Ο αντρικός όρχις. Χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, τα παπάρια.

- Κώστα, μου δίνεις το αυτοκίνητό σου για το βράδυ.
- Τι το θες;
- Να, ήρθε ένας περίεργος σήμερα στο μαγαζί, και μου ζητούσε τις πινακίδες. Ρε φίλε, έχω που έχω ένα φιατάκι σαράβαλο, να μου πάρουν και τις πινακίδες... Αφού ρε φίλε εγώ έχω τρέλα με την οδήγηση, το ξέρεις.
- Και το δικό μου τι το θες;
- Να ρε, να πάω να το παρκάρω έξω απ' το μαγαζί, κι άμα έρθει αυτός ο τυπάς, να του δείξω τις δικές σου τις πινακίδες.
-Τα παπάρια μου πάρε ρε μαλάκα. Να με μπλέξεις και μένα στις μπαγαποντιές σου θες ρε; Ουστ!

Ο Ζουράρις θεωρητικολογεί (από HODJAS, 22/06/10)(από HardcoreGR, 16/01/12)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλυκό σε σκληρή μορφή με μικρό χερουλάκι και πολύχρωμα σχέδια, η τρελή χαρά των οδοντιάτρων. Και στέκει σεξιστικά επίσης. Βλέπε μπανάνα και παγωτό χωνάκι.

ขนมที่ติดกับปลายไม้ - ταϊλανδέζικα
lollipop - ανγκλέζικα

  1. Εσύ όλη την ώρα με το γλειφιντζούρι πάνω-κάτω (πίπα) κι εμένα η μούρη μου χωμένη όλη την ώρα στο βαζάκι (στο γλειφομούνι)... Δε μας βλέπω καλά!!!!!! Γυναίκα...

  2. Και με ξύπνησε πάνω που ετοιμαζόμουν να γλείψω ένα γλειφιντζούρι ίσα με το...

  3. Σαν παιδάκι που κέρδισε ένα γλειφιντζούρι στο σχολείο: λες και κατάκτησε τον κόσμο.

  4. Τα παιδιά δεν τρώνε από το ίδιο πιάτο, ούτε γλείφουν το ίδιο γλειφιντζούρι.

  5. Όταν ο μικρός Τίμος άνοιξε με φούρια την πόρτα έτοιμος να κάνει πάλι τις σκανταλιές του, έμεινε με το γλειφιντζούρι στο στόμα.

  6. Ο νικητής κερδίζει ένα μαλλιαρό γλειφιντζούρι το οποίο θα παραλάβει από το τραπεζάκι της έδρας, από τον μαύρο κύριο με την κόκκινη μπλουζίτσα και το αστείο καπέλο.

  7. Οι μάνατζερ έχουν προτείνει τους ίδιους σε όλες τις ομάδες που ψάχνουν και περιμένουν ποιος θα... γλείψει πρώτος το «γλειφιντζούρι». Με άλλα λόγια: τίποτα, νούλα.

(από ο αυτοκτονημενος, 01/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 01/03/09)(από vip, 01/03/09)(από vip, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τα: πούτσος + κεφαλοκλείδωμα (λαβή πολεμικών τεχνών γνωστή στους αγγλομαθείς ως headlock).

Κλείδωμα (lock): (μεταξύ άλλων) οποιαδήποτε λαβή πάλης κατά την οποία μέρος του σώματος του αντιπάλου διαστρέφεται ή πιέζεται
Κεφαλοκλείδωμα (headlock): η λαβή πάλης στην οποία το κεφάλι του αντιπάλου μαγκώνεται ανάμεσα στο εσωτερικό του αγκώνα και το σώμα του.
Πούτσος: το αντρικό μόριο (έχουν γραφτεί άπειρα, διαβάστε)

Πουτσοκεφαλοκλείδωμα: η λαβή που μπορεί να πραγματοποιηθεί από ιδιαίτερα γυμνασμένο αιδοίο στο μόριο του αντιπάλου κατά την διάρκεια πάλης στο σεξ με μάγκωμα και περιστροφή. Παραλλαγή του θέματος χωρίς περιστροφή αλλά μάγκωμα και απότομη κίνηση προς την ανάποδη (όπως όταν ανοίγουμε μπουκάλι μπύρας με το ανοιχτήρι).

Πιθανές συνέπειες:

Ψυχολογικές - Το όνειρο (σφιχτό, στενό, γυμνασμένο αιδοίο) γίνεται εφιάλτης. - Ξενέρωμα.

Παθολογικές

- Τρελό στραμπούληγμα.

- Κάταγμα πέους (νομίζατε ότι δεν γίνεται; νομίζατε ότι κάνω πλάκα; για ρίχτε μια ματιά στα μήδια... ).

- Ακρωτηριασμός αν η εκτέλεση πραγματοποιηθεί από δαγκανόμουνοκαι ενδεχομένως θάνατος από την επακόλουθη αιμορραγία (μη εξακριβωμένο, αλλά εικάζεται ότι φταίει που κανείς δεν έζησε για να το διηγηθεί).

Τρόποι αντιμετώπισης:

-Σεξ σε ρινγκ παρουσία διαιτητή: σε ένα ρινγκ υπάρχουν κανόνες για να αναδειχθεί κάποιος νικητής χωρίς να χρειαστεί να σκοτώσεις τον αντίπαλο σου ή να σε σκοτώσει αυτός. Όταν όμως η μάχη γίνεται εκτός ρινγκ δεν υπάρχουν κανόνες και φυσικά κανένας δεν ακολουθεί τους κανόνες του ρινγκ.

-Αποφυγή συνεύρεσης με μέλη ομάδων υψηλού κινδύνου: Στις ομάδες υψηλού κινδύνου συγκαταλέγονται:
* οι σβάρτσεςπου ξημεροβραδιάζονται στα γυμναστήρια (ειδικά αν ακούσετε την λέξη Plate φύγετε φύγετε φύγετε) * κυρίες που πίνουν νερό στο όνομα των ασκήσεων Κέγκελ(ρωτάς πχ «από Κέγκελ πώς πάμε;» αν αρχίσει και περηφανεύεται για το πόσο συχνά κάνει και τέτοια, μένεις σε εγρήγορση) * όσες έχουν φήμη δαγκανομούνας - ακόμα και αν πρόκειται για κακεντρέχειες, φύλαγε τα ρούχα σου για να χεις τα μισά. Επίσης σχετικές παροιμίες: Του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ, He who runs away lives to fight another day (ελ. μτφ. - προσαρμογή: αυτός που τρέχει γρήγορα θα ζήσει να γαμήσει άλλη μέρα).

Αν καταλάβατε καλά, this is the twilight zone. Παίζει όμως και το θέμα αδρεναλίνη εδώ, σο, ό,τι σας φωτίσει ο γιαραμπής.

Σχετικό λήμμα: στραβοψωλιάζω


Δισψλαιμερ: Λέμε και καμια μαλακία να περνάει η ώρα ...

Από το λήμμα «αιδοίο το οδοντοφόρο» εμού της ιδίας από το οποίο προέκυψε και η έμπνευση για το παρόν: «Το μουνί με δόντια - τέχνη: Από όλα τούτα η τέχνη εμπνεύστηκε και βγήκε το ταινιάκι «Teeth», μιλάμε για τρελή αρρώστια το σενάριο. Η τύπισσα με το που τα 'παιρνε στην κράνα τους έκανε πουτσοκεφαλοκλείδωμα και ακύρωση - τους τα κοβε με δαγκιά [sic] και τα πέταγε στα σκυλιά. »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φασπούτσι ή φασπούτς θα μπορούσαμε να πούμε το «μία στα όρθια» ή το πολύ γρήγορο πιστόλι που εκπυρσοκροτεί σε χρόνο dt. Η κατάσταση αν και κατά κανόνα είναι χαμηλής ποιότητας, σε πολλές περιπτώσεις καταφέρνει να εκτονώνει πόθους της στιγμής, με πολλή ένταση και μεγάλη ικανοποίηση στους συμμετέχοντες.

Το φασπούτσι. μπορεί να γίνει σε πολλούς χώρους όπως τουαλέτες καταστημάτων, αυτοκίνητο, παραλίες κ.λπ.

  1. Άλλη εκδοχή είναι η λέξη να προέρχεται από την «φάση» και «πούτσα».

Αν δώσουμε στην «φάση» την έννοια που αφορά τις αλλαγές των φάσεων της σελήνης, τότε έχουμε τις αλλαγές των φάσεων της πούτσας ,σε διάφορες καταστάσεις όπως: μετά το πρωινό ξύπνημα, περιβάλλον πουτσόκρυου κ.λπ.

Αν δώσουμε στην «φάση» την έννοια του στιγμιότυπου σε αγώνα, τότε έχουμε την φάση σε γήπεδο με αντίπαλους τους δυο αιωνίους: μουνομάχοι vs μουνόλυσσας.

Εχτές ήπια τόσα ξύδια που δεν καταλάβαινα τίποτα! Μέχρι και φασπούτσι έφαγα. Ούτε το όνομά του δεν ρώτησα!

How to fuck a woman fast (από Galadriel, 09/02/09)

Σχετικό: ταχυπηδήκουλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Φλεβάρης λόγω του ότι έχει λιγότερες μέρες από τους άλλους μήνες χαρακτηρίζεται κουτσοφλέβαρος. Αλλάζοντας το πρώτο γράμμα, ο κουτσοφλέβαρος γίνεται πουτσοφλέβαρος. Ο όρος πουτσοφλέβαρος, είναι εύηχος και εκφραστικός όρος. Πώς θα μπορούσε όμως, να χρησιμοποιηθεί;

  1. Η παροιμία λέει: «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει».
    Ο πουτσοφλέβαρος στην περίπτωση αυτή δραστηριοποιείται, όταν ο Φλεβάρης φλεβίζει. Έχει να κάνει δηλαδή με το γαμημένο φλεβαριάτικο πουτσόκρυο.

2.Ο όρος θα μπορούσε να ειπωθεί χιουμοριστικά, όταν κάποιος πάει να ρίξει ένα φλεβαριάτικο πέο κάτουρο, όταν κάποιος θέλει να φτιάξειπλεκτό φλεβαριάτικα, αλλά κι όταν κάποιος θέλει να βουτήξει φλεβαριάτικα τον κολιό στο ξύδι. Εδώ ειδικά παίζει παραφρασμένα η παραπάνω παροιμία ως: «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καυλοκαίρι θα μυρίσει», με έμφαση φυσικά στη λέξη καυλοκαίρι (καιρός όπου εφαρμόζεται το δόγμα:Τελεία και καύλα).

Όταν ο κουτσοφλέβαρος εκφέρεται πουτσοφλέβαρος, θυμίζει τον Χατζηχρήστο που ως Ζήκος στην ταινία: «Της κακομοίρας», έλεγε: «Αν ξεδιπλωθώ θα γίνω 1 και 90». Μα πως θα ξεζιπαριστεί ο πουτσοφλέβαρος; Ας είναι καλά το πρώτο συνθετικό της σύνθετης λέξης (πούτσος), που 'χει πτυσσόμενεςιδιότητες. Αλλά κι η λέξη «φλέβα» που περιέχεται στον όρο, κάνοντας συντροφιά με τη λέξη πέος, δίνει τη δική τους χροιά στα πράγματα. Να τι λέει ο link για αυτό.

Πέρι: Άκουσες Λίλιαν; Η Πούτση κι η Πετρούλα είπαν πως αύριο θα έχει πουτσόκρυο. Κανονικός πουτσοφλέβαρος!
Λίλιαν: Ε τότε, δεν έρχεσαι απ' το σπίτι να μου ρίξεις έναν ξεγυρισμένο πουτσοφλέβαρο; Λέω να φωνάξω και τη φίλη μου τη Μαρία, την κουτσή, ξέρεις, για να γίνει κουτσοφλεβαριάτικα το γαμήσι της κουτσής. Το συνιστά κι ο Πάνος ο φίλος μου.
Πέρι: Άμα θα 'ρθει κι η κουτσή Μαρία έδεσε το γλυκό. Μα για στάσου. Γι' αυτό το γαμήσι χρειάζεται και ένα τούβλο. Πού θα βρούμε;
Λίλιαν: Θα φωνάξουμε τον Μιστόκλα. Μιλάμε για το... τούβλο.

Ο Πέρι πάει να φύγει...
Λίλιαν: Πού πας;
Πέρι: Πάω τουαλέτα μωρέ για να ρίξω έναν πουτσοφλέβαρο.
Λίλιαν(με διάθεση πειράγματος): Πας να φτιάξεις πλεκτό, ή να κατουρήσεις;
Πέρι: Χα χα χα... Σωραία! Δε μου λες ρε, μιας και μιλάμε για ντύσιμο, δε μου 'πες, τι φόρεμα θα φοράς αύριο;
Λίλαν: Κούτσι φόρεμα, για να ταιριάζει στην περίσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοφή παροιμία των αρχαίων Σουμερίων, επίσης συναντάται και στην μορφή τρεις τον πούτσο κλαίγανε με πολλαπλές χρήσεις στην καθομιλουμένη. Για έμφαση μπορεί πριν την έκφραση να χρησιμοποιηθεί και το άιντεεεεεεε και για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση να συνοδεύεται από χαρακτηριστική κίνηση παλινδρόμησης της χούφτας.

Με την έκφανση αυτή, συχνά χρησιμοποιείται ανάλογα με την περίσταση, ως συνώνυμη με άλλες εκφράσεις (χαμηλότερου και λαϊκότερου επιπέδου ασφαλώς) όπως άρες μάρες κουκουνάρες, άρτσι μπούρτζι και λουλάς, ό,τι να 'ναι να ‘χαμε να λέγαμε, καλά κρασιά, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή σε διάφορους συνδυασμούς αυτών.

Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιείται ως σχόλιο σε κάποιο γεγονός ή κάποια δήλωση άλλου, σε έκφραση διαφωνίας, απαξίωσης, αποδοκιμασίας, περιφρόνησης, βδελυγμίας κ.λπ. ή και ως διαπίστωση πλήρους ασυνεννοησίας μεταξύ δύο ομιλητών.

- Άσε με ρε έχω φορτώσει, πήρε η διευθύντρια και μου ζήταγε μέσα στον χαμό, να της στείλω σε excel ανάλυση ανά τμήμα για το ετήσιο κόστος του χαρτιού υγείας.
- Άιντεεεεεεεεε, τρεις τον πούτσο κλαίγανε πέστης…

- Μωρέ Σούλα, έχω τραπέζι τους κουμπάρους μου, πες κάτι εύκολο και γρήγορο να φτιάξω εσύ που είσαι μαστόρισσα σε αυτά.
- Α, μια ωραία συνταγή είναι το ζαρκάδι με μύρτιλλα και σως πριμαβέρα.
- Αμάν ρε Σούλα, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, εύκολο και γρήγορο σου είπα…

- …και του λέω, πες ρε Γιώργο κανα πικάντικο νέο τις τελευταίες μέρες που δεν μιλήσαμε… και τι μου λέει το άτομο; «βρήκα ένα κόλπο με το spacebar και πέρασα στην επόμενη πίστα»
- Πώωω, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, το άτομο είναι εντελώς καμένο.

(από Galadriel, 24/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την πεολειχία, την πίπα, το κλαρίνο, τον στοματικό έρωτα.

Δανειστήκαμε την λέξη από το Τουρκικό çubuk, πού σημαίνει ραβδί ή κλωνάρι και με την σειρά του ετυμολογείται εκ του μεσαιωνικού Περσικού chobag που έχει τον ίδιο ορισμό. Μεταφορικά συνδέεται με το çubuk, την πολυτελή δηλαδή πίπα πού κάπνιζαν οι προύχοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συνήθως είχε κεχριμπαρένιο επιστόμιο, μακρύ (έως και 1.5 μ) στέλεχος από πολύτιμο ξύλο και πήλινο λουλά.

