά φτάνει τριψήφιο αριθμό μηνιαίως... μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν σου λέω...
Η γυναίκα που τρέφεται αποκλειστικά με ανδρικό κρέας. Αλλιώς τσιμπουκοζητιάνα ή ψωλορουφήχτρα.
- Τι ξέρεις ρε συ για τη Μαίρη;
- Μεγάλη ψωλύκαινα... Σταθερά φτάνει τριψήφιο αριθμό μηνιαίως... μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν σου λέω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η Γυναίκα του Ξανθού. Και εξηγούμαι πάραυτα - για να θυμούνται οι παλαιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Στη Θεσσαλονίκη, πριν από κάποια χρόνια (όχι δα και τόσο πολλά) τραγουδιόταν από τα (μπασκετικά) παόκια το ακόλουθο αριστουργηματικό στιχούργημα, απαύγασμα πρωτόφαντης καλλιτεχνικής εμπνεύσεως:
Είναι ψωλού η γυναίκα του Ξανθού
και δε μπορεί να κάνει ένα παιδί
γι' αυτό Ξανθέ άνοιξέ της (ή την) καμπαρέ
να τη γαμάει όλο το Παλέ.
Ο Ξανθός εννοείται συφιλιαζόταν με το ως άνω σύνθημα, ενώ τα μουμουέ, αναμασώντας ωσάν τα γίδια τα ίδια κλισέ, αναφέρονταν σε αυτό ως ''εμετικό'' χωρίς να το αναπαράγουν (έτσι για να μας έχουν στην καψούρα).
Ο Ξανθός σκεφτόταν μηνύσεις και τα σχετικά, τελικά δεν ξέρω τι έγινε (αν θυμάται κανείς ας μας διαφωτίσει). Εν τέλει η Γυναίκα του Ξανθού έκανε ένα Παιδί και ο τρισμέγιστος Ξανθός πήρε την εκδίκησή του από την άσπλαχνη εξέδρα, αφιερώνοντας το Θείο Βρέφος ''σε όλους αυτούς που όλα αυτά τα χρόνια μας έβριζαν χυδαία'' (ή κάπως έτσι). Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Λέμε τώρα.
Υ.Γ. Εξυπακούεται άλλο να σας το γράφω εδώ κι άλλο να το ακούς στο Αλεξάνδρειο από 5000 τρελαμένα παόκια. Εμπειρία ζωής.
Τι παράδειγμα;
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικά, προσβλητικά: το αιδοίο.
περιττό
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Ο μαλάκας, αυτός που λέει κουβέντες στον αέρα και κάνει πράγματα στο γόνατο, ο τεμπέλης, ο ανεύθυνος άνθρωπος.
Άστον μωρέ τον ψωλοτρίφτη, ένα αυγό δεν ξέρει να βράσει!
Got a better definition? Add it!
Eκ του δόκιμου χριστιανικού ονόματος Χρυσόστομος.
Ιδίως σε συγκείμενα αναφοράς σε άτομο (ονόματι Χρυσόστομος) ιδίως αντιπαθές στον ομιλούντα - ο οποίος του βγάζει το «χρυσό» και του κολλάει μια «ψωλή» δίπλα στο «στόμα».
Αμφίσημο: δηλώνει τόσο το άτομο που τα στοματικά του παράγωγα (π.χ., ο λόγος, ανάσα) προσιδιάζουν σε ψωλή (α. λόγω τακτικού στοματικού έρωτα, πρβλ. το στόμα του βρωμάει πουτσίλα β. λόγω συχνής χρήσης υβρεολογίου πρβλ. 'κακό στόμα'), όσο και το άτομο του οποίου η στοματική κοιλότητα ανέκαθεν φέρει μία.
Άντε, πάλι έρχεται ο Ψωλόστομος, γαμώ πιά!
Got a better definition? Add it!
Είναι αυτή που ρουφάει ψωλές.
Μεγάλη ψωλορουφήχτρα αυτή η γκόμενα...
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για την κοπέλα εκείνη που ξεσηκώνει τους άνδρες με το ντύσιμό της -το οποίο είθισται να είναι προκλητικό- και με την συμπεριφορά της, που σαγηνεύει τους άνδρες οδηγώντας τους σε μυστηριώδη μονοπάτια του πόθου. Πρόθεσή της είναι να τους εξιτάρει, τονίζοντας την σεξουαλικότητά της. Βέβαια κάτι τέτοιο της βγαίνει πολλές φορές και φυσικά -χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια- αφού έχει την πουτανιά μέσα της, ενώ έχει φροντίσει να την εξελίξει σε ικανοποιητικό για αυτήν και για τους άλλους τυχερούς άνδρες βαθμό. Λέγεται ότι οι ψωλίτες αρέσκονται σε σεξουαλικές συνευρέσεις και μάλιστα δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο μία ψωλίτα να είναι επιφορτισμένη με την ταυτόχρονη ικανοποίηση πολλών αντρών.
Η ετυμολογία της λέξεως προέρχεται από την ψωλή, όργανο που αγαπά η ψωλίτα.
- Ρε παιδιά κοιτάξτε εκεί... Είναι μία τύπισσα που είναι ντυμένη προκλητικά και παίζει ταυτόχρονα με 3 άντρες...
- Ναι... είναι η Μαριαλένα... γνωστή ψωλίτα!
Got a better definition? Add it!
Το ξέψωλο. Το ξεψωλίδι. Η ψώλα. Αυτή που αγαπάει την ψωλή, η επονομαζόμενη και ψωλαρπάχτρα. Απαντάται σε όλη την επικράτεια, αν και η λεβεντογέννα Κρήτη έχει δική της τοπική βερσιόν, τη λεγόμενη χανιώλα (χανιώτισσα ψώλα).
- Να σου εξηγήσω αγάπη μου...
- Μη με λες αγάπη σου. Δεν είμαι η αγάπη σου.
- Μα δεν καταλαβαίνεις. Δεν είναι έ-
- Τι δεν είναι έτσι ρε; Πώς είναι; Που βρήκες το ψωλίδι αυτό και...
- Δεν είναι ψωλίδι. Μη μιλάς έτσι για την Κούλα.
- Ναι δεν είναι ψωλίδι. Είναι ξέψωλο. Είναι τσουλί. Ρε άει στο διάολο, που θα μου πεις ότι δεν καταλαβαίνω κιόλας...
Got a better definition? Add it!
Αυτονόητος ορισμός. Όλα τα χωρά ο σάκκος ... κι άλλα τόσα!
Μ' αυτή ρε μαλάκα θα βγεις; Την ψωλαποθήκη;
Got a better definition? Add it!