Ο ευρωπαίος αθίγγανος, ο γύφτος γενικά.
Κέρασε την παρέα μας ποτά και κάθισε μαζί μας. Όταν όμως άνοιξε το στόμα του καταλάβαμε ότι δεν ήταν έλληνας. Ήταν τσιγκανέιρος.
Ο ευρωπαίος αθίγγανος, ο γύφτος γενικά.
Κέρασε την παρέα μας ποτά και κάθισε μαζί μας. Όταν όμως άνοιξε το στόμα του καταλάβαμε ότι δεν ήταν έλληνας. Ήταν τσιγκανέιρος.
Got a better definition? Add it!
Ο Ισθμός της Κορίνθου.
Οι κάτω από το αυλάκι = οι Μωραΐτες, οι Πελοποννήσιοι.
- Περνιέστε για έξυπνοι ρε, εσείς κάτω από το αυλάκι;
Got a better definition? Add it!
Η σκαταδερφάρα, ο γκέουλας, αυτός που περπατάει σα να έχει καταπιεί σεισμό..., αυτός που τον κουνάει σαν βάρκα!
Διαδεδομένη έκφραση κατά τις δεκαετίες '80 και '90.
«και θυμάμαι τη νονά μου, την φοράδα που ερχόταν κάθε Πάσχα να μου φέρει την λαμπάδα και είπε: το παιδί δεν μου γυάλισε για μάγκας, θα γίνει ντιγκιντάγκας, θα γίνει ένας ντιντής»
Ημισκούμπρια - sex
Got a better definition? Add it!
Ο Μυτιληνιός που ζει Αυστραλία.
Κάθε καλοκαίρι έρχονται στο νησί καγκουρογκασμάδες για διακοπές.
Got a better definition? Add it!
Ο ομοφυλόφιλος.
-Είναι φαρδυπάπουτσος, αυτός;
-Ου! Τουλάχιστον 49 νούμερο παπούτσι!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο πακιστανός μετανάστης.
- Προσέλαβα ένα πακίνι για τη δουλειά.
βλ. και πάκι
Got a better definition? Add it!
Έλλην μετανάστης εκ Γερμανίας.
Πλακώσανε και οι λαζοντόιτς απο το σόι του γαμπρού στον γάμο και αρχίσανε τα στο σταθμό του Μονάχου, άχου άχου.
Got a better definition? Add it!
Απαντάται και το μεγεθυντικό φετόλα. Η άσχημη γυναίκα, το μπάζο, η πατσαβούρα.
-Τελικά βγήκες για καφέ με αυτή τη γκόμενα απ' το εμεσέν που γνώρισες;
-Ναι ρε, άσ' τα, φετόλα τελείως ήταν, δεν βλεπόταν.
Got a better definition? Add it!
Διασταύρωση της λέξης ίμο (αγγ. emo = emotional) και της λέξης σαλούφα. Χρησιμοποιείται απαξιωτικά για να χαρακτηρίσει άτομα που βρίσκονται στην κατηγορία ίμο (emo).
-Κοίτα το ρε το ιμοσάλουφο.
-Ναι! Η φράντζα κοντεύει να του φτάσει στα βυζιά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified