Στα καλιαρντά είναι ο μυώδης, ο σβάρτσος, που όμως είναι και λίγο ούγκανος, εκ του χαμάλης και του μούσκουλο (<ιταλικό muscolo < λατινικό musculus).

Κατηγορηθήκαμε από κάτι χαμαλομουσκούληδες, που κουλά να χάλουν, λόγιοι τινές, παρεπιδημούντες εν συζητητηρίω, ότι μετερχόμεθα ιδιόλεκτον ακατανόητον, προσέτι δε γλώσσαν ξυλίνην, λες και κάνομε αδοκήτως σπικραμέντο σε πριμάτσους. (Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

συνεικάζω / σοπορτάρω / νταγιαντώ

Αυτές οι τρεις λέξεις, πέρα από την εννοιολογική εγγύτητα των δύο τελευταίων, φαίνονται να μη σχετίζονται μεταξύ τους. Για μένα όμως, εκτός του ότι ανήκουν στη ντοπιολαλιά της Κύθνου και τις άκουγα από τη γιαγιά μου από μικρό παιδί, απεικονίζουν ανάγλυφα την ιστορία των περισσοτέρων νησιών του Αιγαίου, κατά την τελευταία χιλιετία.

Το συνεικάζω σημαίνει σχηματίζω, συνθέτω στο μυαλό μου την εικόνα κάποιου προσώπου, αντικειμένου, γεγονότος κλπ.

Η ετυμολογία προφανής: συν+εικάζω (με την έννοια του εικονίζω και όχι του πιθανολογώ).

«Κάτι μου λέει τ' όνομα, γιοκαράκι μου, μα δεν τονε συνεικάζω». Έτσι μού 'λεγε η γιαγιά, όταν (σπανίως, γιατί μέχρι το τέλος είχε πλήρη διαύγεια) δεν θυμόταν κάποιον.

Το σοπορτάρω σημαίνει αντέχω, υπομένω, αποδέχομαι.

Η ετυμολογία από το ιταλικό sopportare , με την ίδια έννοια.

«Το βλέπω έτσι, το βλέπω κι αλλιώς, μα και πάλι δε μπορώ να το σοπορτάρω

Οι τρεις αιώνες (13ος-16ος) «δυτικής» (ενετοί, γενουάτες, καταλανοί κ.ά.) κυριαρχίας στο Αιγαίο άφησαν τα σημάδια τους, μεταξύ άλλων, και στη γλώσσα. Βέβαια στα μικρότερα νησιά, όπως η Κύθνος, υπήρξε σχετικά γρήγορη αφομοίωση του «δυτικού» στοιχείου. Έτσι γύρω στο 1700, όταν o Tournefort επισκέφθηκε το νησί δεν υπήρχε κανένας καθολικός.

Το νταγιαντώ ή νταγιαντίζω έχει την ίδια έννοια με το σοπορτάρω δηλ. αντέχω, υπομένω, αποδέχομαι.

H ετυμολογία από το τουρκικό dayanmak, με την ίδια έννοια.

To νταγιαντώ ή νταγιαντίζω είναι ευρύτερα διαδεδομένο στον ελληνικό χώρο, όπως αποδεικνύεται από αρκετά τραγούδια, παραδοσιακά

«Δε νταγιαντώ δυό πράματα φτώχεια και γεροντάματα»

ή μη

«...Παναγιώτα μου νταγιάντα κι έχει ο Θεός!» από εδώ.

Οι επόμενοι τρεις αιώνες (16ος-19ος) της οθωμανικής κυριαρχίας, άφησαν κι αυτοί τα σημάδια τους στη γλώσσα, παρά το γεγονός ότι η Κύθνος (όπως τα περισσότερα μικρά νησιά δεν εποικίστηκαν από τους Οθωμανούς, επειδή θεωρήθηκαν ανασφαλή γι' αυτούς, λόγω της πειρατείας. Έτσι στο διάστημα αυτό υπήρξε μια ιδιόμορφη «συγκυριαρχία» των νησιών αυτών: Από τα μέσα της Άνοιξης (όταν έβγαινε ο οθωμανικός στόλος από τα Δαρδανέλια) μέχρι της αρχές του φθινοπώρου (που επέστρεφε) ολόκληρο το Αιγαίο ήταν υπό την κυριαρχία των Οθωμανών. Τον υπόλοιπο μισό χρόνο αλώνιζαν διάφοροι, δυτικοί κυρίως, κουρσάροι. Μερικοί μάλιστα, ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι με τις οικογένειές τους, σε διάφορα νησιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το (ερειπωμένο σήμερα) τμήμα τις χώρας της Κιμώλου, με τα οικόσημα στις προσόψεις των σπιτιών.

Με βάση τα προηγηθέντα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι επιδράσεις από την τουρκική γλώσσα στα νησιά αυτά ήταν έμμεσες και οφείλονταν στην επικοινωνία που είχαν με άλλες περιοχές της, τότε, αυτοκρατορίας, όπου η παρουσία της τουρκικής ήταν πιο έντονη. Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει το γεγονός ότι, μετά τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους και μέχρι το 1922, υπήρχε διαρκής επαφή και επικοινωνία των, υπό ελληνική κυριαρχία, νησιών, με αυτά, που παρέμεναν υπό τουρκική και με τα μικρασιατικά παράλια.

Παρ' όλα αυτά όμως, η ελληνική γλώσσα παρέμεινε βαθιά ριζωμένη, διατηρώντας «λόγιες» μορφές, όπως το «συνεικάζω», ακόμα και σε ανθρώπους χωρίς γραμματικές γνώσεις (η γιαγιά μου πήγε μέχρι τη δευτέρα δημοτικού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξύλινο καδρόνι/δοκάρι τετράγωνης διατομής που χρησιμοποιείται σε οικοδομικές εργασίες, συχνά στο καλούπωμα για αντιστήριξη του ξυλότυπου.

Το Βικιλεξικό προτείνει δύο ετυμολογίες, από τα γαλλικά και τα ιταλικά:

  1. λατάκι < γαλλική latte (σανίδα) < αρχαία γαλλικά latte < αρχαία φραγκικά *latta < πρωτογερμανικά *lattō(n) / *laþþō(n) / *laþēn < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) (s)lat- (δοκάρι, κούτσουρο)
  2. λατάκι < ιταλική latta (τενεκεδάκι, κονσέρβα)

εδώ

Σε ελληνικούς εξειδικευμένους με την ξυλεία ιστοτόπους υποννοείται (και εδώ υποστηρίζεται ρητά) η προέλευση από το «έλατο», καθώς πρόκειται για ξυλεία ελάτου ή πεύκου: λατάκι<ελατάκι<έλατο.

Εδώ (στο σχόλιο 29) υποστηρίζεται το εξής: «Πληροφοριακά, λατάκι οι οικοδόμοι λένε ένα σανίδι που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα < τουρκ. lata:πηχάκι». Πρέπει όμως να σημειωθεί πως η τουρκική λέξη lata φαίνεται ότι σημαίνει σανίδα και όχι καδρόνι ή δοκάρι. Με αυτήν μάλιστα τη σημασία (σανίδα) θυμίζει πολύ την γαλλική λέξη latte, πιο πάνω.

Τολμώ να πω ότι δεν μου είναι απόλυτα πειστική κάποια από τις προαναφερθείσες θέσεις για την ετυμολογία της λέξης.

  1. Από εδώ, ως προσθήκη στον ορισμό:

Λατάκι

1) Κομμάτι ξύλου τετραγωνικής διατομής 7,5 Χ 7,5 εκ. (αλλά υπάρχουν και 8Χ8εκ) που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα. Δεν έρχεται σε επαφή με το μπετόν γιατί η χρήση του είναι για ενίσχυση του πετσώματος (ξυλότυπου). Κατά τη διάρκεια της ζωής του θα κοπεί αρκετές φορές κι όταν το μήκος του πέσει κάτω από 1μ, θα λέγεται μπαγάς.

2) Ξύλο ορθογωνικής διατομής που χρησιμοποιείται για αντιστήριξη (κόντρα) του ξυλότυπου στο καλούπωμα.

  1. Από εδώ:

Ναι, ενιαία σκυροδέτηση κορμού-πέλματος και το εκπληκτικό είναι ότι δεν έχει ούτε ένα λατάκι μέσα στην πεδιλοδοκό.

(από patsis, 23/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified