Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Selected tags

Further tags

Η κοντή γκόμενα maximum 1,60 που, ενώ δεν έχει τα φόντα, την πέφτει στους καπαρωμένους, κεντρίζοντας την λίμπιντο με γνωστές πουτανιές, προκαλώντας βραχυκύκλωμα στις δικές τους.

- Ρε συ Αλεξάνδρα με ποια μιλάει ο δικός σου;
- Με την Ελένη... όχι την βλέπεις πως κάνει την κοντή;
- Αυτή δεν την είχε πέσει και στον Γιώργο; Γνωστό κοντοπούτανο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας καυστικός τρόπος προσβολής για κοντούς ανθρώπους που είναι απατεώνες, ανάξιοι εμπιστοσύνης.

Αυτός ο μπασμένος έχει πολύ μυαλό το καθίκι. Μας πήρε και τα λεφτά και την γκόμενα ο κοντοπούτανος κι εξαφανίστηκε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατό μια δύσκολη περίοδος όταν οι άδειες είναι ανύπαρκτες, οι υπηρεσίες πολλές, οι έξοδοι μετρημένες, και παράλληλα η μονάδα είναι σε επιφυλακή, έχει έρθει επίσκεψη κάποιος υψηλόβαθμος και γενικά όλοι τρέχουν πανικόβλητοι.

- Θα πάρεις άδεια αυτόν το μήνα; - Τι άδεια να πάρω, πήραν μετάθεση οι παλιοί, ακόμα δεν έχουν έρθει νέοι, και μεθαύριο έχουμε επιθεώρηση απο τον ταξίαρχο. 'Αστα να πάνε, πίπα-κώλο εμπλοκή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφατικά η κωλοτρυπίδα. Προκύπτει προφανώς απ' το κωλόφαρδος.

- Εξάρες ρε μουνί! Γύρισε το γαμημένο.
- Πάλι ρε πούστη μου... μου' χεις σκίσει τα κωλοφάρδουλα με το ζάρι σου σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published

Εξευτελίζω, γελοιοποιώ, νικώ με διαφορά, γαμώ βίαια / αδυσώπητα.

- Άσε μαλάκα παίζαμε Warhammer με τον μαλάκα τον χοντρό, αλλά τι να κλάσει ο φλώρικος ο στρατός του; Του έδωσα το κωλάντερο στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων πολύ μικρό / λεπτό πέος.

- Άσε μαλάκα Μπάμπη, βαράγαμε μια ομαδική με τα παιδιά το Σαββάτο και ο Τάκης είχε πολύ λεπτό πούτσο, σχεδόν τσιγάρο!
- Σώπα ρε μαλάκα, δεν τον είχα για κατσαβιδοψώλη τον Τάκη...

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η παλινδρομική κίνηση του πέους επάνω στην κλειτορίδα λίγο πριν τη διείσδυση.

  2. Η παλινδρομική κίνηση του πέους επάνω σε άλλα μέρη του γυναικείου (ή ανδρικού για την... άλλη ομάδα) σώματος για πρόκληση πλήρους στύσης.

- Και τι έγινε μόλις άνοιξαν οι πόρτες; Μπήκες με φόρα;
- Όχι ρε μαλάκα... δούλεψα λίγο πινέλο πρώτα. Έτσι, για την καύλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ειδικός υπόγειος εκσκαφέας που χρησιμοποιείται στη διάνοιξη μιας σήραγγας του Μετρό. Παράφραση του τυφλοπόντικας = ζώο που σκαλίζει υπογείως για να κινηθεί.

  2. Μεταφορικά: το μεγάλο μέσο που χρειάζεται να επιστρατευθεί στην περίπτωση που μια γυναίκα είναι πολύ σφιχτή ή μεγαλοπαρθένα.

- Τα έμαθες; Επιτέλους η Λένα πηδήχτηκε!
- Ποιος ήταν ο τυχερός; - Δεν ξέρω, αλλά ο τύπος θα χρειάστηκε μετροπόντικα για να τα καταφέρει!
- Μπα, κάτι τέτοιες μην τις φοβάσαι, τα έχουν κανονίσει όλα μόνες τους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που δίνει κώλο αβέρτα.

-Φοβερή κωλού η Τιτίκα, ε;
-Πού το είδες, ίσα-ίσα, μου φάνηκε ότι έχει μικρό κωλαράκι...
-Δεν εννοώ το μέγεθος ρε άσχετε!
-Αλλά;
-">&*%$¨|@

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε μικρή μπάρα απο ραβδόγραμμα που πληροφορεί για στατιστικά όπως «ενέργεια χαρακτήρα», «χρόνος που απομένει για να τελειώσει η πίστα» κ.λπ. σε (βιντάζ) ηλεκτρονικό παιχνίδι.

- Πού κρύφτηκες ρε μαλάκα πίσω απ'το βαρέλι γαμώ το κέρατό σου! Έλα ρε που πλάκωσαν κι'οι χοντροί!
- Έχω μείνει με δυό πουτσίτσες ρε μαλάκα, μιά φάπα και χάνω ζωή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified