Further tags

Το κακό σεξ σε κάθε του έκφανση. Ειδικότερα:

  • Η γυναίκα που κατά την σεξουαλική πράξη συμμετέχει με τον ίδιο βαθμό ευλυγισίας και ζωντάνιας, όσο ένα πτώμα μέσα στην κάσα,
  • Η φάση όπου κάθε αποτυχημένη προσπάθεια ανύψωσης του ηθικού του άνδρα καταλήγει σε μοιρολόι (βλ. τον πούτσο κλαίγανε),
  • Η σεξουαλική συνεύρεση με μικροchoochooνο άνδρα. Μεγάλα κέφια,
  • Το σεξ με μια συντηρητική γυναίκα, συνήθως αγαμήτου και απάρτου, όπου το κλίμα είναι πραγματικά πολύ βαρύ και θυμίζει νεκρώσιμη ακολουθία,
  • Όταν η σεξουαλική συνεύρεση είναι τόσο ανεβαστική, που στέλνει τον συμμετέχοντα-κάποιας-ηλικίας κανονικά στα ουράνια.

Από βίντεο-παρωδία της σειράς Lola:

- Μπάζο, ηλίθια, κρεβατοκηδεία!
- Σε παρακαλώ, έχω βγάλει 135 στο τεστ IQ του Κοσμολόλιταν!

Πέμπτη περίπτωση (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παντζαρόσωστος: Δεν είναι αυτός που είναι σωστός περί το παντζάρι αλλά αυτός που σώθηκε από το παντζάρι. Δηλαδή ο παντζαροσωσμένος ή ο διά κοκκινογουλίου ή τεύτλου σεσωσμένος.

Σ.ς.: Τα τεύτλα σώζουν! Ρίχτε μια ματιά στα σχόλια της φραπελιάς να καταλάβετε.

- Είχα μια αιμορραγία που κόντεψα να πεθάνω. Αλλά η κυρα-Νίτσα να είναι καλά! Με δυο κιλά παντζάρια με συνέφερε!
- Σ' έσωσε θες να πεις!
- Μόνο; Μ' έκανε σωστό παντζαρόσωστο!

Σώζει ζωές (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε άτομο ή μέρος όπου συχνάζουν μουνιά, κυρίως μούναροι.

1 (άτομο): Μαριάννα, δε παίζεσαι ρε. Τη μία μου γνώρισες την Ιωάννα, χώρισα και τώρα στα καπάκια μου έψησες σκηνικό με τη Ράνια. Σκέτη μουνοπηγή είσαι!

2 (μέρος): - Χθες πήγα στο Γκάζι, έκατσα λίγο στο Gazzarte και δεν έπαιζε τίποτα. Μόνο ζευγάρια και ψωλαρία.
- Τζάμπα ταλαιπωρία δηλαδή, ε;
- Όχι, ευτυχώς μετά πήγαμε Socialista και πάθαμε πλάκα. Μουνοπηγή το μαγαζί σου λέω. Είχε δύο Bachelor party με γυναίκες κι έγινε της πουτάνας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παρεξηγείται εύκολα, και τα παίρνει όλα της μετρητοίς. Αυτό που λέει ο λαός «καλό παιδί αλλά μαλάκας». Αλλιώς «πορδομπούκωμα».

Εναλλακτικά, ο τυπάς που έχει άπειρα κόμπλεξ και κολλήματα, που διστάζει να κάνει καμάκι στις γυναίκες που του αρέσουν και περιμένει με το ποτάκι του στο bar περιμένοντας το θαύμα.

Πω ρε φίλε τι πορδομπουκωμένος που είναι ο Διονύσης; Βγαίνει στα club και μιλάει στις κοπέλες στον πληθυντικό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα ήταν φυσικό να είναι και ο ομοφυλόφιλος που επιδίδεται σε στοματικό σεξ ή επιζητεί έστω το στοματικό σεξ με επιβήτορες παρόλο που είναι βρώμικος ψυχικά / σωματικά. Η λέξη εν μέρει αυτό σημαίνει, αλλά προήλθε και από φαντάρους της Αεροπορίας Στρατού που, ως γνωστόν, είχαν το λεγόμενο βύσμα-τσιμπούκι και τα κανόνιζε όλα για εκείνους δωρικά και τηλεφωνικά! Βρωμοτσίμπουκας ήταν εκείνος που με υποχθόνιο τρόπο κανόνιζε βυσματικές-τσιμπουκωτές άδειες με το βύσμα / τσιμπούκι του. Γινόταν αντιπαθής από τα υπόλοιπα βύσματα πολύ σύντομα, σαν επακόλουθο.

- Ρε είδες το κωλόψαρο που πήρε 7ημερη τσιμπουκωτή;
- Άντε μωρέ με τον βρωμοτσίμπουκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από το παππούς + πούστης. Υποδηλώνει τον πούστη που σε βάθος χρόνου παρέμεινε αναλλοίωτος στα πιστεύω και στα γούστα του! Ομάδες ευσεβών παππούστηδων μπορούν να βρεθούν ολημερίς στο Κολωνάκι κυρίως την Ελληνική πόλη της μόδας. Συζητούν θέματα αδιάφορης κοινωνικοπολιτισμικής αξίας στο Perro's, στο da Capo και στα στενά του Κολωνακίου γενικότερα, έτσι για να περνάει απλά η ώρα μέχρι να πλησιάσει ο υποψήφιος νεαρός επιβήτορας που θα του γίνει αργά ή γρήγορα αν δείξει ενδιαφέρον, πρόταση από τον παππούστη. Κυρίως σεξουαλικής φύσεως.

- Ρε αυτός δεν ήταν ο Φιλήμονας που πέρασε;
- Καλός παππούστης είναι κι αυτός!

Φιλήμονας (από Remedios Varo, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. O μουσικός πνευστού οργάνου.

  2. Μεταφορικά εκείνος/η που του/της αρέσει να επιδίδεται σε στοματικό σεξ με περίτεχνο τρόπο, θυμίζοντας πραγματικά έμπειρο μουσικό πνευστού φιλαρμονικής. Συνήθως δεξιοτέχνης στην πίπα.

- Θα σου κάνω μια πίπα που θα σου μείνει αξέχαστη!
- Άντε ρε παλιόπουστα, κλαρινοπαίχτη! Θα 'θελες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και στυλιαροκαταπότης. Εκείνη/-ος που καταπίνει το στυλιάρι (πέος). Τίτλος που τον αποδίδουμε σε λάτρεις του deepthroating, γυναίκες ή ομοφυλόφιλους με ιδιαίτερη έφεση στο να καταπίνουν με σχετική ευκολία το αντρικό μόριο.

Μαλάκα μου το πήρε κάτω όλο για πλάκα! Μου το εξαφάνισε! Τι στυλιαροκαταπότρα είν' αυτή;

(από gaidouragathos, 05/04/12)My one desire, my only wish is to be eaten... (από Mr. Cadmus, 05/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν είναι μόνο αξιαγάμητος και γαμήσιμος, αλλά είναι κάτι παραπάνω: είναι γαμιστερός και θέλουμε να ξεσκιστούμε μαζί του.

- Πολύ γαμήσιμο το μωρό, ιλέβεν ο κλοκ!
- Ξεσκίσιμο θα έλεγα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλίνεται κατά το «μερακλής». Αναφέρεται εις τον νέον εκείνον, όστις αρέσκεται εις το σεχ. Είναι ασταμάτητος, δεν αρκείται σε μια μόνο γυναίκα και είθισται να είναι και πεοδύναμος, οπότε ο πουτσικλής, κλίνεται κατά το «Ηρακλής».

...

βλ. και πεοκλής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified