Further tags

Συνουσιάζομαι έτσι και έτσι, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη.

Χρησιμοποιείται όταν ο μπήχτης βάζει από υποχρέωση, απλά και μόνο επειδή του ζητείται από την δικιά του, χωρίς ο ίδιος να γουστάρει εκείνη τη χρονική στιγμή.

Ο βάζων ντεμί συνήθως δεν ολοκληρώνει τη συνουσία, αφήνοντας το μωρό του ντεμί-ικανοποιημένη.

- Πώς πάει ρε, διαβάζεις καθόλου για τις εξετάσεις;
- Ε προσπαθώ, αλλά έχω και τη δικιά μου που θέλει όλο κόλπα και δεν προλαβαίνω, τι να κάνω δεν ξέρω, άσ' τα.
- Θα σου πω εγώ ρε. Βάλε ντεμί και διάβασε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαρομανάω: εκ του φαρί (νεαρό δυνατό άλογο) + μαίνομαι (είμαι θυμωμένος, είμαι σε οίστρο).

Κατά την όψιμη Άνοιξη δηλαδή, οι γκόμενες είναι έτοιμες για ζευγάρωμα, για βάτεμα.

- Πω-πω οι λυσσάρες, πώς κάνουν με το μαλάκα, μα είναι ωραίος αυτός ο χλιμίτζουρας;
- Ωραίος ξεωραίος, δεν έχει να κάνει. Δεν το ξέρεις; Τον Απρίλη και το Μάη, το μουνί φαρομανάει...

(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά, κλισέ φράση την οποία έλεγε (ωσάν από μαγνητόφωνο) η τσατσά (ή ο τσάτσος) στα μπουρδέλα της οδού Φυλής, τέλη δεκαετίας '80 αρχές δεκαετίας '90 (δεν ξέρω αν το λένε ακόμη, αλλά υποθέτω ότι δεν θα άλλαξαν και πολλά από τότε).

Έμπαινες, ερχόταν να σε υποδεχτεί η κωλόγρια (ή ο μπούστακλας, ή κάτι ερμαφρόδιτο), έβγαινε το εμπόρευμα να κάνει μια στροφή, και άκουγες τη θεϊκή ατάκα! Ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς τι είναι τα «ελεύθερα πιασίματα»... Αν είναι το ότι μπορείς να χουφτώνεις ελεύθερα όπου θες, τι το λέγανε; Υπήρχε περίπτωση να γαμήσεις και να μην πιάσεις;!; (άβυσσος η ψυχή της τσατσάς!)

- Παιδιά, η Μαίρη είναι... Ωραίο κοριτσάκι, μόνο για λίγες μέρες στο μαγαζί, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό στα γόνατα, ελεύθερα πιασίματα... Ποιος θα περάσει;
- Άσε καλύτερα, ξέχασα το πορτοφόλι μου (βγαίνουν όλοι έξω).
- Στο καλό, στο καλό... Άει στο διάολο, μαλακισμένα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλα μέσα. Έκφραση χρησιμοποιούμενη για γυναίκα ανοιχτή, ή άνδρα ομοίως όπενχολ, έως χωνί, από κατόψεως διαμέτρου εμπροσθίου και οπισθίας οπής.

Υπονοεί την ευρύχωρη γυναίκα, ή άνδρα δυνάμενη-ο να ικανοποιήσει-φιλοξενήσει άνω του ενός μουσαφιραίων, μετά των αβγουλακίων τους, ήτοι ορχεόσακκων, μετά της φυσικής μάλλινης επενδύσεώς των.

- Ιωσήφ, κρύο κάνει, πάμε να κάνουμε μια ερωτική συνεύρεση με τον Φίφη, που είναι σε οίστρο;
- Άσε μωρή, μη σπάσουμε κανά γεννητικό μόριο… Πάμε στον Τασούλη που είναι all-in και θα βάλουμε και τα μπαλάκια μέσα να ζεσταθούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παίχτης της τσουτσούνας, προς ευφημισμόν, για να αποφύγουμε το μη εύηχο πεοπαίχτης, τρόμπας, τρόμπατζης κ.ά.

Εννοεί και τον αυτοδίδακτο, αλλά και αυτόν που η ισχυρή επίμονη και επαναληπτική μελέτη σε τσουτσουνοπαιχτάδικα και η αυτοσυγκέντρωση για την εκμάθηση του οργάνου του, έχει άμεση επίπτωση στη μαλάκυνση του εγκεφάλου του.

- Καλά, τί τρόμπας είναι ο ανιψιός σου ο Ησαύ;
- Ε, όχι και τρόμπας, απλός αυτοδίδακτος τσουτσουνοπαίχτης είναι, ο μίζερος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κρυόκωλη, η ξενέρωτη, η σπαστικιά, η ανοργασμικιά. Αυτή που φοβάται να χύσει γιατί νομίζει πως θα κατουρηθεί. Μετά, αναρωτιούνται γιατί το γατάκι τους έχει πιάσει αράχνες. Πού πας αγάπη μου; Αφού είσαι άσχετη! Αν το πιάνεις το καυλί λες και είναι σακούλα σκουπιδιών, πώς να μην ξενερώσει ο άλλος.

Μια σπαστικιά που δουλεύει μαζί μας στο μαγαζί, και έχει μονίμως ξινισμένη φάτσα, κλασική στραβογαμημένη.

Αυτο το μήδι ως δώρο.Εχει κακές λεξούλες το λημματάκι... (από perkins, 31/05/10)(από Khan, 31/05/10)

βλ. και κακογαμημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με διαφορά από την κανονική πίπα που γίνεται αμφάς, μετωπικά δηλαδή με το αντρικό μόριο, η κοτομπέικον συνεπάγεται από το τύλιγμα (πλαγίως) της γλώσσας γύρω από το αντρικό «ζαμπόν», παίρνοντας τη μορφή της γνωστής κοτομπουκιάς (γλώσσα=μπέικον).

Στη συγκεκριμένη φάση είθισται να μην βάζουμε οδοντογλυφίδα...

Έλα ρε μωρό μου, ξεκίνα με ένα κοτομπέικον γιατί μου μύρισε -και μετά θα κάνω ό,τι θες εσύ...

Πίπες γαριδομπέικο (από Vrastaman, 02/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στα γυναικεία στήθη.

Είχα πνιγεί στο βυζόκρεας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση εμψυχωτικής φύσεως, συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει και την υπερβολή. Είναι συνώνυμη του και τα αρχίδια μέσα.

  1. - Τι έγινε με τη γκόμενα ρε μαλάκα χθες; Την πήρες;
    - Ναι ρε, χαλαρά! Και τα καρούλια μέσα!

  2. (σε αγώνα ποδοσφαίρου)
    - Έτσι αγόρι μου... έτσι...! Και τα καρούλια μέσα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πάρτυ στο οποίο είναι έντονη, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, η παρουσία του γυναικείου φύλου.

-Τι έλεγε χθες το πάρτυ της Μαρίας;
-Άστα να πάνε... Φουλ μουν πάρτυ! Όπου και να κοίταζες, βυζί και κώλος...

φουλ μουν (από GATZMAN, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified