Selected tags

Further tags

Λέγεται για τον πολύτεκνο μα φτωχό άνθρωπο, που δεν συλλογίζεται πώς θ' αναθρέψει τα παιδιά του, αλλά κατά τα άλλα... ξέρει να τα κάνει.

- Ο Αποστόλης θ' αποκτήσει λέει το πέμπτο.
- Βρε δεν κοιτάει τα χάλια του πρώτα. Πώς θα τα ζήσει τόσα παιδιά; Αλλά τί περιμένεις; Καν ψωμί δεν είχαμε, πούτσα ώς το γόνατο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διπλοτσίμπουκο, double blowjob.

Μαίρη είμαι με τον Τζον. Πετάξου για κάνα δίμπουρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό μόριο, μην τα ρωτάς πώς και από πού βγήκε.

- Και μετά, και μετά;
- Τι και μετά ρε μαλάκα; Πετάω το μπαργαλάτσο έξω και γίνεται το έλα να δεις. Αναστενάξανε τα στρώματα λέμε.
- Άξιος.

βλ. και παργαλάτσος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσπερμάτωση πάνω στα μπούτια. Λέγεται και μπατανάς, χωρίς -ν. Η αρχική σημασία είναι επίχρισμα και είναι μια λέξη που χρησιμοποιούν νορμάλ οι μπογιατζήδες. Το αστάρωμα, ας πούμε, γίνεται με μπατανόβουρτσα.

Μπατανάδες υπάρχουν πολλών ειδών:

  1. Ο κλασικός. Ο άνδρας βγαίνει λίγο πριν τελειώσει, δουλεύει πινέλο και χύνει στα μπούτια.
  2. Ο πρόωρος. Δεν προλαβαίνει καν να μπει και τού 'χει φύγει.
  3. Ο εκνευριστικός. Προκύπτει διότι η γνωστή μυξοπαρθένα αρνείται να ανοίξει τα μπούτια.
  4. Ο γκέι. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται και ως πλακοπούτσι.

Υπάρχει και το εξής τετράστιχο:

(Insert name) άνοιξε τα μπούτια
και κλειστά μην τα κρατάς,
και κλειστά μην τα κρατάααας,
να μη γίνει μπατανάς.

Το τραγουδά (κατά προτίμηση από μέσα του) είτε αυτός που προσπαθεί να γαμήσει ή αυτός που παίρνει μάτι.

(από joe909, 16/07/11)(από Gambertais, 12/02/12)(από Gambertais, 13/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το πρόγραμμα που προσφέρεται στα μπουρδέλα, γνωστό και ως τσιμπούκι-πισωκολλητό, αποδίδοντας, έτσι το ανεπιθύμητο της κατάστασης για το άτομο στο οποίο αναφέρεται.

Τι βατά θέματα και μαλακίες. Πίπα-κώλο μας πήγε ο %$@#@#$ πρωϊνιάτικο...

(από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξέψωλο. Το ξεψωλίδι. Η ψώλα. Αυτή που αγαπάει την ψωλή, η επονομαζόμενη και ψωλαρπάχτρα. Απαντάται σε όλη την επικράτεια, αν και η λεβεντογέννα Κρήτη έχει δική της τοπική βερσιόν, τη λεγόμενη χανιώλα (χανιώτισσα ψώλα).

- Να σου εξηγήσω αγάπη μου...
- Μη με λες αγάπη σου. Δεν είμαι η αγάπη σου.
- Μα δεν καταλαβαίνεις. Δεν είναι έ-
- Τι δεν είναι έτσι ρε; Πώς είναι; Που βρήκες το ψωλίδι αυτό και...
- Δεν είναι ψωλίδι. Μη μιλάς έτσι για την Κούλα.
- Ναι δεν είναι ψωλίδι. Είναι ξέψωλο. Είναι τσουλί. Ρε άει στο διάολο, που θα μου πεις ότι δεν καταλαβαίνω κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος του γεννητικού αντρικού οργάνου. Οι άνθρωποι που φέρουν ένα αρχίδι λέγονται μονόρχεις (ή τζούφιοι).

Το αρχίδι εμφανίζεται επίσης σε δέκα μορφές:

  1. ως βρώσεως σημαντικό
  2. ως ορεκτικό
  3. ως κλάσεως σημαντικό
  4. ως δηλωτικό ποιότητας: α. επαινετικό β. υποτιμητικό
  5. ως εξάσκηση του ξυστό
  6. ως δηλωτικό δυσαρέσκειας
  7. ως υποτιμητικός χαρακτηρισμός
  8. ως δηλωτικό θάρρους
  9. ως δικηγορική υπόθεση
    1. ως απάντηση
  1. Φάε ένα αρχίδι.
    1. Τσίμπα ένα αρχίδι.
    2. Κλάσε μου τ' αρχίδια.
      4α. Διευθυντής μ' αρχίδια.
      4β. Αρχίδια διευθυντής.
    3. Ξύσε μου τ' αρχίδι.
    4. Πήραμε τ' αρχίδια μας.
    5. Για κοίτα το αρχίδι.
    6. Ο τύπος έχει αρχίδια.
    7. Αρχίδια υπόθεση είναι αυτή.
  2. - Πήρες τη δουλειά; - Αρχίδια...

(από ironick, 10/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που κοιτάει πολλές, αλλά δεν παίρνει τελικά καμία. Χρησιμοποιείται κυρίως για ειρωνεία.

  2. Με κυριολεκτική σημασία είναι αυτός που πηγαίνει με πουτάνες ή πάει σε μπουρδέλα και στριπτιτζάδικα.

  1. - Ωχ μαλάκα, κοίτα αυτή την γκόμενα ρε. - Άντε, όρμα!!! - Μπα... Βαριέμαι! - Α ρε πουτανιάρη...

  2. - Μαλάκα, ο Γιώργος πάει συνέχεια σε μπουρδέλα. - Α, τον πουτανιάρη!

Βλέπε και μπουρδελιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι σύνθετη λέξη και χαρακτηρίζει γυναίκες ή πούστηδες. Χαρακτηρίζει δηλαδή μία γυναίκα:
1. που της αρέσει το σεξ
2. πάει με όλους σαν πόρνη
3. έχει διεστραμμένες φαντασιώσεις που τις κάνει συνήθως πράξη
4. που της αρέσουν οι μαλάκες και η μαλακία
5. που γλείφει πούτσους με απίστευτη τέχνη και ομορφιά.

- Μαλάκα και γαμώ η γκόμενα!
- Μη την βλέπεις έτσι! Είναι σεξοπορνοδιαστροφική μαλακοπουτσογλείφτρα. Έχει πάει με τη μισή Αθήνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified