- Πολύ κοντό ή/και σκισμένο σορτς, συνήθως γυναικείο, που αφήνει να φαίνονται τα κωλομέρια
- (κατ’ επέκταση) Το τμήμα του σώματος που φαίνεται από το άνοιγμα αυτό
Περιφραστικά: ντεκολτέ του κώλου
Περιφραστικά: ντεκολτέ του κώλου
Got a better definition? Add it!
Από το παρτάλι (< τουρκικό partal), που σημαίνει το φθαρμένο κουρελιασμένο ύφασμα και το -γκόμενα, σημαίνει τη γυναίκα που είναι εντελώς τελείως τελευταία, δεν βλέπεται, είναι χαμηλότατης κοινωνικής και πχοιοτικής υποστάθμης, που είναι μπάζο, σαβούρα, σκουπίδω, αλλά κυρίως που βγάζει μια κοινωνικο-πολιτισμική υπανάπτυξη. Που τέσπα για να πας μαζί της πρέπει να πιεις τόσο που τελικά δεν μπορείς να πας μαζί της ή με οποιαδήποτε άλλη φορ δατ μάτερ (το double-bind της παρταλογκόμενας).
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι το μπουφάν, πανωφόρι στρατιωτικού τύπου εκ του αγγλικού battle dress.
Κρύωνε κι έβαλε έναν παλιό πατατρέ.
Got a better definition? Add it!