Selected tags

Further tags

Χύμα κατάσταση, χαοτικές συνθήκες, υπηρεσίες, ή μέρη όπου ο καθένας κάνει ό,τι του γουστάρει με αποτέλεσμα να μην λειτουργεί τίποτα.

- Γαμώτο, έχασα την εκπομπή που ήθελα να δω...
- Δεν είχες δει το πρόγραμμα;
- Το είχα δει αλλά φαίνεται πως τελικά έδειξαν άλλα.
- Ε καλά, δεν τα ξέρεις τα κανάλια; Καραπουτσαριό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις, το ανδρικό μόριο.

Θα σου γαμήσω τα πρέκια...

(από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Δες πορδοκόφτης, ο.

- Μπουγάδα τίγκα σκατοκόφτες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aπρόβλεπτα δύσκολη άσκηση, εργασία.

Μου βγήκε ένα καυλί στη δουλειά. Πάτε εσείς και θάρθω και εγώ μετά, όταν τελειώσω.

Got a better definition? Add it!

Published

Δαγκώνω το καυλί μου: υφίσταμαι υπερβολικό κρύο.

Δεν καταφέραμε να ανάψουμε το τζάκι στο εξοχικό του και δαγκώσαμε το καυλί μας.

Got a better definition? Add it!

Published

Οτιδήποτε το γαμάτο, υπέροχο, που γαμεί μανούλες και τέτοια. Επίσης χρησιμοποιείται και για τις σέξι και όμορφες γυναίκες.

  1. - Πω μαλάκα, δες μηχανή. Kawasaki Zephyr μονταρισμένο στα 1300cc.
    - Μιλάμε για το απόλυτο τούμπανο.

  2. - Πω πω, τι τούμπανο είσαι εσύ μωρό μου!
    - Άει στο διάολο, βλαμμένε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, το πολύ μεγάλο πέος.

Είχε χτες στο συνδρομητικό μια πορνοταινία με έναν μαύρο που είχε ένα αγγούρι 3 μέτρα!

(από allivegp, 11/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που τον.. παίρνει αμέσως.

-Η Γιαννιώτισες κ Θεσσαλονικιές είναι πηδήξιμες!!

Βλ. και γαμήσιμος.

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη ρωσικής προελέυσεως υποδηλούσα τον μαλάκα. Εναλλακτικά, ο Ρωσοπόντιος ανώνυμος. Συνήθως, απευθυνόμενος σε κάποιον άλλο, οφείλει κανείς να τραβήξει το τελικό άλφα.

- Εεεε... Μπινταράαα... Εμένα κοίταξες έτσι... Να 'ρθω εκεί να παίξουμε τις γροθιές;
- Εμένα ρε; Μπλιαάατ... Έλα εδω κανονίσω σε...

Από διαδηλώσεις κατά του Πούτιν.  (από Khan, 20/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπική παραλλαγή της λέξης καυλιάρης στο βόρειο μέρος της Έλλαδας.

Επίσης: γκαυλιάρα, γκαυλιάρικο.

- Ρε συ Τάκη... άσε τη μπουγάτσα σε λέω και κοίτα εκεί τη Μαιρούλα με το min-άκι της! Πωωωωώ!
- Ναι ρε, πολύ γκαυλιάρα η γκόμενα! (Τσομπ-τσομπ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified