Selected tags

Further tags

Κάνω τη δουλίτσα μου, ξεχαρμανιάζω μεταφορικώ τω τρόπω, ξεκαβαλάω.

- Αργεί ο Σάκης, πού είναι, θα χάσουμε το έργο...
- Εεεε... είναι με τη Λίτσα, μπορεί να αργήσει λίγο ακόμα...
- Α κατάλαβα, λοιπόν πάμε εμείς, και μόλις ξεγαμήσει άμα θέλει θα έρθει μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετούγια ή και μπετούγια λέμε και την εύκολη γυναίκα, την κοινή άμα θέλετε, όπως ακριβώς κοινή είναι και η μπετούγια για να ανοίξεις την πόρτα.

Όχι, αν είσαι μάγκας να ανέβεις από το παραθύρι της της *μπετούγιας* ή να σου ρίξει κάτω τα μαλλιά της να ανέβεις, η [σκορδόπιστη](http://www.slang.gr/definition/5494-skordopisti)!!! Κοινή για όλους μέσα στο σπίτι και στα σπίτια όλου του κόσμου, εύκολη στη χρήση, με ένα τσακ, μπήκες, απλά πράγματα. Σαν το [πατσαβούρα](http://www.slang.gr/lemma/106-patsaboura), ένα εύκαιρο πάνω απ' όλα, πανάκι να μαζεύεις τις βρομιές σου. Αλλά και οι μπετούγιες έχουν αποδειχτεί να έχουν παραπάνω μικρόβια ακόμα κι από τα πληκτρολόγια, που έχουν παραπάνω μικρόβια από τη λεκάνη της τουαλέτας. Ίσα μωρή *μπετούγια*, κατευθείαν παρασύνθημα, ανοίγω και χωρίς τα κλειδιά. Τα πορτοπαράθυρά σου είναι πάντα διάπλατα για μένα. Ξεσκισμένη καριόλα!

Ξεσκισμένη καριόλα: «Έξι μπετούγιες ίνοξ, στο τιμολογιάκι, χονδρική, ε;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υλικό είναι, ας το πούμε έτσι απλά, οι εικόνες που σκέφτεται το άτομο κατά την διάρκεια της λατρείας του Θεού Αυνάν. Γενικότερα είναι οι πολύ όμορφες γυναίκες.

Συντάσσεται σχεδόν πάντα με τη λέξη μαζεύω μπροστά.

  1. -Πωωωωώ! Κοίτα ένα μανούλι εκεί!
    -Όπα κάτσε να μαζέψω υλικό...(παρατηρεί προσεκτικά τη γκόμενα)

  2. -Είδα κάτι φωτογραφίες μιας μουν*ρας στο facebook...άστα, μιλάμε μάζεψα τρελό υλικό!!!
    -Link;

  3. -Πάμε Θησείο να δούμε κανα μο*νί και να μαζέψουμε υλικό;
    -Δε σου 'χω πει να κόψεις την πρωινή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φλόμπα, το μπάζο, η ξεπλένω, γενικά μια σκέτη ομορφιά ένα πράμα, μια γυναίκα ουχί μόνον τέρας ασχήμιας, κοντή, χοντρή, αντισέξ, κακοντυμένη, βρωμερή, τρισάθλια και τα λοιπά, αλλά και ψιλο-μαλακοβιόλα ή και άκρως αντιπαθής.

Ηλικία: ό,τι.

Τι μου την έφερες τη στρέμπα ρε πούστη στο πάρτυ, δε φτάνει που είναι σα γαμώ τον Χριστό μου μέσα, μας ξενέρωσε και με τις μαλακίες που έλεγε όλη νύχτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η μεγάλη σαν μπουρί τρύπα. Χρησιμοποιείται συνήθως για το μέγεθος της κωλότρυπας.

  2. Το χέσιμο - Ο κώλος που χέζει.

  1. - Άμα την βάλω κάτω, θα της ανοίξω τον κώλο, μπουργάνα θα της τον κάνω.

  2. - Τι έγινε βρε συ εχθές; - Βγήκαμε με την Άννα, μετά πήγαμε σπίτι της, την πήδηξα, και της έκανα τον κώλο μπουργάνα.

  3. - Τι έγινε, πώς είσαι;
    - Ασ' τα, εχτές έφαγα 10 κομμάτια σπανακόπιτα και με πήγε μπουργάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπου κλάνα, η κωλότρυπα. Και όπου μπουρί, αυστηρά το κλασικό μπουρί σόμπας πετρελαίου - όχι αυτά τα φλώρικα σωληνάκια των εξατμίσεων.

Ήγουν, θα σου κάνω την κλάνα μπουρί μεθερμηνεύεται ως θα σε γαμήσω τόσο άσχημα που η κωλότρυπα σου θ' ανοίξει και σε διάμετρο θα γίνει σα μπουρί - 6 ίντσες μίνιμουμ.

Εννοείται ότι θα το κάνω α) διότι είσαι τόσο παλιόπουστας που το αξίζεις και β) διότι μπορώ. Το subtext είναι ότι για να σου κάνω την κλάνα μπουρί έχω πούτσα που είναι μπουρί - και να πάτε οπωσδήποτε στο λήμμα να δείτε το βιντεάκι.

Απειλή που υπό κάπα σίγμα δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί - τουλάχιστον όχι χωρίς προσφυγή σε μηχανικά μέσα. Απειλή, όμως, που δεν πρέπει να την παίρνει κανείς αψήφιστα καθώς καθιστά πασίδηλη την οργή αυτού που την εκστομίζει, οργή που ψάχνει να εκτονωθεί, αν όχι σε γαμήσι τότε σε ξύλο (στον πουσταρά το θρύλο - άσχετο). Ίσως με κουτσαβάκικες καταβολές.

Πού εντάσσεται το θα σου κάνω την κλάνα μπουρί στην ευρύτερη γκάμα των απειλών που έχει ο ελληνόφωνος στη διάθεσή του σήμερα; Θα έλεγα ότι είναι:

Υπάρχει και μια βαριάντα σε παθητική διάθεση: μου έγινε η κλάνα μπουρί. Δεν κυριολεκτεί. Έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις που κάποιος (παλιόπουστας) μας ταλαιπώρησε υπέρ το δέον, μας τρέλανε στο καψώνι, μας ξεπάτωσε.

  1. - Α, ρε παλιόπουστα ... άμα έρθω κει, θα σε πιάσω και θα σου κάνω την κλάνα μπουρί ...
    - Καλά, καλά ... μόνο υποσχέσεις είσαι ...

  2. - Δεν την παλεύω άλλο ... μου 'χει γίνει η κλάνα μπουρί ... θα χτυπήσω αναβολή ...

Μπουριά (από poniroskylo, 05/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το σπέρμα, το ψωλόχυμα. Όπως λέμε orange juice, έτσι έχουμε και πέο τζους.

Έτσι, καργιόλα, πιες τώρα πέο τζους, που έχει βιταμίνες να δυναμώσεις, γιατί έχει και δεύτερο γύρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης στα ποδανά.

Δείτε το μήδι.

(από AN21, 09/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως τσιμπουκαρίων χαρακτηρίζεται μια γυναίκα σε μεγάλη ηλικία, που νομίζει ότι είναι κοπελίτσα και βάφεται, ντύνεται σαν 20άρα, ενώ έχει σίγουρα εγγόνια! Προέρχεται από τη λέξη τσιμπούκι και την κατάληξη -αρίων που προέρχεται από τον Βησαρίων, που δήθεν είχε αγιάσει σε κάποιο μοναστήρι. Λόγω ηλικίας!

Καλά ρε τι τσιμπουκαρίων είναι αυτή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να πούμε πως κάποιος εκμεταλλεύεται την καλοσύνη ή την προθυμία κάποιου άλλου, μιας και ο κώλος στο σεξ θεωρείται είδος πολυτελείας...

- Γιάννη, να σου πω...
- Πες μου.
- Τώρα που θα φύγεις διακοπές, μπορώ να πάρω την ηλεκτρική κιθάρα να παίξω καθόλου;
- Καλά μωρέ, πάρτη!
- Μαζί με τον ενισχυτή, έτσι;
- Βέβαια.
- Να πάρω και κανένα πεταλάκι για εφέ, έτσι;
- Άντε, πάρε κι από αυτό...
- Το καλό θέλω ε;
- Κάτσε ρε μαλάκα Νίκο, βρήκες κώλο και γαμάς αβέρτα;;

Got a better definition? Add it!

Published