Κυριολεκτικά σημαίνει το σπέρμα του ανθρώπου που δεν γνώρισε πατέρα.

Μεταφορικά, άρα και πιο ευρέως διαδεδομένα, σημαίνει τον ηλίθιο, τον ανεπιθύμητο.

Ήρθε πάλι αυτό το μουλόσπερμα ο Γιώργος; Ποιος τον κάλεσε;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καλλιστεία. Διαδικασία - εκδήλωση ιδιαίτερα δημοφιλής, με εορταστικό περιτύλιγμα, κατά την οποία επιδεικνύονται πλήθος όμορφες (ο θεός να το κάνει, γιατί δεν ξέρουμε τί κρύβεται κάτω από τον σοβά) γυναίκες, καλλίγραμμες και, υποτίθεται, έξυπνες και χαριτωμένες (το μορφωμένες λέω να μην το βάλω, αν και μερικές θεωρούν ότι είναι κι απ' αυτό). Απώτερος στόχος της διαδικασίας αυτής που αναμεταδίδεται πάντα από την τηλεόραση και χτυπάει ένα γερό τοις εκατό τηλεθέασης είναι το βραβείο, το οποίο πρωτίστως θα προωθήσει τις αυτο-σκλάβες στην τηλεπιάτσα ή στη διαφήμιση και αργότερα στην αργή αλλά σταθερή κατανάλωσή τους από το τηλεκοινό. Το χειρότερο είναι όταν κάποιες υπερβαίνουν το όριο και πιστεύουν, οι κακομοίρες, ότι τους αξίζει κάτι καλύτερο σε αυτή τη ζωή, κάτι σε κουλτούρα ας πούμε, κάτι σε θέατρο, βλ. Βίκυ Κουλιανού. Εκεί παίζεται το αληθινό δράμα. Κλαψ. Σνιφ. Λυγμ.

- Τι κάθεσαι και βλέπεις εκεί ρε μαλάκα;
- Ωχου ρε πούστη, με το σχόλιο στο στόμα είσαι κάθε φορά... Άσε και κανέναν να χαζέψει λίγο το μουνοπάζαρο ρε φίλε....

(από ironick, 26/05/08)(από acg, 26/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Άκρως υποτιμητικός χαρακτηρισμός αποκλειστικά παθητικού ομοφυλόφιλου από άλλους ομοφυλόφιλους οι οποίοι είναι ή μόνο ενεργητικοί ή, το πολύ πολύ, βερς.

Η λέξη προκύπτει από το αγγλικό bottom = ο από κάτω, με την προσθήκη της κατάληξης -ιέρα. Ωσεκτουτού κλίνεται όπως π.χ. τα ψωμιέρα, σιφονιέρα και μπετονιέρα.

  1. (Από http://the-wrong-guy.blogspot.com)
    Σιχαινόμαστε στους άλλους πράγματα που ενδόμυχα γνωρίζουμε πως βρίσκονται μέσα μας. Εκνευρίζομαι πολύ με τους ψυχαναγκαστικούς γιατί και εγώ σε μερικά πράγματα θέλω να υπάρχει μια σειρά. Πάρε για παράδειγμα αυτές τις σιχαμένες τις ομοφοβικιές. Γιατί ταράζονται τόσο όταν αντιλαμβάνονται ένα γκέι; Διότι κατά βάθος αντί για αντρουά μάγκες όπως αυτοχαρακτηρίζονται είναι μποτομιέρες του ελέους.

  2. (Από http://raptusr.blogspot.com)
    Με τους κοιλιακούς μου και το παραμύθιασμα μου τους έχω γαμήσει όλους. Κώλο για κώλο δεν άφησα. Μπορώ να πω, είμαι ο γαμιάς της Θεσσαλονίκης. Όπως επίσης και ο καλύτερος στο να αποφεύγω τις σχέσεις. Όλες οι μποτομιέρες θέλουν σχέση τόσο απεγνωσμένα, που με το παραμικρό χάδι και με λίγα γλυκόλογα σου κάθονται ασυζητητί. Η Θεσσαλονίκη είναι ο παράδεισος μου. Άσε που έχει περισσότερους bottoms από tops, το αντίθετο με την Αθήνα δηλαδή, σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός φίλου μου, που σημαίνει πως θα έχω να γαμάω εις τον αιώνα τον άπαντα.

(από Khan, 03/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποθέωση της γυναικείας παρακμής.

Υπάρχουν λογιώ-λογιώ γριές. Οι «γραίες 30 ετών» (Ροΐδης), οι γριές, οι γριές, οι γιαγιές, οι γιαγιές,, οι θεούσες, οι θειόκες, οι μπαμπόγριες, οι τσατσόγριες, οι σκατόγριες, οι κακόγριες, οι κωλόγριες, οι ξεκωλόγριες.

Οι τελευταίες ενίοτε σχετίζονται και με το ξεκωλόσημο, όταν εμπίπτουν στην κατηγορία των γυναικών που, στο άνθος της ηλικίας τους, έκαναν τατού παντού και τώρα είναι γεροντοχίπισσες, δηλαδή λείψανα της εποχής των λουλουδιών, και φέρουν απάνω τους αυτά τα περασμένα μεγαλεία που διηγώντας τα να κλαις. Διατηρούν και όλο το παλαιορόκ στυλάκι, προς τιμήν τους ίσως, αλλά είναι πάνθλιψη να τις βλέπεις.

Ξεκωλόγρια είναι και η γριά τσατσά που φαίνεται από χίλια μίλια ότι κάποτε τον έπαιζε στα δάχτυλα μα τώρα της έχει μείνει η μνήμη της εμπειρίας, η πικρία απέναντι στη ζωή και η καρακιτσάτη εμφάνιση.

Ξεκωλόγριες λέμε και νεότερες γυναίκες, πενηντάρες περίπου, οι οποίες είναι πουρές με τα όλα τους, αλλά το παρακάνουν και γίνονται γελοίες, γουτσίζοντας συνέχεια, φορώντας πιπινίσια φουστάκια, ή, αντιθέτως, είναι λυσσάρες και καυλιάρες -ακόμα πιο θλιβερό όταν εμφανισιακά δεν τις παίρνει.

Τέλος, ξεκωλόγρια ορίζεται και η πιο δύστυχη μερίδα των γυναικών, γυναίκες τρελλές που περιφέρονται στους δρόμους σε άθλια κατάσταση πλην αλλ' όμως με προκλητική εμφάνιση, που παραμιλούν, που κατουράνε όρθιες, που είναι ψιλοάστεγες ή κοντεύουν, που αποτελούν τον περίγελω των άλλων (στην περίπτωση αυτή κολλάει καλύτερα το Ξελωλόγρια), και που ουδείς γνωρίζει πού και πώς καταλήγουν -σε κανα νεκροτομείο στα αζήτητα, για ιατρικά πειράματα ή μάθήματα ανατομίας, όπως πολλοί άστεγοι.

- Πω πω φίλε μου, τι έπαθα, με πήγε να γνωρίσω τη μάνα της και σκάει μύτη μια ξεκωλόγρια ... μού 'φυγε το κλανίδι!
- Καλή; καλή;
- Τι καλή ρε μαλάκα, τέρας, σταφιδιασμένη, καραβαμμένη, μες τη σιλικόνη, τα λεοπαρδαλέ, τα χρυσάφια και τα στολίδια, το νύχι να, αλκοόλα, πειραγμένη σου λέω, δεν ήξερα από πού να φύγω!

rock me hard (από cristoval, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κακιασμένη ξινίχλα αδελφή. Που έχει υιοθετήσει την γυναικεία ξινίλα στα μούτρα του και στη συμπεριφορά του.

Συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε, όχι ντε και καλά για ομοφυλόφιλο (ίσως μάλιστα σπανιότερα), ακριβώς όπως και τα βρωμόπουστας, σκατίπουστα κττ. Έχει δηλαδή σκοπό πιο πολύ να υποβιβάσει τον άλλον (χρησιμοποιώντας την κατάληξη που δηλώνει ομοφυλοφιλία), παρά να υποδηλώσει ότι είναι πράγματι αδελφή. Κι αυτό γιατί, παρά τις κοινωνικοσεξουαλικές προόδους μας, εξακολουθεί η κατηγόρια αυτή (το να σε πουν αδελφή) να είναι βαριά κι ασήκωτη για ένα ντούρο σερνικό...

Απ' όσο ξέρω δε, το λένε κατά κόρον και οι ίδιοι οι γκέοι για άλλους τέτοιους -και δη με περισσότερη έμφαση.

Ηπιότερο και μάλλον χαριτωμένο συνώνυμο είναι και το «ξινομυζήθρα».

- Αν μη τι άλλο ο ΧΨΖ σαν πολιτικός έχει αρχίδια.
- Ίσα ρε με την ξινόπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός και προσβλητικός χαρακτηρισμός για πολύ κοντή γυναίκα (συνήθως απο 1.60 και κάτω). Προέρχεται απο την υπόθεση πως λόγω του λειψού αναστήματός της αυτή η γυναίκα μπορεί να κάνει στοματικό χωρίς να χρειαστεί να σκύψει,να ξαπλώσει ή να καθήσει.

-Δε φτάνει που παραβίασε προτεραιότητα η πίπα η όρθια, μου ζήταγε και τα ρέστα. 1 μέτρο μπόι και 2 μέτρα γλώσσα, κατάλαβες;

Got a better definition? Add it!

Published

Αρχικά των λέξεων Παίρνει Τσιμπούκια Όρθια. Χαρακτηρίζει τη γκόμενα εκείνη που είναι τόσο κοντή που ο λαιμός της μυρίζει ποδαρίλα, τη γκόμενα εκείνη που είναι 1.50m με τα χέρια στην ανάταση, την πολύ κοντή, να το πω επιστημονικά, γκόμενα. Προσοχή, δεν αναφέρεται στις γυναίκες μπάζα. Πολλές φορές τα Π.Τ.Ο. έχουν πολλά πλεονεκτήματα (εύκολη αποθήκευση και ευχρηστία αν και είναι λίγο ευαίσθητα στην υπερβολική χρήση).

— Επιτέλους την πήδηξα τη Μαρία.
— Ποια ρε μαλάκα; αυτό το Π.Τ.Ο.; Αυτή ρε δε σου φτάνει ούτε μέχρι τα αρχίδια!
— Ε και πού είναι το κακό;

(από gggggg, 23/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eξάγεται από τον χαρακτηρισμό παρθενόπη. Υποκοριστικό παρθενοπιπίτσα.

Είναι ένα λογοπαίγνιο ανάμεσα στον χαρακτηρισμό παρθενόπη που αφορά κοπέλες που έχουν πάρει όλο τον ανδρικό πληθυσμό ,αλλά δεν βάφονται, ενίοτε είναι και λίγο άπλυτες και παριστάνουν τις ''συντηρητικές''.

Συχνά ταλαιπωρούν τον πιο μαλάκα από τους γκόμενούς τους δίνοντάς του μόνο πίπα-κώλο, εξ'ου και η σύζευξη παρθενόπης με πίπα.

Σύμφωνα την ελληνική Wikipedia, η λέξη παρθενόπη υπήρχε στην αρχαιότητα ως κύριο όνομα θεότητας. Η Παρθενόπη ήταν μια από τις μυθικές Σειρήνες της Ελληνικής Μυθολογίας. Όταν ο Οδυσσέας περνούσε από τις ακτές που διέμεναν οι Σειρήνες γνωρίζοντας σχετικά για την ανθρωποφαγία τους αντιπαρήλθε με το σκάφος του και τους συντρόφους του την περιοχή τους, χωρίς να σταματήσει. Τότε απελπισμένη η Παρθενόπη που δεν ανταποκρίνονταν ο Οδυσσέας στο θέλγητρo της φωνής της έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Το πτώμα της εκβράσθηκε σε μια παραλία της Ιταλίας όπου οι τότε, μόλις νεοφερμένοι εκεί κάτοικοι, άποικοι Χαλκιδείς από τη Κύμη, το περισυνέλεξαν και το ενταφίασαν σε μνήμα. Γύρω από το σημείο εκείνο ίδρυσαν στη συνέχεια τη νέα τους πόλη, αποικία, που ονόμασαν Παρθενόπη, η οποία και είναι η σημερινή Νάπολη στην Ιταλία.

- Aπό μέρους μου (νεολογισμός-απόδοση του ''εκ μέρους μου'', μήπως χρειάζεται λήμμα ως slang;) δεν έδωσα κανένα δικαίωμα.
- Αφού μου πήρες πίπα μωρή πουτάνα.
- Για μένα σχέση είναι μετά το πρώτο φιλί. Με τέτοια συμπεριφορά και τέτοιο αμάξι δεν θα κάνεις ποτέ σχέση. Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο.

(από Δημήτρης Αρναούτης Οικονομάκης, 02/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν ουσιαστικό σημαίνει πουτάνα. Σαν επίθετο, απ' όπου και κατάγεται ετυμολογικά το ουσιαστικό, χαρακτηρίζει κάτι με την ιδιότητα του καθαρού.

Η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, όπου η έφεση των γυναικών προσφύγων στην καθαριότητα προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους ιθαγενείς, οι οποίοι όπως φαίνεται ήταν τσακωμένοι με τα σαπούνια.

Τη μοναδική εξαίρεση ως τότε αποτελούσαν οι ντόπιες πουτάνες, που η φύση της εργασίας τους τις υποχρέωνε να πλένουν συχνά τα ρούχα τους, τα σκεπάσματά τους αλλά και τους εαυτούς τους. Έτσι, οι σοφοί ημών πρόγονοι ταύτισαν επαγωγικά την ιδιότητα της καθαρής με την ιδιότητα της πουτάνας.

Μαρίκα: Να χαίρεσαι τη νύφη σου, καλή κοπέλα φαίνεται. Και καθαρή...
Κατίνα: Άσε με Μαρίκα μου, να δω τι θα κάνω με τη παστρικιά που μου κουβάλησε ο γιος μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός της λέξης καφρόλα
Η τόόόόσο εύκολη ή η τόόόόσο χοντρή που δεν ασχολούνται οι άντρες μαζί της

- Ρε συ, τη γαμάει άντρας αυτή;
- Πώς να τη γαμήσει ρε, αυτή είναι σκέτη πατοκαφρόλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified