Αντί να τον παίρνετε από πίσω, κάντε του μία πίπα. Πίπες Νταϊάνα. Η πρώτη πίπα.
πίπα HERB
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Νομίζω είναι προφανές τι ξύνει αυτός στον οποίον αναφέρεται η έκφραση, οπότε το προσπερνάμε...
Λέγεται για αρχιτεμπέλαρους, που αφοσιώνονται στο να μην κάνουν τίποτα ή στο να κάνουν κάτι αμφιβόλου σημαντικότητας και σημασίας.
Λέγεται τόσο για άντρες όσο και για γυναίκες, γιατί συχνό φαινόμενο αποτελεί η φαγούρα στο επίμαχο σημείο και στους δύο.
-Βρήκε δουλειά ο αδερφός σου;
-Σιγά μην έβρισκε... Αφού βαριέται που ζει ο άνθρωπος, κάθεται όλη μέρα σπίτι και το ξύνει και βαριέται να κουνήσει το δαχτυλάκι του ποδιού του.
-Σταμάτα να το ξύνεις όλη μέρα στον υπολογιστή, βγες λίγο έξω, πήγαινε καμιά βόλτα...
-Όχου, δε μας χέζεις ρε Νταλάρα!
Βλ. και ξύνω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το λέμε για μια γκόμενα που θα κάνει τα πάντα για να πηδηχτεί.
Συνήθως είναι χοντρή, άσχημη και αγάμητη.
- Κοίτα αυτή την πατσαβούρα πώς σε κόβει, εκεί στο μπαρ.
- Αυτή είναι πέσε πούτσα να σε φάω ρε, δε βλέπετε;
- Μήπως πάμε να το γαμήσουμε το πουρό, κοίτα πώς χαλβαδιάζει.
- Ναι, πέσε πούτσα να σε φάω.
Got a better definition? Add it!
Έμμετρος και ποιητικός τρόπος για ν’ αποκαλέσεις τον άλλο πούστη. Ερανισμένο από την α-χτύ-πη-τη Ανθολογία νεοελληνικής αθυροστομίας της Μαρίας Κουκουλέ.
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα που το λυσσάρα και το τσιμπούκια ο τίγρης είναι ανεπαρκή για να περιγράψουν. Η περίοδος κυνηγιού της αρχίζει από τα μεσάνυχτα και τραβάει μέχρι πρωίας. Όποιος πέσει θύμα της, έχει τις συνέπειες του κατασπαράγματος, στραγγίσματος μέχρι τελευταίας σταγόνας και υπερκόπωσης ημερών.
Got a better definition? Add it!
Προκύπτει από την χαρακτηριστική κίνηση που γίνεται όταν βαράει κάνεις μαλάκια.
Η χρήση της δεν προορίζεται στην καθεαυτού πράξη του αυνανισμού, άλλα στην βαρεμάρα και την απραξία, συνώνυμο του τα ξύνω.
- Τι λέει σήμερα η δουλειά;
- Τίποτα δεν έχω κάνει. Τον πλάθω απ' το πρωί.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτή που «περιποιείται» τους πάντες. Αλλιώς, η παρτόλα.
- Σοβαρά; Την έχει πηδήξει κι ο Γιώργος την Ελένη;
- Ποιος Γιώργος ρε, τη μισή γειτονιά έχει πάρει. Γυναίκα ασθενοφόρο!
Got a better definition? Add it!
Η αδερφή, ο πούστης, ο gay, η παλιόπουστα, η σκατολουγκρητία.
Αναφέρεται σε εκείνο το άτομο το οποίο συμπεριφέρεται ακριβώς σαν κοπέλα. Έχει επέλθει η πλήρης μετεξέλιξη και ο τύπος πλέον ταυτίζεται ψυχή τε και σώματι με το άλλο φύλο. Η κοπέλα η τελειωμένη συμπεριφέρεται με πουτανιά και δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά του (ναι πάλι στα πέη αναφέρομαι).
Γιαννάκης:
- Μπαμπά είμαι Gay
- Τι λες παιδί μου... Έχεις εσύ φίλες μοντέλα;
- Όχι μπαμπά.
- Έχεις σπίτι στη Μύκονο;
- Ούτε.
- Δουλεύεις στην τηλεόραση;
- Όχι μπαμπά.
- Τότε τι gay είσαι ρε μαλακισμένο. Παλιόπουστα του κερατά είσαι, κοπέλα τελειωμένη...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κορασίς πρόθυμη όπως καταπιεί τα άπαντα εξερχόμενα εκ του ανδρικού μορίου κατά την ολοκλήρωση της σεξουαλικής διαδικασίας. Διψασμένη σφόδρα για το ανδρικό σπέρμα, το οποίο καταναλώνει όσο συχνότερα και σε όσο μεγαλύτερες ποσότητες βρίσκει και μπορεί. Τρόπω τινά, νυμφομανής με το σπέρμα ή αλλιώς σπερμοδουλάρα.
Μάγκα μου η Μαρίτσα είναι μία καταπιόλα... σκέτη σπερμοστραγγίχτα... ούτε για τα μάτια του κόσμου δεν άφησε μία σταγόνα. Έγλυψε και το πιάτο μετά. Σου λέω μου τον έκανε λαμπίκο.
Βλ. και σχετικά λήμματα σπερμοδιψής, ο, σπερματοδιψάζουσα, η, σπερματοζητιάνα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified