Selected tags

Further tags

Το καλλιτεχνικό όνομα του Δημήτρη Μεντζέλου λίγα χρόνια πριν δημιουργηθούν τα Ημίζ (Ημισκούμπρια). Με αυτό το όνομα κυκλοφόρησε την περιβόητη Μεντζελοκασέτα το 1992, πετυχαίνοντας κάτι το μοναδικό για τα δεδομένα της εποχής: Να κυκλοφορήσει τη δουλειά του σε όλη την Ελλάδα (κυρίως Γυμνάσια, Λύκεια και στρατόπεδα), με αντιγραφές κασετών από χέρι σε χέρι, χωρίς τη συμμετοχή δισκογραφικής εταιρείας.

Πολύ καλά τα Ημίζ, αλλά ο Βρωμύλος ήταν σε άλλο επίπεδο!

Got a better definition? Add it!

Published

- Ρε τον Πανάγο, πάλι μπήκε ο μπαγάσας! - Ισχύει έχει στραβώσει το πέος του.

Ο ιδιαίτερα, σε βαθμό παρεξηγήσεως, σεξουαλικά ενεργός νέος, συνήθως στην τρίτη δεκαετία της ζωής του, που επιδίδεται ευχερώς στην τέχνη της αποπλάνησης κάθε ηλικίας θήλεων. Το αμάξι του αποτελεί το κέντρο της δραστηριότητας του, όπου και πραγματοποιεί συνήθως ερωτικά προκαταρτικά(πεολειχία κτλ).

Got a better definition? Add it!

Published

Προσβλητικό , επίθετο για Αμφισεξουαλικό άτομο , δηλαδή για αυτόν που νιώθει έλξη και για τους άντρες καθώς και για της γυναίκες . Βγαίνει από αυτό που φωνάζουν οι πλανόδιοι πωλητές όταν βγαίνουν στους δρόμους για να πουλήσουν την πραμάτια , αν αυτή πρόκειται για καρπούζια

Όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω

Επειδή λοιπόν και κάποιος ο οποίος είναι αμφισεξουαλικός , ΄΄ όλα τα σφάζει , όλα τα μαχαιρώνει ΄΄ για αυτόν τον λόγο και βγήκε αυτό το προσβλητικό , επώνυμο

Got a better definition? Add it!

Published

Κασέτα ερασιτεχνικής παραγωγής βρώμικης χιπ-χοπ μουσικής του Δημήτρη Μεντζέλου (γνωστός τότε ως Βρωμύλος), με συμμετοχή του Μυθριδάτη και άλλων φίλων, η οποία κυκλοφόρησε το 1992 (πολύ πριν δημιουργηθούν τα Ημισκούμπρια). Πρόκειται για ιδιαίτερα αστεία βεβήλωση ξένων χιπ-χοπ τραγουδιών της εποχής, με φόρεμα στίχων πάνω στις υπάρχουσες μουσικές του τύπου: "το σώβρακο μου βρώμικο και πίσω και μπροστά, κίτρινο από τα κάτουρα, καφέ απ' τα σκατά", "κι αν δε με γουστάρετε σας κλάνω και σας χέζω, στα @@ μου σας γράφω, στον π... μου σας παίζω", και "γιατί έχω ένα π... που ανήκει σε γορίλα, στον κ... όταν στο χώνω βρωμάει και σκατίλα".

- Ποπό τι γέλια ρίχναμε μικροί με την Μεντζελοκασέτα, εγώ είχα φάει 5ήμερη αποβολή όταν την ειχε βρει ο καθηγητής μαθηματικών.

- Αυτό δεν είναι τίποτα, εγώ στο στρατό είχα φάει ένα μήνα φυλακή όταν με έπιασε ο λοχίας να την ακούω στο ΚΨΜ. Αλλά άξιζε, έπεσε πολύ γέλιο.

Got a better definition? Add it!

Published

Αν και παραπέμπει στην πράξη του βιασμού, χρησιμοποιείται για να εκφράσει την συνουσία που χαρακτηρίζεται από περίσσιο πάθος, συνήθως λόγω εκπλήρωσης κάποιου απωθημένου ή τρομερής και συσσωρευμένης γκαύλας ή συνδυασμού και των δύο. Προϋπόθεση ο άντρας να είναι κατάλληλα προικισμένος ώστε να μπορεί να «τιμωρήσει» την ερωμένη του.

- Με κάλεσε η Παναγιώτα να την επισκεφτώ στην Αραπιά που βρίσκεται. Λογικά θα μπεί...
- Θα μπει βιαίως ο Μήτσος μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίο.

Ο Μήτσος είπε στον άλλον «της μάνας σου το πρικιδώνι». Φαγώθηκε ο άλλος να μάθει τι σημαίνει πρικιδώνι. Σιγά μην το έμαθε!

από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γανώνω= γαμάω

Σιαφάκωμα = Το γαμήσι.

Σιαφακώνω = Γαμάω.

Απαφτώνω= Κάνω έρωτα.

Γάμσα = Αόριστος του γαμώ. Χρησιμοποιείται κυριολεκτικά π.χ. Χθες γάμσα μια μανάρα αλλά και μεταφορικά όπως στις εκφράσεις: "Την γάμσα" δηλαδή έπαθα ζημιά, πόνος, αρρώστια κ.λ.π.

Παράδειγμα: Γαμάω την γκόμενα. Τν γάνωσε. Την καβάλισι στουν πάτο απ' το χωράφ'. Ντρουπές πράματα αμ' πώς.. τς είδαν ούλοι σλέω!

Παράδειγμα: Τη σιαφάκωσι ο Γιορς τη Μαγδάλω.

Παράδειγμα: Τς πιάσαν ωρέ στ' αχούρ του Γιορ ν' απαφτώνονται. Ούϊ ντρουπή......

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα:
Αγάνωτος= Αυτός που δεν γανώθηκε, ο χωρίς κασσίτερος. Η επικασσιτέρωση. Έμειναν αγάνωτα τ' αγγιά, (τα κατσαρολικά).

Αγάνωτη= Αυτή που δεν γαμήθηκε. Τι να την κανς μωρ΄ αυτήνια αγάνωτη είνι!

Got a better definition? Add it!

Published

Ούμπαλα

Παράδειγμα: Ακου να σου πω μας έπρηξες τα ούμπαλα με τις βλακείες σου συνεχώς. Αει σιχτίρ !

Got a better definition? Add it!

Published

Οι τρίχες πάνω από τα γεννητικά όργανα της γυναίκας, το τρίχωμα του αιδοίου.

Ο αέρας σήκωσε την φούστα της και επειδή δεν φόραγε βρακί φάνηκε για λίγο ο μπούφος της.

Got a better definition? Add it!

Published