Selected tags

Further tags

Ο πούτσος. Λέγεται και κλαρίνο. Σκέτη ορχήστρα, ένα πράμα.

- Τά 'μαθες; Η Έρση έκανε αλλαγή φύλου!
- Ποια ρε συ; Αυτή δεν ήταν καν λεσβία!
- Κι όμως, φίλε μου...
- Ε ρε πούστη τι γίνεται σε αυτόν τον ντουνιά! Δηλαδή από σάλπιγγα έγινε φαγκότο!

Got a better definition? Add it!

Published

Γκόμενα κατίνα, τελευταία, ούτε για τον πούτσο δεν είναι!

Τι πουτσόκαρο είναι αυτό που μας κουβάλησες πάλι;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα στη γνωστή του μορφή σημαίνει ότι γεμίζω με μπάζα κάποιον λάκκο, τάφρο, υπόγειο οικοδομής κτλ... Μιας όμως και λέγοντας μπάζο εννοούμε και την γκόμενα που δεν βλέπεται, το ρήμα μπαζώνω αποκτά μια σημασία νέα που θίγει ένα μεγάλο κοινωνικό φαινόμενο του καιρού και του τόπου μας: τον σαβουρογαμισμό.

Κάποιος αποφασίζει να μπαζώσει φιλοσοφώντας πρώτα τα μείζονα ερωτήματα της ανδρικής καθημερινότητας, π.χ. «γιατί μου την πέφτουν μόνο μπάζα;», «μα ποιος τις γαμάει τις μουνάρες;», «γιατί όπου πάω παίζει ψωλαρία;», «γιατί γαμάνε οι άλλοι κι εγώ πάντα μένω με την ψωλή στο χέρι;», και άλλα πολλά. Αφού λοιπόν τα σκεφτεί τα προηγούμενα και αποφασίσει κατά το βουδιστικό δίδαγμα να αποδεχτεί αυτά που δεν μπορεί να αλλάξει, περνάει στη φάση του μπαζώματος: πλέον παύει να ασχολείται με ταπεινότητες όπως η εξωτερική εμφάνιση και ορμάει ακάθεκτος να νιώσει τη χαρά της ζωής με αυτές που τέλος πάντων δεν του το παίζουν και δύσκολες (βλέπε και τσιμπουκοζητιάνες).

Υπάρχει βέβαια και μια άλλη σχολή σκέψης σχετικά με το μπάζωμα, επηρεασμένη και αυτή από τη βουδιστική φιλοσοφία και ειδικότερα την ανέλιξη σε ανώτερα επίπεδα ύπαρξης. Η σχολή αυτή συνοψίζεται στη φράση άμα δεν μπαζώσεις, δεν χτίζειςδεν γαμάς), δηλαδή άμα δεν βάλεις πρώτα χαμηλότερους στόχους ως εραστής, δεν θα μπορέσεις ποτέ να βάλεις και υψηλότερους...

  1. - Ρε μαλάκα αυτός ο Μήτσος είναι τόσο γαμιάς και πηδάει κάθε μέρα και διαφορετική γκόμενα;
    - Αυτός μόνο να μπαζώνει ξέρει αγόρι μου... Αν δεις τις γκόμενές του θα το βάλεις στα πόδια!

  2. (Παράδειγμα από το φόρουμ του Cosmopolitan [βλέπε περιοδικό τουαλέτας])
    [...]..όσο για τους ανθρώπους με κόμπλεξ πραγματικά έχω ένα είδος μαγνήτη γι αυτούς όπως και για τους μαμάκηδες..δεν υπήρξε ούτε ένας να μου πει καλό λόγο,και όλοι πίστευαν ότι τους αξίζει κάποιο μοντέλο. ένας μάλιστα μου χε πει ότι αυτή είναι η θεωρία αν δεν μπαζώσεις δεν χτίζεις..ότι δηλαδή τα φτιάχνεις όλο και με καλύτερη γκόμενα μέχρι που θα σου κάτσει η Αλεξανδράτου.το θέμα είναι ότι αυτή είναι η καλύτερη σχέση που είχα ποτέ(όσο περίεργο και αν ακούγεται),ότι αυτός ο άνθρωπος μου εκμυστηρεύεται πράγματα που δεν τα χει πει αλλού και για διάφορους λόγους τον νοιάζομαι πολύ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορική έκφραση που αναφέρεται στην ταλαντευόμενη κίνηση του πινέλου, υπονοώντας όμως σεξουαλική πράξη: η γυναίκα στήνεται δημιουργώντας ορθή γωνία και ο άνδρας χρησιμοποιεί το χέρι του σαν πινέλο, αγγίζοντας και τρίβοντας με τα δάχτυλά του τα χείλη του αιδοίου.

Περάσαμε ωραία με την Κωνσταντίνα χθες, όταν μάλιστα στήθηκε στο παράθυρο και τής έκανα πινελάκι πρέπει να κωλογούσταρε, αφού βόγκαγε διαρκώς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τελείως (μα τελείως) ξυρισμένο μουνί.

- Μωρό μου πότε θα το κάνεις εκείνο το παρκέ που μου υποσχέθηκες;
- Άσε ρε μωρό μου, θα με τρώνε οι τρίχες μετά για μια βδομάδα.
- Έλα μωρέ πως κάνεις έτσι. Σιγά τα ωά. Τι να πω κι εγώ που ξυρίζομαι κάθε μέρα;
- Γιατί για πάρτη μου ξυρίζεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλειφομούνι, η αιδοιολειχία.
Όταν πρόκειται για τριχωτό μουνί η χωρίστρα γίνεται πρώτα στις μουνότριχες και μετά στα χείλη, ενώ όταν έχουμε να κάνουμε με παρκέ γίνεται στα μουνόχειλα.

- Ρε μαλάκα, της έχεις κάνει καμιά χωρίστρα της γκόμενας;
- Φυσικά ρε μαλάκα. Χωρίς χωρίστρα δε μου σηκώνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της έκφρασης «της έδωσα το μουνί στο χέρι» ή «της έδωσα τη μήτρα στο χέρι», τουτέστιν επιδόθηκα σε έντονη σεξουαλική δραστηριότητα η οποία οδήγησε την ερωτική παρτενέρ στα πρόθυρα κατάρρευσης. Αναμφίβολα χυδαία έκφραση, με έντονο πάντως χρώμα.

Το γκομενάκι μου το έπαιζε ιστορία και ήθελε να φανεί σκληρή και απόλυτη. Όταν όμως μετά από ολονύχτιο γαμήσι της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ, ήρθε στα ίσα της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γυναίκας με εμφάνιση, βλέμμα και κινήσεις που παραπέμπουν σε πορνοστάρ χαμηλού ή υψηλού μπάτζετ πορνοταίνιας (κοινώς τσόντας).

Κατά την θέαση ενός τέτοιου αντικειμένου καθαρά σεξουαλικού πόθου, ένας άνδρας αναφωνώντας «τσόντα!» με χαμηλή (και ενίοτε βραχνή φωνή), και λαμβάνοντας ως απάντηση από έναν άλλον άνδρα κάτι του στιλ «σ'σκις!», ξαλαφρώνει κάπως από τα ερωτικά σήματα του εγκεφάλου του που έχουν χτυπήσει κόκκινα και που πρόκειται να μείνουν ανεκπλήρωτα (ή να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης για το σπίτι). Είναι άλλωστε γνωστό ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, αν δεν μοιραστείς τον «ενθουσιασμό» σου με άλλους άντρες, σε παίρνει το παράπονο... Το ενδεχόμενο πάλι να σου κάτσει αυτή η γκόμενα ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, ειδικά αν δεν έχεις και κατιτίς ακριβό για να τραβήξεις την προσοχή της...

- Μαλάκα κοίτα πώς κουνιέται η μουνάρα!
- Πώωω... Μιλάμε για πολύ τσόντα!
- Καύλα!!
(Και συνεχίζεται ο διάλογος με παρεμφερείς χαρακτηρισμούς, μέχρι να ξεπεραστεί κάπως το σοκ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός τρόπος για να ειπωθεί το ρήμα συνουσιάζομαι, κοινώς γνωστό και ως βάζω ή «χώνω».

- Θα τα πούμε αρχηγέ μου αύριο βράδυ;
- Δε γίνεται, αύριο θα δω τη Μαρία για να μπήξω νύχι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λειτούργημα ή εργασία; Μπα, τίποτα από τα δύο.

Εκφραζόμαστε έτσι για κάποιον που έχει ελάχιστη δουλεία, που δουλεύει κατ' αραιά διαστήματα, που περνάει την ώρα του χωρίς να κάνει κάτι σημαντικό, που νομίζει πως δουλεύει ενώ στην ουσία δουλεύει τον εαυτό του και τους υπόλοιπους.

Πώς προκύπτει η έκφραση;

Κουλός να τραβά μαλακία σχήμα οξύμωρο, τουλάχιστον με την κλασσική έννοια. Αν θεωρήσουμε πως αυτό είναι βιολογική ανάγκη και πως κάποιος πρέπει να ασχοληθεί με το project «Βάρεμα μαλακίας στους κουλούς», τότε αυτό είναι εργασία ή λειτούργημα. Αλλά αυτά παίζουν σε θεωρητική βάση.

Στην πράξη δεν υπάρχει ανάγκη για εργολαβία, άρα όταν αναφερόμαστε σε κάποιον λειτουργό αυτού του task εκφράζουμε την άποψη πως κάποιος ασχολείται με κάτι ανύπαρκτο. Άρα δουλεύει τον κόσμο και στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα ή σχεδόν τίποτα.

- Τι κάνει ο Μπάμπης; Έπιασε επιτέλους δουλεία;
- Βέβαια. Βαράει μαλακία στους κουλούς. Τι δουλειά να κάνει βρε; Με δουλεύεις; Αυτός βαριέται που ζει.

και όχι μόνο! (από BuBis, 13/09/09)

Βλ. και τραβάει μαλακία στους κουλούς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified