Πρόκειται για value-for-money υπηρεσία φραπέ-με-το-πόδι που προσφέρουν τα κορίτσια ορισμένων στριπτιζάδικων σε ποδοφετιχιστές ή ποδοπερίεργους.

Caveat emptor: Όσοι απολαμβάνουν ποδοφραπέ ρισκάρουν να κολλήσει το πέος τους μυκητίαση («πόδι αθλητή»).

Σε ακραίες εκφυλιστικές περιπτώσεις που το ποδοφραπέ συνδυάζεται με άλλες παραφιλίες, οι φετιχιστές κρούουν την θύρα σωματείων ΑΜΕΑ τύπου «Ζωγραφική με το πόδι» όπου ωστόσο θεωρούνται personae non frappae.

- Παλιά στο Ανατολή, θα το θυμούνται οι παλιότεροι, έπαιζε πολύ φραπέ με πόδια στον πριβέ στο πατάρι!

- Πάντως για ποδοφραπέ και γενικά για foot fetish δεν αξίζει με την καμία παιδιά σε τέτοια μαγαζιά και να σε κοιτάνε οι υπόλοιποι καλά καλά.

(Από forum του bourdela.com)

Trivia: Η Margot Stilley εκτελεί ποδοφραπεδούμπα στον ηθοποιό Kieran O'Brien στο έργο του Michael Winterbottom «Songs».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ένας ουτοπικός κόσμος στον οποίο οι γυναίκες χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες, χωρίς υπόλοιπα. Αυτές που σου λένε:

1) μωρό μου, είμαι λίγο νευρική, να σου πάρω μια πίπα;

και αυτές που σου λένε:

2) μωρό μου, σε βλέπω λίγο νευρικό, να σου πάρω μια πίπα;

Ωστόσο, αυτό δεν είναι παρά μια άθλια, σεξιστική εξυπνάδα που ήθελα από καιρό να γράψω, και η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Όπως κι αν επέλθει το τσιμπούκι το επιούσιο, εύκολα ή δύσκολα, μερακλίδικα ή ερασιτεχνικά, με αφοσίωση ή από καθήκον, μπορεί να κρύβει παγίδες. Αν η σεξουαλική σύντροφος σκύψει, τότε θα σηκωθεί, ακολουθώντας το νόμο του ό,τι πέφτει σηκώνεται. Στην περίπτωση που, έχει κρατήσει χαρακτήρα μέχρι το τέλος, τότε μπορεί να θέλει φιλάκι ως επιβράβευση. Κι αν δεν έχει κρατήσει χαρακτήρα, ακολουθεί μέχρι τέλους το η καλή πίπα καταλήγει στο στομάχι, μπορεί αυτό που ήταν μια νίκη του ανδρισμού σου, γυρνάει μπούμερανγκ. Εξ ου και τσιμπούμερανγκ. Αντιγράφουμε:

μπούμερανγκ, ουδέτερο· - βλήμα των ιθαγενών της Αυστραλίας που αποτελείται από ένα κομμάτι σκληρού καμπύλου ξύλου και που έχει την ιδιότητα να επιστρέφει στο σημείο από το οποίο εκτοξεύθηκε.
- (μεταφορικά) Λέγεται για μια εχθρική πράξη που στρέφεται εναντίον του ίδιου που την έκανε.

Σημαντικό είναι, για να μπούμε και στην ψυχολογία του αποδέκτη του τσιμπουκιού, ότι δεν είναι απαραίτητα οι τσιμπουκλούδες που ζητάνε το φιλάκι -στις οποίες μπορεί να καταλογιστεί δόλος, αλλά και πραγματικά συγκινημένες από το όλο συμβάν κοπελίτσες, οι οποίες απλά θέλουν το φιλί, για να μη νιώθουν και ενοχές κλπ. Και είναι ειδικά σε αυτές τις περιπτώσεις που είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς το φοβερό τσιμπούμερανγκ.

Το λήμμα αποτελεί λεξιπλασία ύστερα από σχετικό ανοιχτό κάλεσμα του χρήστη Βράσταμαν ο οποίος και εντόπισε το σχετικό κενό στην ελληνική slang και γι' αυτό του αξίζει ένα φιλί, κανονικό.

Εξίσου εύγλωττο συνώνυμο που προήλθε από την πρωτοποριακή αυτή διαδικασία: χυσόφιλο.

Η σλανγκ γύρω από το τσιμπούκι είναι τόσο μεγάλη, που το να παρατεθούν περαιτέρω σχετικά λήμματα, σίγουρα θα αδικούσε εκείνα που από αβλεψία θα λησμονούσα.

- Μωρό μου, σταμάτα να βλέπεις το ντοκιμαντέρ με τους Αβορίγινες την ώρα που σε πιπώνω, θα σου γυρίσει τσιμπούμερανγκ....!
- Ναι μωρό μου, το κλείνω μωρό μου, μην εκνευρίζεσαι γιατί βάζεις δόντια...

σπάνια φωτό τρομαχτικού τσιμπούμερανγκ, δημοσιεύεται με άδεια από australia heritage foundation, διακρίνονται και μερικά αχνιστά φλόκια (από xalikoutis, 22/01/09)Ένα από τα νησία Spratley στην Ινδοκίνα. "Spratley Islands" τσιμπουμεραγκικώς αναγραμματίζεται ως "Lady\'s lips, astern" (από Vrastaman, 23/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλη μαλακία, χοντρή γκάφα, άγαρμπη κίνηση, άκομψη κουβέντα, απότομη έκφραση, κάτι το χοντροκομμένο τέλος πάντων, όχι ντε και καλά προσβλητικό (μπορεί να είναι και χαριτωμένο), το οποίο κάνουμε ή λέμε από αφηρημάδα ή από έλλειψη τακτ.

Έχει λιγότερο αρνητική χροιά από την αρχιδιά.

- Πάλι τις πουτσιές άρχισες; - ...
- Όλο το βράδυ δεν έβγαλες άχνα, κούναγες το πόδι σου συνέχεια και κοιτούσες τα παπούτσια σου. - ...
- Πόσες φορές σου έχω πει να μη δείχνεις στη Στέλλα ότι δεν την χωνεύεις; - ...
- Ε αδελφή μου είναι, τί να κάνω...
- ...

Πουτσιά (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Πήζει το τυρί / φτιάχνει τυρί.

Όταν κάποιος (συνήθως βαρεμένος μαθητής μέσα σε μια τάξη τη ώρα του μαθήματος) επιδίδεται στο ανασκάλεμα των περιεχομένων του παντελονιού του.

Κάποιος βαρεμένος μαθητής μέσα σε μια τάξη, την ώρα του μαθήματος, φτιάχνει τυρί, πήζει τυρόγαλο / μυτζίθρα / μυτζιθρόνι / κεφαλοτύρι.

Kavli Cheese Spread (από Vrastaman, 28/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και η ονομασία περισσότερο μας παραπέμπει προς την έννοια του ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής ή του Putzinstitut, αναφέρεται σε πραγματικό ινστιτούτο. Τα Ινστιτούτα Καυλί έχουν δημιουργηθεί από το περίφημο Ίδρυμα Kavli (Καυλί Foundation), το οποίο είχε ιδρυθεί από τον διάσημο φυσικό Fred Kavli. Τα παραρτήματα αυτά είναι διασκορπισμένα σε πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτειών όπως το Harvard, το Yale, το Cornell κ.τ.λ. και σε ένα πανεπιστήμιο στην Νορβηγία.

Στην αργκό, χρησιμοποιείται μεταξύ μελλοντικών επιστημόνων (τρομάρα τους) όσον αφορά τους επαγγελματικούς τους ορίζοντες και για ενθάρρυνση.

Επίσης ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση προκαλεί η απονομή των ομωνύμων βραβείων, τα διεθνούς κύρους Βραβεία Kavli, η οποία δίνει λαβή για ακόμα περισσότερα λογοπαίγνια («θα μείνω με το Kavli στο χέρι»).

- Πάλι δε μου βγήκε το πείραμα και δεν έχω τι να γράψω μέσα στη διπλωματική. Καρφί για Kavli με βλέπω.

Το λογότυπο του Ιδρύματος Kavli (από The Gray Jedi, 29/01/09)Ο περίφημος Fred Kavli (από The Gray Jedi, 29/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βραβείο που απονέμει κάθε χρόνο το Ίδρυμα Kavli σε διακεκριμένους επιστήμονες, αντί σε αυτούς που πραγματικά το αξίζουν.

Πρόκειται για βραβεία εκπάγλου ομορφιάς και διεθνούς κύρους, με όλα τα φώτα να στρέφονται πάνω σε κάθε απονομή των Kavli. Οι τιμημένοι επιστήμονες φωτογραφίζονται περιχαρείς με το Kavli στο χέρι, ενώ οι οργανωτές αδημονούν κάθε χρόνο να δώσουν το Kavli στο δικαιούχο του.

Χρησιμοποιείται από άτομα του επιστημονικού τομέα για να δηλώσουν την αξία ενός ατόμου.

  1. -Μη στεναχωριέσαι ρε μαν, και να μην πάρουμε το Νομπέλ ποτέ, τουλάστιχον θα πάρουμε το Kavli.

  2. - Έτσι όπως πας, θα βρεθείς με το Kavli στο χέρι.
    - Μακάρι!
    - ...

  3. - Καλά ε; Και γαμώ τα διδακτορικά θα κάνω! Σκίζω!
    - Σε βλέπω στο τέλος να παίρνεις το Kavli.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πνίγομαι στη δουλειά ή στις υποχρεώσεις, δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω.

- Από τώρα φεύγεις;
- Ρε συ καίγεται ο κώλος μου και συ μου θες ξενύχτια; Να ξεμπερδέψω και μετά ξαναβγαίνουμε και το τραβάμε όσο θες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την πεολειχία, την πίπα, το κλαρίνο, τον στοματικό έρωτα.

Δανειστήκαμε την λέξη από το Τουρκικό çubuk, πού σημαίνει ραβδί ή κλωνάρι και με την σειρά του ετυμολογείται εκ του μεσαιωνικού Περσικού chobag που έχει τον ίδιο ορισμό. Μεταφορικά συνδέεται με το çubuk, την πολυτελή δηλαδή πίπα πού κάπνιζαν οι προύχοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συνήθως είχε κεχριμπαρένιο επιστόμιο, μακρύ (έως και 1.5 μ) στέλεχος από πολύτιμο ξύλο και πήλινο λουλά.

Στη σύγχρονη Τουρκία, η λέξη αυτή δεν αποδίδει ούτε την σύγχρονη πίπα (είδος καπνιστή), αλλά ούτε και σλανγκιστί το γλειφοπούτσι. Αντίθετα η λέξη boru (εκ τού οποίου και η δικιά μας μπουρού) σημαίνει πίπα και ενέχει σλανγκικές διαστάσεις, όπως και το saksafon.

Γλωσσολογικό συμπέρασμα: το τσιμπούκι υφίσταται Ελληνική σλανγκική αδεία. Το δε σλανκικό δαιμόνιο της φυλής απογείωσε την έννοια σε άλλους γαλαξίες αγγελικών κλαρίνων (βλ. παραδείγματα).

Όταν οι γηραιοί αλβιώνες give a blowjob και οι Γαλάτες σύμμαχοί μας taillent une pipe, το καθ' ημάς γαμαμούτρα περιλαμβάνει επώνυμα τσιμπούκια με σήμα το Λιοντάρι και επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες με μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν! Eμείς έχουμε τσιμπουκομικρούλικα όρθια τσιμπούκια, δίμετρες τσιμπουκλούδες με παχυλά τσιμπουκόχειλα, πιπινέζες γκουρμέ, πεσκανδρίτσες που από ασχημόπαπα μετουσιώνονται σε κύκνους με τα χυμώδη πεοχειλουδάκια τους καθώς σε πιπώνουν μονοφωνικά τε και στερεοφωνικά και άμα λάχει σου ρίχνουν ναι κάνα χυσόφιλο για τσιμπούμεραγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοφή παροιμία των αρχαίων Σουμερίων, επίσης συναντάται και στην μορφή τρεις τον πούτσο κλαίγανε με πολλαπλές χρήσεις στην καθομιλουμένη. Για έμφαση μπορεί πριν την έκφραση να χρησιμοποιηθεί και το άιντεεεεεεε και για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση να συνοδεύεται από χαρακτηριστική κίνηση παλινδρόμησης της χούφτας.

Με την έκφανση αυτή, συχνά χρησιμοποιείται ανάλογα με την περίσταση, ως συνώνυμη με άλλες εκφράσεις (χαμηλότερου και λαϊκότερου επιπέδου ασφαλώς) όπως άρες μάρες κουκουνάρες, άρτσι μπούρτζι και λουλάς, ό,τι να 'ναι να ‘χαμε να λέγαμε, καλά κρασιά, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή σε διάφορους συνδυασμούς αυτών.

Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιείται ως σχόλιο σε κάποιο γεγονός ή κάποια δήλωση άλλου, σε έκφραση διαφωνίας, απαξίωσης, αποδοκιμασίας, περιφρόνησης, βδελυγμίας κ.λπ. ή και ως διαπίστωση πλήρους ασυνεννοησίας μεταξύ δύο ομιλητών.

- Άσε με ρε έχω φορτώσει, πήρε η διευθύντρια και μου ζήταγε μέσα στον χαμό, να της στείλω σε excel ανάλυση ανά τμήμα για το ετήσιο κόστος του χαρτιού υγείας.
- Άιντεεεεεεεεε, τρεις τον πούτσο κλαίγανε πέστης…

- Μωρέ Σούλα, έχω τραπέζι τους κουμπάρους μου, πες κάτι εύκολο και γρήγορο να φτιάξω εσύ που είσαι μαστόρισσα σε αυτά.
- Α, μια ωραία συνταγή είναι το ζαρκάδι με μύρτιλλα και σως πριμαβέρα.
- Αμάν ρε Σούλα, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, εύκολο και γρήγορο σου είπα…

- …και του λέω, πες ρε Γιώργο κανα πικάντικο νέο τις τελευταίες μέρες που δεν μιλήσαμε… και τι μου λέει το άτομο; «βρήκα ένα κόλπο με το spacebar και πέρασα στην επόμενη πίστα»
- Πώωω, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, το άτομο είναι εντελώς καμένο.

(από Galadriel, 24/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified