Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Got a better definition? Add it!

Published

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πατσαβουρέξ:

Εκ της πατσαβούρας, στον υπερθετικό βαθμό χάρη στο υποτιμητικό γαμοσλανγκοτέτοιο -εξ.

1.
- γαμωω τηννν πουταναα σουυυ παλιο μαλακισμενηη την νικολετα μην την ξαναενοχλήσεις γτ θα σου γαμησω οτι εχεις και δεν εχεις παλιο πουτανι αντεεε πατσαβουρεξ μπαζοοο εισαιιι εσυ ξεκωλιάρα ψαντεεεε τωραα γτ θα ξεσπάσω σε σενα ολη μου την ψυχολογία!!! .!.‎

2.
- Αγόρασα λάδι 10-40 ημισυνθετικο μάρκας ΜPΜ, 5λιτρο, και ένα φίλτρο λαδιου Πατσαβουρέξ με σύνολο 21€ με ΦΠΑ. το λάδι κάνει 4€ το λίτρο.
- Τι μαρκα λεει το κουτι; Purflux μηπως;

Πατσαβούρα της Βέρμαχτ (από Khan, 16/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο μπαζοκρύφτης, δηλαδή τα τεράστια τρέντι γυαλιά τύπου πούλμαν, που θυμίζουν παρμπρίζ λεωφορείου, έχουν δε ως κύριο σκοπό να κρύψουν την μπαζοσύνη του μπάζου που τα φορά και να κόψουν κάτι από την επιθετικότητα της ωστικής δύναμης του μπαζούκας.

Συνηθίζονται πολύ στο Facebook, από κοπελιές που δεν το έχουν με την εμφάνιση, πλην είναι φιλότιμες και δεν θέλουν να παραιτηθούν από το παίγνjιο της σαγήνjης.

Αρχαιοκαυλιστί: ἀλεξίμπαζον, φωγαλλιστί: para-baze, ενώ ο μπαζοκρύφτης είναι το cache-baze. (Πλάκα κάνω γερμανέ μεταφραστή).

Πάσα: allivegp.

- Ωραίο γκομενάκι αυτή η φίλη σου η Εύα92, κάτσε να την κάνω κι εγώ μια προσθήκη.
- Όπα, κοτζάμ μπαζοκόφτη δεν τον είδες, γιατρέ μου; Γιατί νομίζεις ότι τον φοράει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified