Further tags

Ο πρώτος τη τάξει, ο έχων το γενικό πρόσταγμα. Η χρήση του πρώτου συνθετικού καπετάν είναι προφανής, είτε εννοεί τον καπετάνιο στη θάλασσα, είτε εννοεί τον καπετάνιο του βουνού (αντάρτη), αφού και στις δυο περιπτώσεις υποδηλώνει την ηγετική του θέση μέσα στο σύνολο. Το δεύτερο συνθετικό αρχίδας οφείλεται αφ' ενός στο γεγονός ότι κατά τεκμήριο οι καπεταναίοι (στεριανοί και θαλασσινοί) είναι άντρες και ωσεκτουτού έχουν κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ άλλων τους όρχεις, αφετέρου δε στην σεξιστική και φαλλοκρατική κρατούσα άποψη στην Ελλάδα ότι οι όρχεις είναι το πολυτιμότερο κομμάτι του σώματος.

Σημειώνεται ότι παρά την ύπαρξη αξιόλογων γυναικών σε ηγετικές θέσεις, η έκφραση καπετάνισσα μούνα ποτέ δεν υπήρξε δημοφιλής και αντ' αυτής χρησιμοποιείται ως γενική περιγραφή το καπεταν αρχίδας, ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες.

- Πρώτη μέρα στη δουλειά ο τύπος και μας τα 'κανε τσουρέκια. Ποιος νομίζει ότι είναι, ο καπετάν αρχίδας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερβολικό μακιγιάζ.

Δείχνει να έχει ωραίο δέρμα. Αν όμως βγάλει τον σοβά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικός, περιπαικτικός χαρακτηρισμός ομοφυλόφιλου ανδρός. Σύνθετη λέξη εκ των χαϊδεύω και κώλος, αναφέρεται στην τάση για χάιδεμα των οπισθίων άλλου ανδρός ή των δικών τους από άλλον. Η χρήση για γυναίκες (ομοφυλόφιλες και μη) είναι λανθασμένη και θα πρέπει να αποφεύγεται.

Συνώνυμα: αδελφή, συκιά, πισωγλέντης, κουνιστή, γυναικωτός, κίναιδος, πούστης, gay και διάφορες παραφράσεις αυτών (αδέλφω, καπετάν-Πισωγλέντης, κουνίστρα κ.λπ.)

- Δεν το 'χα πάρει πρέφα ρε συ ότι ο Γιακουμής τον παίρνει.
- Έλα ρε μαλάκα, ξεκόλλα! Ο Γιακουμής χαϊδοκώλης;
- Ε άμα σε λέω. Την έπεσε στον Μηνά κανονικά. Γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αντρογυναίκα, συνήθως αρρενωπή, ψηλή και υπέρβαρη. Μερικές φορές χρησιμοποιείται για την τσαούσα, δυναμική γκόμενα, που πιάνει τον ταύρο απ' τ' αρχίδια, γυμνασμένη, αθλήτρια.

Αρχετυπικές νταρντάνες είναι οι χωριανές που περνάνε τη μέρα στα χωράφια σκάβοντας και που παρότι έχουν 5 παιδιά, λόγω τρόπου ζωής δεν ασχολούνται με τη θηλυκότητά τους.

- Ρε ο Κώστας τα έφτιαξε με μπασκετμπολίστρια. Μια νταρντάνα μαλάκα, δίμετρη.
- Σοβαρά; Είναι καλή γκόμενα, ή του βγήκε «μητσάρας»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νταρντάνα σε κάποιες περιοχές της επαρχίας. Ενδεχομένως τουρκικής προέλευσης.

Από εκεί βγήκε και το αντίστοιχο καλιαρντό.

- Α αυτή; Τζιβιτζιλού, όλη μέρα στο χωράφι, έχει κάνει κάτι ώμους να!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νταρντάνα γυναίκα στα Καλιαρντά, θηλυκός Ηρακλής δηλαδή.

Καλέ ντίκα την ηράκλω. Τη τζινάβω για τζιβιτζιλού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα στα καλιαρντά.

Ο Λάκης προσπαθεί να το γυρίσει και τώρα τα έφτιαξε με μούτζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίο (της γυναίκας ντε) στα καλιαρντά.

Βλέπε μούτζα.

Αυτοί οι στρέιτ, μη δουν μουτζό, από πίσω τρέχουν...

Καλιαρντοευχές (από Khan, 02/07/14)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα κοντή, χοντρή, κακοσούλουπη, δυσκίνητη, μεγάλο βυζί και φαρδειά πλάτη, μαλλί κομμωτηρί, χρυσαφικό, όχι ωραία, ψευτο-επιβλητική και ψευτο-συναισθηματική, της γειτονιάς, τσαντάκι λαϊκής με χρυσό αλυσιδάκι, περί τα πενήντα - εξήντα, που όλα τα ξέρει και όλα τα κανονίζει. Μη σου τύχει. Το είδος εντοπίζεται σε βαφτίσια, γάμους, κηδείες, εκδηλώσεις, κλπ.

- Τι ήθελα και πήγα στα βαφτίσια, πλακώσανε όλες οι θειόκες και με αρχίσανε στα «Σειρά σου τώρα να κάνεις κάνα παιδάκι, άντε μπράβο!»

βλ. και θείτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνικός όρος των εν Ελλάδι αγώνων αυτοκινήτου. Παρά την αναφορά σε θηλυκό όνομα, αποδίδεται σε οδηγούς που γενικώς δεν το έχουν ρε παιδάκι μου. Επειδή η αγωνιστική οδήγηση θέλει χέρια, ο αργός και φοβητσιάρης οδηγός λέγεται κουλός. Το δεύτερο συνθετικό Μαρία βάζει ακόμη μια κοροϊδευτική πινελιά, εννοώντας προφανώς ότι της Μισέλ Μουτόν εξαιρουμένης, η αγωνιστική οδήγηση είναι για άνδρες και ο συγκεκριμένος τύπος οδηγεί σαν γυναίκα. Πάντως αν ασχολείσαι με το άθλημα, δεν είναι καλό πράγμα να σε χαρακτηρίσουν έτσι και ή παράτα τα ή σοβαρέψου επιτέλους.

- Τον μάγκωσα σε τρεις ειδικές τον μαλάκα και μ' έκοψε πάνω που πήγαινα για βάθρο.
- Αφού είναι κουλομαρία ρε μαλάκα, τώρα θα τον μάθεις το Βρασίδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified