Αυτός που του αρέσουν οι άσχημες.
Ρε κοίτα τον μπαζογλείφτη...
Αυτός που του αρέσουν οι άσχημες.
Ρε κοίτα τον μπαζογλείφτη...
Ασχημόφιλοι: δρακογάμης, μπαζογαμιάς, μπαζογλείφτης, μπαζοκίλερ, μπαζοκράτωρ, μπαζοφονιάς, σάββας, Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, σαβουρογαμιάς, σαβουρογαμόσαυρος, σαβουρομπήχτης
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται κυριολεκτικά στο πέος, αλλά χρησιμοποιείται και ως υβριστικός χαρακτηρισμός.
Μας έχει κάνει το λεβίδι κατσαβίδι ο δικός σου, πολύ πρήξιμο μιλάμε.
Μού 'πε η δικιά σου να πάμε για καφέ, και μου κουβάλησε και το λεβίδι τον γκόμενό της μαζί.
Ετυμολογία: (αρχιδο)λεβιές + -ίδι, υπό την επίδραση μάλλον του αρχίδι.
Got a better definition? Add it!
Το αρχίδι.
— Καλά, πόσες φορές θα σε ρωτήσω; Θα πάμε τελικά μαζί διακοπές ή όχι;
— Μού 'χεις παχύνει τα καρκάλια με τις διακοπές, ξέρεις τίποτα;...
Δες και κάκαλα.
Got a better definition? Add it!
Η χανιώτισσα ψώλα. Ο όρος ουσιαστικά αναφέρεται σε όλες τις γκόμενες που κατάγονται και ζουν στα Χανιά Κρήτης.
- Άντε μωρή χανιώλα.
Got a better definition? Add it!
Τσιμπούκι (πίπα). Ακούγεται κυρίως στη Β. Ελλάδα μεταφορικά, ειδικά σε ποδοσφαιρικές συζητήσεις. Χρησιμοποιείται πάντα με το ρήμα «κάνω».
- Έτσι, να πάτε πάλι Champions League και καλά κλαρίνα.
- Ο Ηρακλής τι έκανε σήμερα;
- Κλαρίνο.
Got a better definition? Add it!
Όρος που χρησιμοποιείται στην επιστήμη της μηχανολογίας για το παχύμετρο όταν αυτό χρησιμοποιείται για να μετρήσει το βάθος μιας οπής. Αυτό το πετυχαίνουμε με την χρήση του οπίσθιου στελέχους του οργάνου.
-Να το μετρήσουμε με το κωλοβυθόμετρο καλύτερα, μην κάνουμε κανα λάθος.
Got a better definition? Add it!
Published
Γαμιέμαι, ή έχω τις ανάλογες τάσεις.
Συνώνυμα:
- Δε μου λες ρε, ο Λέλος το γρασάρει το ρουλεμάν τελευταία ή μου φαίνεται;
- Πρέπει να το γρασάρει. Τις προάλλες έσκυψε να πιάσει τον αναπτήρα του και πήρε το μάτι μου κουραδοκόφτη!
- Τσκ τσκ τσκ... καλά κι εσύ τι κοίταγες;! Μπας και το μελώνεις το παστέλι κι εσύ;
- ...
%
Got a better definition? Add it!
Η λούγκρα.
λούγκρα + Λουκρητία = λουγκρητία.
-Κοίτα το Λέλο τη λουγκρητία ρε. Κρίμα τον πατέρα του που κέρναγε στα καφενεία κι έλεγε «έκανα γιο ρε!». Τσκ τσκ...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποια έχει ωραίο κώλο, πεταχτό, που τραβάει τα βλέμματα.
- Ρε φίλε κόψε ένα κωλαντεράλ που έχει η γκόμενα...
- Ναι, απίστευτος κώλος!
Ετυμολογείται απο το κωλάντερο (δες και δίνω το κωλάντερο στο χέρι), με τη μετριαστική γαλλόφερνη κατάληξη -άλ.
Got a better definition? Add it!