Στη σύγχρονη Τουρκία, η λέξη αυτή δεν αποδίδει ούτε την σύγχρονη πίπα (είδος καπνιστή), αλλά ούτε και σλανγκιστί το γλειφοπούτσι. Αντίθετα η λέξη boru (εκ τού οποίου και η δικιά μας μπουρού) σημαίνει πίπα και ενέχει σλανγκικές διαστάσεις, όπως και το saksafon.

Γλωσσολογικό συμπέρασμα: το τσιμπούκι υφίσταται Ελληνική σλανγκική αδεία. Το δε σλανκικό δαιμόνιο της φυλής απογείωσε την έννοια σε άλλους γαλαξίες αγγελικών κλαρίνων (βλ. παραδείγματα).

Όταν οι γηραιοί αλβιώνες give a blowjob και οι Γαλάτες σύμμαχοί μας taillent une pipe, το καθ' ημάς γαμαμούτρα περιλαμβάνει επώνυμα τσιμπούκια με σήμα το Λιοντάρι και επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες με μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν! Eμείς έχουμε τσιμπουκομικρούλικα όρθια τσιμπούκια, δίμετρες τσιμπουκλούδες με παχυλά τσιμπουκόχειλα, πιπινέζες γκουρμέ, πεσκανδρίτσες που από ασχημόπαπα μετουσιώνονται σε κύκνους με τα χυμώδη πεοχειλουδάκια τους καθώς σε πιπώνουν μονοφωνικά τε και στερεοφωνικά και άμα λάχει σου ρίχνουν ναι κάνα χυσόφιλο για τσιμπούμεραγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως η στερεφωνiα απαιτεί την ύπαρξη δύο καναλιών ήχου, παρόμοια το τσιμπούκι στέρεο (διπλό τσιμπούκι), αφορά την περίπτωση κατά την οποία μια πιπατζού, δέχεται στη στοματική είσοδο της σήμα από δύο μικρόφωνα, κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει σε νοητική χαλάρωση στέρεο (βλ. δυο τελευταίες παραγράφους στο λήμμα «πίπα της ειρήνης»). Θα μπορούσε βεβαίως να οδηγήσει ακόμα και σε στοματίτιδα-στέρεο (ένεκα βακτηριδίων που περιέχονται εντός των γαλακτοκομικών προϊόντων που συσσωρεύονται στο τυροκομιό του μπαργαλάτσου) άμα λάχει ναούμ.

Ο Πέρι ακούει σκυλοτράγουδα στο σπίτι του. Ξάφνου μπαίνει σινάμενη και κουνάμενη η Καυλάουρα που με όλο νόημα λέει:
Καυλάουρα: Πέρι έχεις μουσικό αυτί. Πέρι: Πρώτη φορά μου το λένε.
Καυλάουρα: Λοιπόν. Ξέρεις τι σκέφτηκα;
Πέρι: Τι;
Καυλάουρα: Έλα σπίτι το βράδυ. Εσύ κι ο Μένιος θα ανοίξετε τα μικρόφωνα σας, θα μουσικωθείτε καταλλήλως και εγώ θα σας πάρω τσιμπούκι στέρεο. Θα κάνουμε... την ορχήστρα. Γκαραντί σου λέω. Σαράντα χρόνια στο κλαρί... Ξέρω απ' αυτά.
Πέρι: Το «ορχήστρα» πως γράφεται; Με ήτα ή με ύψιλον;
Καυλάουρα: Είμαι ανορθόγραφη. Δεν ξέρω απ' αυτά. Το σίγουρο είναι πως θα φας καλά. Πέρι(με νόημα): Τι… τι θα φάμε; Καυλάουρα (με νόημα): Σάντουιτς με Καυλάουρα. Σκέφτεσαι τίποτα καλύτερο;
Πέρι (με πονηρό μειδίαμα): Όχι. Όχι. Αρκεί να μη μαθευτεί, γιατί τότε η Λίλιαν θα μας φάει ζωντανούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρχίδι, με την κυριολεκτική έννοια.

- Βγάλε το σκασμό ρε συ, μας έπρηξες τα ούμπαλα πια!

Got a better definition? Add it!

Published