(θηλυκό: καυλώτρια). Αυτός που προκαλεί τη σεξουαλική διέγερση στους άλλους σε μεγάλο βαθμό, σε αντίθεση με τον καυλιάρη, που διεγείρεται σεξουαλικά εύκολα ο ίδιος.
Κοίτα τον πώς μοστράρει τα μαυρισμένα του μούσκουλα. Νομίζει ότι είναι καυλωτής...
(θηλυκό: καυλώτρια). Αυτός που προκαλεί τη σεξουαλική διέγερση στους άλλους σε μεγάλο βαθμό, σε αντίθεση με τον καυλιάρη, που διεγείρεται σεξουαλικά εύκολα ο ίδιος.
Κοίτα τον πώς μοστράρει τα μαυρισμένα του μούσκουλα. Νομίζει ότι είναι καυλωτής...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που γαμάει (ή νομίζει ότι γαμάει) ό,τι κινείται. Από το «γαμάει σαβούρα».
- Καλή, ετσ';
- Άντε ρε σαβουρογάμη...
Και σαβουρομπήχτης.
Got a better definition? Add it!
Η παντελώς αγάμητη γυναίκα. Τόσο πολύ, που το μουνί της έχει αραχνιάσει.
Εσύ, αραχνομούνα, θα βρεις ποτέ κανένα γκόμενο;
Βλ. και πιάνω αράχνες.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας που συνοδεύει πολλές γυναίκες σε έξοδο.
- Πωωωωω ρε φίλε... Με πόσες γκόμενες είναι ο τύπος;
- Άσε μάγκα... Μουνοβοσκός ο τυπάς...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η παρτόλα, η γυναίκα που πάει με όλους.
Η Σούλα είναι σαν το ποδήλατο του χωριού: όλοι το έχουν πάρει μια βόλτα...
Βλ. και ψωλοκρεμάστρα, πασαγαμιόλα
Got a better definition? Add it!
Ο αμφιφυλόφιλος, ο αρεσκόμενος τόσο να τον «δίνει» όσο και να τον «παίρνει», (με άτομα του ίδιου φύλου, βεβαίως-βεβαίως!).
Στην καθομιλουμένη, κάτι χειρότερο από τον πούστη, υπό την έννοια ότι ο ένας έχει προκαθορισμένα «γούστα», ενώ ο άλλος είναι «απρόβλεπτος».
- Ωχουουου!!!! Άσε με που μου αναφέρεις αυτόν τον μπινέ.
- Ξέρεις τι μπινές είναι αυτός... Μακριά!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
...Ο αυνανιζόμενος με τον κλασικό τρόπο, εκτελών παλίνδρομον κίνησιν!...
(Προφανώς νησιώτικο, που συμπλέκει την«τρόμπα» άντλησης νερού από τη βάρκα, που έχει χαρακτηριστική κίνηση, και «μαρίνα» - το μέρος σύναξης σκαφών..)
... -Άστον τον τρόμπα, ρε...
... -Καλά, μ' αυτόν ασχολείσαι; Αυτός είναι τρομπαμαρίνας!!
τρόμπα μαρίνα ονομαζόταν παλιά η μπουρού (τηλεβόας) που διέθεταν τα ναυτικά σκάφη (κυρίως του πολεμικού ναυτικού). Δούλευε με αέρα και μάλιστα στα παλιότερα σκάφη, με μία ειδικού τύπου χειροκίνητη τρόμπα. Ως slang, σήμαινε θορυβώδη (φωνακλού) γυναίκα. Αδόκιμα στο αρσενικό (τρομπομαρίνας), τον θορυβώδη άνθρωπο. Με τον καιρό εξελίχτηκε και συγχωνεύτηκε με τον όρο «τρόμπας» που καμία σχέση δεν είχε μέχρι πρότινος. Χρησιμοποιείται ακόμα από λιγοστούς με την αρχική έννοια, ωστόσο ευρύτερα έχει πια τον ορισμό που έδωσε ο black_hawk.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Αυτός που του αρέσει να κεντάει άλλους από πίσω. Αντίστροφο του πισωγλέντης.
Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες. Οι γαμιάδες τους όμως προφανώς είναι πισωκέντηδες.
Got a better definition? Add it!
Το άτομο που συνέχεια χαλάει τη δουλειά σου. Ο άνθρωπος της ακατάλληλης στιγμής.
Την ώρα που ήμουν έτοιμος να στην βυσματώσω, ο αρχιδογαμιώλαρος χτύπησε το κουδούνι.
%
Got a better definition? Add it!