Further tags

Ως γνωστόν κάποιοι άνθρωποι έχουν μια μεγάλη έφεση στις ξεπέτες και τα τεκνά και οφείλουμε να τους το αναγνωρίσουμε όπως την αντίστοιχη έφεση των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών.

Ειδικά αν μας γνωρίσουν και εμάς κανένα γκομενάκι να καβατζωθούμε και εμείς.

- Τον ξέρεις τον Αντρέα από την Πάτρα;
- Ποιον, αυτόν τον πέφτουλα; - Φίλε, βάζει την κάλτσα στο συρτάρι τις περισσότερες φορές. Άνθρωπος των γαμάτων και των τεκνών, ο μινάρας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O γνωστός σε όλους μας πισωγλέντης, λάκης, ομοφυλόφιλος. Ο τραχανάς στην λέξη αυτή έχει εμφατικό σκοπό. Δεν πρόκειται για κάποιο νέο είδος λούγκρας, ή κάποιας διατροφικής συνήθειας. Χρησιμοποιείται κυρίως για τρανταχτά παραδείγματα.

Υπάρχουν πολυάριθμα συνώνυμα της λέξης αυτής, τα οποία χρησιμοποιούμε στην καθημερινή.

- Ο Στέλιος ήρθε με βαμμένα μάτια στο σχολείο.
- Άσε μας μωρέ με τον τραχανόπουστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δίκτυο ομοφυλοφίλων, τα κοινωνικά, επαγγελματικά, αλλά και απαραιτήτως σεξουαλικά αλισβερίσια μξ τους, οι γνωριμίες, τα κονέ τους. Επίσης (και κυρίως) ο γκέης που ασχολείται με αυτά, το γκέι λαδωτήρι.

Δεν βγάζει αποτελέσματα ο γούγλης αλλά λέγεται ευρέως (και μξ ομοφυλοφίλων).

Βλ. και ίντερπουστ.

- Μην τον βλέπεις έτσι μαζεμένο, ο τύπος έχει πολλές επαφές και γνωριμίες. - Μάστα, πουστ κονέξιον δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Παρθένα Γαμίδου, πρωτογνωρίστηκε σε τηλεφωνικούς καταλόγους με τα πιο παράξενα επίθετα. Η φράση χρησιμοποιείτε πλέον για να εκφράσει γυναίκα που ενώ δίνει την αίσθηση ότι είναι παρθένα, η πραγματικότητά της είναι άκρως διαφορετική...

- Καλό και μαζεμένο γκομενάκι η Ελένη ρε μαν. Παίζει να 'ναι και παρθένα!
- Ποια ρε; Η Ελένη; Αυτή είναι Παρθένα Γαμίδου ρε φίλε.

Δες και -ίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων ερωτικές σχέσεις με άτομα τρίτης ηλικίας. Χρησιμοποιείται εναλλακτικά μαζί με το «φερετράκιας» που αναφέρεται στη νεκροφιλία.

(Απο το βιβλίο του βασίλη Ραφαϊλίδη «Εικοσιένα κείμενα για τη Μαλβίνα)

Μουσουλμάνος της Δυτικής Θράκης προσπάθησε να ασελγήσει σε 98χρονη κάβλα αποκαλείται από τους χωριανούς του φερετράκιας και πουροφάκουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει πορνίδια ανωτάτου βαθμού, που είναι ικανά πράξεις απύθμενης πουτανιάς. Χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις.

Είναι κάτι όπως η έκφραση το ιδιαζόντως ειδεχθές για τα εγκλήματα, μόνο που αναφέρεται σε τσούλες.

- Μα αν είναι δυνατόν, να τριφτεί στον πατέρα μου και μετά να έρθει να μου πει από πάνω, ότι της την έπεσε κιόλας! Και εγώ πήγα και την πίστεψα ο μαλάκας!
- Εγώ σου έλεγα ότι είναι πόρνη του ελέους και του σκότους, αλλά εσύ δε με πίστεψες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ξανθόλα (η), σύνθετη λέξη από το ξανθιά (ξανθ-) και το όλος (ολ-). Σημαίνει η ξανθιά παρτόλα. Διάκριση ως προς το φυσικό του χρώματος του μαλλιού δεν τίθεται, καθώς όταν κάποιος συνευρίσκεται μαζί της είναι το τελευταίο πράγμα που τον νοιάζει. Εφόσον η ειδοποιός διαφορά χαθεί (το ξανθό μαλλί), η κοπελιά χάνει και την ιδιότητά της ως «ξανθόλας« και επιστρέφει ως παρτόλα. Συνήθως αναφερόμαστε με τον όρο αυτό όταν υπάρχει στο πεδίο βολής ένα ξανθό καυλάκι.

- Ρε ο Γιάννης πήγε χτες με τη φίλη της Χρύσας.
- Τι, ξανθιά;
- Ναι ρε.
- Ρε πάει καλά; Αυτή είναι μεγάλη ξανθόλα! Προφυλάξεις πήρε τουλάχιστον;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φέρνω σε τραβέλι, δηλαδή μοιάζω με τραβέλι....
Το τραβέλι είναι μια wanna-be transexual, θλιβερή ύπαρξη που είναι άντρας και νιώθει γυναίκα.. Ντύνεται γυναικεία και βάφεται.. κάποια έχουν και βυζιά..Και φυσικά δεν έχουν προχωρήσει σε αλλαγή φύλλου. Κάνουν πιάτσα στη συγγρού..

-Ρε μαλάκα ωραίο σώμα έχει αυτή αλλά στη μάπα τραβελοφέρνει λιγάκι..
- Ε δε γαμιέται, καλή είναι για ένα πήδημα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετατζής (ο), παράγωγο του ρήματος «πετάω» ο αντίστοιχος γαμιάς, όμως της νέας δεκαετίας. Εκείνος που «στον πετάει» (ή στα πετάει) και φεύγει. Ο αντίστοιχος θηλυκός όρος (πετατζού) θεωρείται αδόκιμος, καθώς υπάρχουν πολλοί περαιτέρω ταυτόσημοι ορισμοί (πουτάνα, καριόλα, ψωλαρπάχτρα). Ο σημερινός πετατζής δεν είναι αναγκαίο να έχει οποιοδήποτε επιπλέον προσόν, απλά να σπέρνει και να φεύγει, συνήθως το επόμενο τρίωρο μετά την τελευταία ερωτική επαφή.

- Τον έχασα χτες τον Κώστα στο μπαρ.
- Ναι ρε, είχε πάει και την έπεφτε σε μια ξανθόλα.
- Και; Έπαιξε τίποτα;
- Εννοείται ρε, αφού είναι μεγάλος πετατζής ο τύπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθέστατη βρισιά ότι κάποιος είναι πούστης, και όχι με την καλή έννοια, αλλά με την έννοια του πονηρού, του «άνανδρου», του μη γενναίου και ό,τι υβριστικό.

Βλ. και τα νεφρά μου παλιόπουστα.

  1. Ο πονηρός και ύπουλος άνθρωπος, η παλιόπουστα, το παλιοπούτανο. (Εδώ).

  2. εχε χαρη ρε παλιοπουστα,κολοτουρκαλα,που εχουμε κοτες κυβερνησεις. (Εδώ).

  3. Αναρωτιέμαι, και την ίδια στιγμή δεν αναρωτιέμαι, τι σημαίνει επαναστάτης σήμερα: αυτός που απεργεί απειλώντας τον εργοδότη «παλιόπουστα θα γίνεις φλαμπέ» (Εδώ).

Σαν να ἐχει δίκιο ο Πρόεδρος... (από Khan, 12/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published