Έτσι λένε το χρόνο που περνάει κάποιος εξασκώντας το σπορ της κτηνοβασίας για μια ολόκληρη ώρα.

Μονάδα μέτρησης της συγκεκριμένης ενέργειας είναι τα κτηνοβάτ, τα οποία καταναλίσκονται κατά την διάρκεια μιας κτηνοβατώρας.

- Πς μωρή Διαμάντω κοίτα τι κούκλος που είν' ο Μήτρος!!!
- Ναι καλά. Έχει γράψει αυτούνος κτωνοβατωωωωωωωωωωώρες !!!

(από patsis, 14/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην κατάσταση που έχει περιέλθει κάποιος έπειτα από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ: συγκεκριμένα στην πολλαπλή αποβολή ασυνήθιστα μεγάλης ποσότητας γαστρικού περιεχομένου εκ του στόματος.

Ο «κώλος» χρησιμοποιείται αυθαίρετα και συνειρμικά, καθώς ο περί ου ο λόγος ντίρλας αποβάλει τα ίδια του τα σωθικά, έχοντας χάσει τον έλεγχο του εαυτού του.

Ρε τα έμαθες για τη Βάλια;Προχθές που βγήκαμε έξω ήπιε όλο το Βόσπορο και μετά ξέρναγε το κώλο της.Αφού τη πήγαμε στο νοσοκομείο και τη βάλανε στον ορό για να συνέλθει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρησιμοποιημένο προφυλακτικό. Κατ' αναλογία του μπουγάτσα με πουλί, λέγεται υπό τύπο αινίγματος.

- Πώς λένε στη Θεσσαλονίκη το χρησιμοποιημένο προφυλακτικό;
- Μπουγάτσα με χύσια μήπως;

Βλ. και σκέτη μπουγάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εντυπωσιακή, προκλητική, πρόστυχη και λάγνα θηλυκή ύπαρξη.

- Καλά χτες στο μπαράκι γνώρισα μια βρωμερή. Ήθελα να την δαγκώσω σου λέω. Αλλά με περίμενε η δικιά μου στο σπίτι...
- Άστο φίλε, γενικά κυκλοφορεί πολλή βρωμιά εκεί έξω τώρα που καλοκαίριασε. Πόσο να αντέξει ένας άντρας;

Dirty Girls - Courtney Love  (από tryager, 29/07/10)Το «Subbacultcha» απο Πίξιζ. (από vikar, 29/07/10)(από GATZMAN, 31/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα εκκρίματα του γυναικείου αιδοίου κατά τη διάρκεια του γυναικείου οργασμού, αποτελέσματος στοματικού έρωτος, ήτοι αιδοιολειχίας, καθότι κατά την απορροήν των προς την επιφάνειαν των αισθητηρίων της του παρτενέρου γλώσσης, ομοιάζουσιν ως προς την αχινοσαλάτας γεύσιν.

Βεβαίως, υπάρχουσιν αιδοία τύπου τυροκομείου, παραγωγοί εκκριμάτων σαφώς διαφορετικής υφής και γεύσεως, άτινα δεν χωρούν εις το παρόν λήμμα.

- Τι έγινε χτες, ρε Μάικ; Το' πνιξε το κουνέλι η μικρήτελικά;
- Μπα... Μόνο αχινοσαλάτα έφαγα... Πάλι δε μ' άφησε...

(από Vrastaman, 27/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αιδοίο το οποίο από τη συχνή και επίπονη διείσδυση από ανδρικά μόρια έχει χάσει το σφρίγος και έχει κρεμάσει. Δηλαδή με λίγα λόγια όταν ένα αιδοίο ξεχειλώνει.

Πω ρε Αγησίλαε. Τη θυμάσαι εκείνη τη σαραντάρα που γνώρισα τις προάλλες; Ε, μάπα το καρπούζι. Για να μη στα πολυλογώ το μουνί της ρε φίλε ήταν μπριζολιασμένο και σιχάθηκε η ψυχούλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στο σχήμα της κατάληξης του παχέος εντέρου (γνωστό και ως ορθό), το οποίο παίρνει τη μορφή ποτηριού μετά από σεξουαλικά (και όχι μόνο) βάναυση μεταχείριση. Η έννοια της λέξης είναι συνήθως μεταφορική, με αρκετά στοιχεία υπερβολής, δεν είναι όμως λίγες οι φορές εκείνες που χρησιμοποιείται άκρως κυριολεκτικά.

  1. - Τι;! Την γάμησες απ' τον κώλο! Έλα ρε θερίο! και για πες...
    - Τι να πω, απλά της τον έκαμνα ποτήρι.

  2. [...]Το '69 [...] εγνώρισα έναν κατάδικο που του χώσανε γκλοπ στον κώλο, μετά το τραβήξανε έξω με δύναμη και το κωλάντερό του κρεμόταν σαν ποτήρι. [...] (Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Εγχειρίδιο Του Καλού Κλέφτη», σ. 77)

κολωνάτο! σωστότατος GATZ! (από PUNKELISD, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται τις φορές που σφίγγουν τα γάλατα, σε περιόδους μεγάλης αγαμίας δηλαδή, αναφορικά με το σπέρμα του άντρα, το οποίο από την πολυκαιρία και την στασιμότητα έχει πήξει και σβολιάσει, έχει γίνει σα χαλίκι.

- ...άντε υπομονή Μήτσο, εφτά και σήμερα να πάρουμε τη ροζαλία να πάμε σπίτια μας...
- ...να διώξουμε και τα χαλίκια, γιατί δεν πάει άλλο...

... από πέτρινο πουλί. (από patsis, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλύφανο ή αλεζουάρ (και αμερικλανιστί reamer)

Εργαλείο που σαν σκοπό έχει την λείανση μιας οπής που έχει τρυπηθεί με κοινό τρυπάνι.

Πρώτα πχ. ανοίγουμε μια τρύπα με τρυπάνι Φ 8,8 μμ και με το γλύφανο το πάμε 9 μμ ακριβώς.

Έτσι και το σκατό παραλληλίζεται με το τρυπάνι και η ψωλάρα ή ο σχοινοκαθαριστήρας παραλληλίζεται με το γλύφανο.

Χώσε μωρό μου το γλύφανό σου μέσα, τώρα που έχω χέσει και είμαι ανοιχτός (λέει ο πουστράκος στον βεληγκέκα του)

(από ο αυτοκτονημενος, 23/10/10)(από ο αυτοκτονημενος, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρά φύση σεξουαλική επαφή χωρίς να τηρηθούν οι απαραίτητες διαδικασίες καθαρισμού με αποτέλεσμα την αλλαγή του χρώματος του ανδρικού μορίου σε χρώμα που θυμίζει το λήμμα.

- Και τι έγινε τελικά, την πήρες από πίσω;
- Άσε... σεράνο...

Βλ. και μεζές, μερέντα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified