Χυδαία παραλλαγή της λατινικής έκφρασης «a posteriori» (εκ των υστέρων). Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάτι που έγινε με τρόπο που παραπλάνησε/αδίκησε τον ομιλούντα. Δυνητικό συνώνυμο του μπαμπέσικα.

- Και καλά ρε, δεν πήρες χαμπάρι ότι η εταιρεία έψαχνε για άτομο ακριβώς με τα προσόντα σου;
-Όχι βέβαια! Ο «φιλαράκος» μου ο Πετράκης φρόντισε να να πάρει τη δουλειά ο μπατζανάκης του και εμένα με ενημέρωσε α πουστεριόρι!

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που υποδηλώνει ότι μια κατάσταση βαίνει ήδη προς το χειρότερο, ή πρόκειται να έχει κακή εξέλιξη στο εγγύς ή απώτερο μέλλον. Συνήθως αφορά σε ύπουλη μεταστροφή της κατάστασης και όχι σε περιπτώσεις όπου η επερχόμενη καταστροφή είναι προφανής. Παρόμοια σημασία έχει και η φράση «όσο νυχτώνει η πούτσα μεγαλώνει», που όμως πρέπει να αποφεύγεται λόγω καταφανούς χυδαιότητας.

Η φράση χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά από σαραπεντάρηδες και άνω, για να διασκεδάσει τις πικρές συνέπειες της, όλο και πιο συχνά απαντώμενης, στυτικής δυσλειτουργίας με μέτρια όμως αποτελέσματα.

  1. - Είπαν πως θα ανεβάσουν και τα δημοτικά τέλη. Δεν μας 'φτάναν όλα τ' άλλα.
    - Αγάλι αγάλι γίνεται η ψωλή μεγάλη.

  2. - Χθες πέρασε το νομοσχέδιο που νομιμοποιεί τη μερική απασχόληση.
    - Πάμε για κατάργηση του οκτάωρου, να μου το θυμηθείς. Αγάλι αγάλι γίνεται η ψωλή μεγάλη.

Αγάλι αγάλι γίνεται η ψωλή μεγάλη (από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλικός μαραθώνιος που περιλαμβάνει σωρεία από διαστροφές, γούστα, ανωμαλίες. Ένα μενού που περιλαμβάνει ό,τι πιο διεστραμμένο και ανώμαλο βίτσιο μπορεί να περνάει από τη αρρωστημένη φαντασία ενός ζευγαριού. Απαραίτητη προϋπόθεση να υπάρχει γκομενάκι πρόθυμο για πειραματισμούς και περιπέτειες μία που να τα κάνει όλα και να συμφέρει.

- Τι χαμόγελο είναι αυτό ρε μαλάκα;
- Άσε φίλε ήμουνα με τη Λίλιαν εχθές, είχε πιεί και σαμπούκα που την πειράζει, και έγινε της πουτάνας.
- Δηλαδή;
- Τη γάμησα στα 4 και της έβαλα και δονητή στον κώλο ταυτόχρονα, μετά με έβαλε κάτω και μου έκανε μια ροδέλα απίστευτη, μετά έχυσα μέσα σε ποτήρι και τα ήπιε με καλαμάκι, και στο φινάλε μπήκε στη μπανιέρα και μου ζήτησε να την κατουρήσω πατόκορφα.
- Τι λε ρε μαλάκα! Εσείς κάνατε τα άγραφα...

Άγραφα (από Hank, 07/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχολιασμός για γυναίκες οι οποίες έχουν ως χόμπυ την ρουφοκαυλέτα, τα κλαρίνα και τα λοιπά, και γενικώς έχουν ως μοναδική ασχολία του τα γκομενιλίκια και τους έρωτες. Προφανώς η καραμπίνα είναι μεταφορικά το ανδρικό μόριο.

-Πατσαβούριασε η Μαρία, τόσα χρόνια άδειαζε καραμπίνες, τώρα στο ράφι θα μείνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Δεν μπορώ να ασχοληθώ μ' αυτό τώρα», «άλλη δουλειά δεν είχαμε...».

Η τσιλίκα-τσιλικοπάνα είναι ένα παιδικό παιχνίδι με ξυλάκια.

Η έκφραση κρατάει από τον Πόντο στη Μικρά Ασία (Σαμψούντα, Τραπεζούντα κ.τλ.) και ήρθε στην Ελλάδα με τους πρόσφυγες.

- Γιαγιά, φτιάξε με αυγόφετες!
- Άδειο το μ'νι, να παίξει την τσιλίκα, βρε χρυσοκακαλά (αυτός που έχει χρυσά αρχίδια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό μέτρο ποσοτικής αποτίμησης της ποιοτικής γυναικείας παρουσίας σε μια περιοχή σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, σε μια περιοχή γενικότερα, αλλά και μέτρο εμφάνισης γυναικών ή και ευκαιριών (αξιοποιημένων ή όχι) για αιδοιοκονέ στη σεξουαλική ζωή κάποιου.

  1. Πέτρος:
    - Υπάρχουν πολλά καλά γκομενάκια στη δουλειά σου αυτή την περίοδο;
    Μήτσος: - Μπα, ξεραΐλα υπάρχει. Ο αιδοιοφόρος ορίζοντας και τότε και τώρα τα ίδια σκατά παρουσιάζει. Ένα αντρολίβαδο είναι όπου πού και πού συναντάς και κανα πουρό πέμπτης διαλογής.

  2. Βασίλης:
    - Πώς πάει η σεξουαλική ζωή ρε φίλε;
    Μάρκος:
    - Άσ' τα ρε φίλε ... Αιδοιοφόρος ορίζων 0...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνεχής και σε μεγάλες ποσότητες ροή αιδοίων (μαζί με το περιτύλιγμα) από συγκεκριμένο σημείο στο οποίο τυγχάνει να στέκεται ο ανυποψίαστος παρατηρητής. Την ακατάσχετη μουνορραγία δεν πρέπει να την μπερδεύουμε με την ακατάσχετη αιμορραγία η οποία μπορεί να έχει θανάσιμες συνέπειες για τον παθόντα, καθότι η ακατάσχετη μουνορραγία δημιουργεί συναισθήματα ευεξίας, ευφορίας και ανείπωτης χαράς στον προαναφερθέντα παρατηρητή και σε καμμία περίπτωση δεν απειλεί τη ζωή του.

Η ακατάσχετη μουνορραγία είναι έννοια ταυτόσημη ενός πλούσιου αιδοιοφόρου ορίζοντα, κάτι που ο λαός συνηθίζει να αποκαλεί και μουνοθύελλα, μουνοπλαγιά, θεομουνία ή και μουνοπλημμύρα.

- Πού πήγατε τελικά με τον Μικέ χθες το βράδυ;
- Γλυφάδα.
- Πώς ήταν, είχε τίποτα;
- Αν είχε λέει... ακατάσχετη μουνορραγία είχε μεγάλε. Μας βγήκαν τα μάτια έξω σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται το ίδιο επιτυχώς κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά.

Μελωδικό και με ρίμα, ελαφρώς αυτοκριτικό και μοιρολατρικό, εν μέρει ειρωνικό, αλλά κυρίως δείγμα συνειδητοποίησης και αυτοψαξίματος καλύπτει κάθε δραστηριότητα, στην οποία άλλα περιμέναμε και άλλα (και από νωρίς) μας ήρθαν.

Πρόωρη εκσπερμάτιση, γκολ του αντιπάλου από τα αποδυτήρια, ρεστάρισμα στην πρώτη παρτίδα κούκο μονό αβολοντέ, γκόμενα που σε παρατάει στο πρώτο ραντεβού για το σερβιτόρο κ.α.

.....- Τα 200 σου και τα ρέστα μου.
- Μέσα. Τι έχεις;
- Δυο βαλέδες. Εσύ;
- Καρέ του Άσσου.
- Ακόμη δεν αρχίσαμε, χύσαμε, χύσαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται περιπαικτικά και δηκτικά σε κάποιον από την παρέα που κλάνει χωρίς να χρησιμοποιεί πορδοσιλανσιέ (δηλ. κλάνει ηχηρά).

Ακούστε ρε μάγκες πώς τρίζει η φωλιά του πούτσου μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με τουρκικές ρίζες. Χρησιμοποιείται στη Βόρεια Ελλάδα από μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους, πιθανώς με καταγωγή Κωνσταντινουπολίτικη ή Μικρασιάτικη. Στην σύγχρονη Τουρκία η έκφραση δεν συνηθίζεται αλλά είναι απολύτως κατανοητή. Συνεπώς, χρησιμοποιήστε την σε συνομιλία με Τούρκους μόνο αν πραγματικά την εννοείτε - είναι και παρεξηγιάρηδες αυτοί.

Η έκφραση αποτελείται από τα εξής συνθετικά μέρη:

αλ = παίρνω
σικιμέ = η ψωλή μου
βουρ = βαράω, κοπανάω
ντουβαρά = στον τοίχο

Το όλον, λοιπόν, σημαίνει:

Παίρνω την ψωλή μου και την κοπανάω στον τοίχο.

Η έκφραση δείχνει ότι έχω περιέλθει σε πλήρη απόγνωση από τις μαλακίες που ακούω ή βλέπω να γίνονται - ιδιαίτερα όταν γίνονται ή λέγονται πράγματα πολύ αντιφατικά και όταν ξέρω, παράλληλα, και ότι δεν μπορώ να αντιδράσω. Λέω, λοιπόν, στον συνομιλητή μου ότι, βασικά, έχει φτάσει σε τέτοιο όριο βλακείας και αλαλούμ που είναι σα να έχει βγάλει την πούτσα του και να την βαράει στον τοίχο. Κι εγώ, που δυστυχώς ξέρω ότι είναι μάταιο να προσπαθήσω ν' αντιδράσω, αναγκάζομαι να κάνω το ίδιο - μιλάμε για τέτοια απόγνωση.

- Ξέρετε, γιαγιά, δεν θα μπορέσω να έλθω στο Ωραιόκαστρο να σας πάρω από τη θεία Ευανθία απόψε.
- Καλά βρε παιδάκι μου, μου το υποσχέθηκες, βασίστηκα σε σένα, εγώ πώς θα φύγω τώρα απο κει μες τη νύχτα; - Ναι, συγνώμη, αλλά άλλαξαν τα σχέδια ... θα βγω με τη Μαιρούλα τελικά και θα πάμε Πανόραμα
- Με τη Μαιρούλα; Καλά, εσύ δεν είχες πει ότι αυτή είναι παρτσακλό τελείως και να σε πλήρώνανε δεν έβγαινες ξανά μαζί της;
- Ναι, ξέρετε, γιαγιά, αλλάζουν τα πράματα ...
- Αχ παιδάκι μου, άκρη δε βγάζει ο άνθρωπος με σένα ... αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά ...
- Ε, γιαγιά, Τούρκικο είναι αυτό, ε; Τα θυμάστε ακόμα από την Πόλη; Τι σημαίνει; Παροιμία είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified