Selected tags

Further tags

Η και καλά άβγαλτη, η σιγανοπαπαδιά, η από μπροστά παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα.

- Εγώ σε παρτούζα; Με προσβάλλεις!
- Μη μου το παίζεις παρθενοπιπίτσα ρε συ. Σε ξέρω τι πουτανάκι είσαι...

(από Khan, 27/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.

- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψευτόμαγκας που κάνει τον καμπόσο εκεί που τον παίρνει.

Κοίτα να δεις που μόλις τα βρίσκει δύσκολα γίνεται λούης, ο κουραδόμαγκας.

Γιά μάντεψε σκατόμαγκα, ο κώλος μου τί μυρίζει», Θανάσης Παπακωνσταντίνου, «Καντηλανάφτης» (1993) (από vikar, 17/08/11)

βλ. και κουραδόμπεης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια παράξενη και δύσκολη «φιγούρα» που κάνει ένας άντρας (μπορεί να γίνει από άντρες όλων των ηλικιών) για να εντυπωσιάσει την παρέα του. Συνήθως λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια φοιτητικών διακοπών στη Μύκονο τον Μάιο.

Για να πραγματοποιηθεί ένα αντρικό μουνί πρέπει ο δημιουργός να έχει πολλά skills! Αντρικό μουνί λοιπόν ορίζουμε την ενέργεια κατά την οποία ένας άντρας τραβάει και βάζει το πέος του ανάμεσα στα πόδια του με σκοπό να το αποκρύψει και να κάνει τους άλλους να νομίζουν ότι δεν έχει πέος, αλλά αιδοίο.

- Mαλάκα τι αντρικό μουνί έσκασε ο Τζορτζ;
- Χαχαχαχαχαα, ναι είναι σαν κανονικό μουνί!
- Χαχααχα
- Χαχαχ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περιοχή εκατέρωθεν του αιδοίου ή αλλιώς του μουνιού.

- Για κοίτα τη μουνοπλακέτα της γκομενίτσας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομοφυλόφιλη γυναίκα, η λεσβία.

- Για κοίτα της πλακομούνες, χαμουρεύονται πάλι!

Από το πλακομούνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που το μουνί της καλύπτεται από την πάνω μεριά από τρίχες.

Πω ρε φίλε, η γκόμενα στην ταινία το έχει αξύριστο τελείως, μουνί τραγιάσκα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O ομοφυλόφιλος, αλλά και η γυναίκα που δεν έχει άντρα, η νυμφομανής.

- Αχ δεν είναι πολύ άντρας ο Μπάμπης;
- Ο Μπάμπης; Ας γελάσω! Ρε αυτός είναι γνωστός poutsless.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εμφατικότερη μορφή της έκφρασης αρχίδια.

Συνώνυμο: πούτσες μπλε, μαλακίες, μπούρδες, παπαριές κλπ

- Έγινε τίποτε τελικά;
- Μπα, πουτσίδια, τα ίδια και τα ίδια...

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Τραβάω μαλακία.

  2. Κάνω άχρηστα πράγματα, δεν είμαι συνεπής, κλπ.

  1. - Πώς πάει ο μικρός;
    - Πώς να πάει, μεγάλωσε και μου φαίνεται ότι έχει αρχίσει να τον πουλοπαίζει.

  2. - Γιατί αργεί τόσο ο μαλάκας;
    - Ξέρω γω, κάπου θα είναι και θα πουλοπαίζει.

Got a better definition? Add it!

Published